Είναι τόσο παράδοξοι οι δασμοί που εξαγγέλλει ο Τραμπ;
27/11/2024Δασμούς ύψους 25% με το “καλημέρα” προανήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ, έναντι τριών σημαντικών εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ – Καναδάς, Μεξικό και Κίνα – απόφαση την οποία συνέδεσε με τις ευθύνες των τριών χωρών στο μεταναστευτικό, αλλά και με το εμπόριο ναρκωτικών που μαίνεται στις ΗΠΑ.
Η πρόθεση Τραμπ έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις των προαναφερόμενων χωρών, αναστάτωση στις αγορές, ανησυχία στην ΕΕ και ειδικά στην Γερμανία – καθώς ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει δεσμευτεί για επιβολή δασμών και κατά εισαγόμενων από την Ένωση προϊόντων – με το BBC να διερωτάται αν βρισκόμαστε ενώπιον ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. Αναπόφευκτα και πάλι στο προσκήνιο έρχεται η διάκριση ανάμεσα στον προστατευτισμό και το ελεύθερο εμπόριο.
Οι υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου, της φιλελεύθερης διεθνούς αγοράς, αμφισβητούν έντονα τα οφέλη από την επιλογή του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο, λόγω του υψηλού κόστους του για τις εθνικές οικονομίες και κατ’ επέκταση για την παγκόσμια οικονομία. Κι αυτό, γιατί ελλείψει ανοιχτών εθνικών αγορών αποθαρρύνεται η προσπάθεια δημιουργίας ανταγωνιστικών εγχώριων παραγωγικών μονάδων και αποτρέπεται η αποδοτική χρήση των εθνικών πόρων.
Στα πλαίσια της επικριτικής τους θεώρησης προσθέτουν ότι ο προστατευτισμός συνεπάγεται αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος από τους καταναλωτές και τους μη προστατευμένους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας στους προστατευμένους τομείς. Αυτοί συνήθως είναι φθίνουσες μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες με αρνητικές επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα όλων των υπόλοιπων που είναι εξαρτημένες από τις τελευταίες.
Αυτό σημαίνει ότι ο προστατευτισμός, σε αντίθεση με το ελεύθερο εμπόριο – του οποίου τα οφέλη διοχετεύονται αδιακρίτως στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων – εξυπηρετεί αποκλειστικά τα ειδικότερα συμφέροντα των προστατευόμενων παραγωγών σε βάρος των καταναλωτών. Για τους καταναλωτές αυξάνεται το κόστος, λόγω της απώλειας επιλογής μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων.
“Υπονομεύεται το ελεύθερο εμπόριο”
Επιπρόσθετα, οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου αμφισβητούν το επιχείρημα των οπαδών του προστατευτισμού ότι ο ανταγωνισμός από τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες με χαμηλά ημερομίσθια, στο πλαίσιο των ανοιχτών αγορών, επιφέρει μείωση των ημερομισθίων, αυξανόμενη ανισότητα των μισθών και ανεργία στις αναπτυγμένες χώρες.
Βάση της αμφισβήτησης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και τα εσωτερικά μακροοικονομικά μεγέθη, είναι οι παράγοντες που επιφέρουν διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό μιας αναπτυγμένης οικονομίας. Επίσης, ότι η υιοθέτηση μιας προστατευτικής πολιτικής, όπως αποδεικνύουν σχετικά στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελεί συνετή λύση στα προβλήματα των στάσιμων ημερομισθίων, της εργασιακής ανασφάλειας και της ανισότητας του εισοδήματος.
Τέλος, η προστατευτική πολιτική μιας κυβέρνησης απέναντι στο εμπόριο είναι δυνατόν να προκαλέσει συμπεριφορές αντιποίνων από τους εμπορικούς της εταίρους. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αναστέλλεται η προσπάθεια αύξησης των κερδών για τη δεδομένη εθνική οικονομία με την πρακτική του “δωρεάν επιβάτη”. Δηλαδή, με την περιχαράκωση της εθνικής αγοράς και με την εκμετάλλευση των ανοιχτών στο ελεύθερο εμπόριο ξένων αγορών, στις οποίες προωθούν τα εξαγώγιμα προϊόντα τους.
Ο προστατευτισμός ποτέ δεν εξέλειψε…
Παρά την ισχυρή θεωρητική τάση της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, το περιορισμένο εμπόριο δεν εξέλειπε εντελώς. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από την ιστορική εξέλιξη της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας τους δύο τελευταίους αιώνες. Ακόμη και σήμερα οι κυβερνήσεις τόσο αναπτυγμένων όσο και αναπτυσσόμενων οικονομιών εξακολουθούν να υιοθετούν στρατηγικές εμπορικού προστατευτισμού.
Αυτός επανέρχεται με νέα προσωπεία για να υποστηρίξει τις βιομηχανίες που χρήζουν αυξημένης προστασίας, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη. Οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές αποτελούν διαδεδομένο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό γίνεται κατανοητό εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι κάθε ισχυρή βιομηχανική δύναμη κάποια στιγμή στην ιστορία της οικονομικής της ανάπτυξης εφάρμοσε επιθετική βιομηχανική πολιτική.
Και τελικά αναπτύχθηκε υπό καθεστώς προστασίας της εγχώριας αγοράς, προκειμένου με την επιδιωκόμενη εκβιομηχάνιση της να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και να εδραιώσει τη θέση της στην διεθνή αγορά. Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία, που αναπτύχθηκε υπό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, δεν εγκατέλειψε ποτέ εντελώς τις προστατευτικές πολιτικές, προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία της από τους ανταγωνιστές της.
Ό,τι εξυπηρετεί το συμφέρον στο εμπόριο
Συμπερασματικά, κάθε κυβέρνηση, αφού συνεκτιμήσει το κόστος και τα οφέλη από την εφαρμογή κάθε εμπορικού καθεστώτος, χαράσσει την εμπορική πολιτική της. Αυτή συνήθως είναι ένα μίγμα φιλελευθερισμού και προστατευτισμού. Αποτελεί δε συνάρτηση των στόχων της εγχώριας οικονομίας, καθώς και των συνθηκών που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία.
Η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ εγχώριων και διεθνών οικονομικών παραγόντων έχει επιφέρει ταλαντεύσεις μεταξύ φιλελεύθερου και εθνικιστικού εμπορικού καθεστώτος στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Οι ταλαντεύσεις αυτές στη σύγχρονη ιστορία του διεθνούς εμπορίου αποτυπώνονται ή με τη σταδιακή απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, ή με την εδραίωση των προστατευτικών πολιτικών. Αποτελούν δε εγγενές χαρακτηριστικό του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η επικράτηση του ενός ή του άλλου δόγματος στο διεθνές εμπόριο, αποτελεί αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης και ισχύος των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Αυτό είναι παγκοίνως γνωστό. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Βρετανία (με βάση τη ρικαρντιανή θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος) ήταν υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου. Αντιθέτως, οι θεωρίες του Γερμανού Φρίντριχ Λιστ θεμελίωναν τη θέση υπέρ της εθνικής οικονομίας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βρετανική σχολή του Καίμπριτζ υποστήριζε τις παρεμβατικές κυβερνητικές πολιτικές στο διεθνές εμπόριο, ενώ η γερμανική σχολή του Κιέλου υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο. Ο λόγος προφανώς αυτής της αλλαγής συνδέεται με την αλλαγή της οικονομικής ισχύος των δύο χωρών.