Ταξίδια μακρινά και ονειρεμένα από ρεμπέτες
24/11/2024Εν αρχή ην ο λόγος. Και κάποια στιγμή, προ αμνημονεύτων χρόνων, ο λόγος πήρε μορφή, ρυθμό και μέλος. Και έγινε τραγούδι. Που ακολουθούσε τους ρυθμούς και τις ανάγκες της ζωής. Εν αρχή ην η φύση. Και η φύση έδωσε τα υλικά να φτιαχτούν τα όργανα που έπαιζαν τα διάφορα μέλη. Και τις εικόνες, μαζί και τις ιστορίες. «Κάτω στα δασιά πλατάνια, στην κρυοβρύση, κάθονταν δυο νια παλικάρια και μια λυγερή…».
Και στη συνέχεια γινήκαν οι πόλεις. Με τις δικές τους εικόνες και τις ιστορίες τους. Που ο άνθρωπος θέλησε να τραγουδήσει. Εν αρχή ην ο Μάρκος, ο Συριανός. Που πήρε μαζί του τις μνήμες, τους ήχους και τα λόγια, που άκουγε στο νησί του και τα απίθωσε στον Πειραιά. Και ξεκίνησε να τα ταιριάζει, έτσι που τα έκανε τραγούδια πρωτόφαντα.
Τραγούδια που να ταιριάζουν στο νέο περιβάλλον, αυτό των πόλεων: «Μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι, με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά, όταν με βλέπει και περνώ από μπροστά του, τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά.» Και ο λόγος σαρξ εγένετο και αντάμα με την μουσική τον ονοματίσανε τραγούδι “ρεμπέτικο”. Είπαν πως η λέξη έχει να κάνει με την ρέμβη, τον ρεμβασμό.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μάλλον θα έχουν δίκιο: «Αγγελοκαμωμένη μου και λαμπαδοχυτή μου, ομορφονιά της μάνας σου και συντροφιά δική μου». Και το τραγούδι απλώθηκε, πάνω σε δρόμους του μυαλού και του μέλους, μπήκε στα σπίτια, στη ζωή και συντονίστηκε με τις φωνές μας, μάς συντρόφεψε και μάς ταξίδεψε.
Κι ύστερα ήρθαν οι ποιητές…
Καθώς το ένα έφερνε το άλλο και οι μουσικοί, αυγάταιναν, μαζί με τις μελωδίες, ταίριαξε – τι στα κομμάτια, λαός ποιητών είμαστε – και ανταμώσανε με στιχουργούς μοναδικούς. Που, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, έμειναν άγνωστοι και ανώνυμοι, καθώς τα στιχουργήματά τους, την πρώιμη εποχή, καταχωρήθηκαν σε ονόματα άσχετα.
Γι’ αυτό, το νιώθω υποχρέωση να αναφέρω, τουλάχιστον τα ονόματα κάποιων ξεχωριστών, που κατά ευτυχή συγκυρία καταγράφηκαν στους δίσκους της εποχής. Ήταν ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας), ο Γιάννης Λελάκης, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (Γριά). Τρεις μοναδικές μορφές, που αν δεν είχαν χρεωθεί στον χώρο του ρεμπέτικου, θα είχαν ξεχωριστή θέση στο νεοελληνικό ποιητικό στερέωμα.
Φυσικά, παράλληλα με αυτούς, στιχουργούσαν και δεκάδες άλλοι, που κάποιοι έχουν καταγραφεί, μα οι περισσότεροι αγνοούνται. Ο σκοπός, αυτής μου της γραφής, όμως, δεν είναι η διαλεύκανση του θέματος της στιχοκλοπής, καθότι το αντικείμενο θέλει κόσμο να ασχοληθεί, χρόνο – πολύ χρόνο – και εξειδικευμένη έρευνα…
Ταξίδια ονειρικά του μυαλού
Σε μια εποχή που το ταξίδι από τον Πειραιά στην Αθήνα φάνταζε μεγάλη και ενίοτε δύσκολη υπόθεση και η φασολάδα στο τσουκάλι (όταν βρισκόταν) θεωρείτο γεύμα λουκούλλειο, τα ρεμπέτικα τραγούδια, χάρη στους στίχους και την μουσική τους, ταξίδευαν τους απλούς ανθρώπους δωρεάν, πότε «Πάτρα, Τρίπολη και Σπάρτη…», πότε «Μέσ’ στης Πόλης τ’ ακρογιάλι…», πότε «Στα βάθη της Ανατολής…» και πότε «Στη μαγεμένη Αραπιά» ή στο Μαρόκο «… χώρα παραμυθένια, με τα μενεξεδένια δειλινά».
Ταξίδια του μυαλού, κοντινά σχετικά, ή μακρινά, όπου «Μια βραδιά στο Μόντε Κάρλο…» υποκαθιστούσε την οικονομική αδυναμία να παρευρεθούν στο… φημισμένο της εποχής καζίνο του Λουτρακίου, ή αλλού τούς δινόταν η ευκαιρία να συναντήσουν κάποιον Μαχαραγιά, καθώς έβγαινε σεργιάνι «με λαγούτα και βιολιά». Και όλα αυτά, με συνοδεία σπατανέϊκης ρετσίνας και ρέγκας καπνιστής, ψημένης στην εφημερίδα, πριν πάνε στο τσαρδί τους να ξεραθούν, καθότι το πρωί είχε δουλειά στην οικοδομή, όπου «η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί το πηλοφόρι, το μυστρί».
Ρεμπέτικες… ανορθογραφίες
Βέβαια, μια που το τραγούδι ήταν κύρια προϊόν φαντασίας, υπήρξαν και κάποιες περιπτώσεις που καταγράφονται… ανορθογραφίες, ως προς τους τόπους και τις πραγματικότητές τους, όπου μας ταξιδεύει. “Καραμπινάτη” περίπτωση το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», που περιγράφει μια… επιτόπια βαρκάδα: «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα, μπήκαμε να πάμε τσάρκα, απ’ της Ζέας το λιμάνι, μέχρι το Πασαλιμάνι.». Καθότι λιμήν Ζέας και Πασαλιμάνι είναι το ίδιο και το αυτό!
Άλλο τραγούδι, αυτό, του Βασίλη Τσιτσάνη, που μας καλεί να ταξιδέψουμε «Σε φίνο ακρογιάλι» στην… Παραγουάη: «Μέσα στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι, θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό. Θα πίνουμε σαμπάνια, πριν πάμε για τα μπάνια, με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό».
Μόνο που δεν έλαβε στα υπόψη του πως η Παραγουάη δεν έχει… ακρογιάλι για ρομάντζες, καθόσον δεν βρέχεται από θάλασσα! Αν ο στιχουργός κοιτούσε τον χάρτη, θα μπορούσε να ταιριάξει, κάλλιστα, αντί της Παραγουάης την Ουρουγουάη… Το τραγούδι, όμως, με όλο τον σεβασμό και την αγάπη που τρέφω για τον συνθέτη του, που “σπάει τα κοντέρ”, είναι του Απόστολου Χατζηχρήστου και έχει τον τίτλο “Ανατολή”!
«Θέλω να φύγω μακριά, για το Μαρόκο βρε παιδιά, μες στην Αφρική. Να γνωρίσω τους αγάδες, τους μεγάλους ντερβισάδες, στην Ανατολή.» Φυσικά, απλή γνώση γεωγραφίας, όταν μιλάμε από την Ελλάδα για το Μαρόκο, μας πηγαίνει… νοτιοδυτικά, στην άλλη άκρη της Μεσογείου. Η “ανορθογραφία”, πάντως, εδώ ολοκληρώνεται και με την τρίτη στροφή του τραγουδιού, όπου “βλέπει” στην Αφρική… μαχαραγιάδες! «Σαν θ’ αποκτήσω και φλουριά, θα κηρυχτώ μαχαραγιάς, μες στην Αφρική. Ν’ απολαύσω τις σουλτάνες, τις πιο φίνες Αφρικάνες, στην Ανατολή».
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προφητικός ο στίχος του Μάρκου Βαμβακάρη, που ομολογούσε: «Μα εγώ δεν είμαι ποιητής, τραγούδια να ταιριάζω και μού τα φέρνει ο αργιλές και τα κατασκευάζω.»
Φυγή από την καθημερινότητα
Όμως, όπως και να ‘χει, μέσα από τους στίχους του ρεμπέτικου τραγουδιού ταξιδέψανε κόσμος και κοσμάκης και συνεχίζει να ταξιδεύει, προσπαθώντας να ξεφύγει από μια καθημερινότητα καταθλιπτική, όπου η μόνη του καταφυγή είναι το όνειρο, ακόμα και αν, με τα κοινωνικά δεδομένα και μέσα στα μέτρα του εφικτού, περνά καλά:
«Τώρα είμαι στην Αθήνα κι αγαπάω μια τσαχπίνα, μια κουκλίτσα με βραβείο και περνάω μεγαλείο. Μα όσο κι αν καλοπερνάω, μέρα νύχτα δεν ξεχνάω, το μικρό μου χανουμάκι, το γλυκό μελανουράκι.» Το διεκτραγωδεί, χαρακτηριστικά, το άσμα του Παναγιώτη Τούντα “Ζαχαρένιο χανουμάκι”, σε στίχους Γιώργου Δερέμπεη…