Τα μαρτύρια των μαρτύρων στα ελληνικά δικαστήρια
28/11/2024Κατά κανόνα, ότι όποιος έμπλεξε έστω μια φορά στη ζωή του σαν μάρτυρας σε ποινικά δικαστήρια το έχει μετανιώσει και έκτοτε τα αποφεύγει, εκτός εάν τον πνίγει το δίκιο του από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου και θέλει με κάθε θυσία ηθική δικαίωση καταμηνύοντας τον ή αναγκάζεται να καταθέσει από φιλική ή συγγενική υποχρέωση.
Η περιπέτεια του μάρτυρα ξεκινάει από την προδικασία που δίνει κατάθεση και συνεχίζεται στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση, όπου καλείται να καταθέσει και αν δεν προσέλθει τιμωρείται με πρόστιμο και με βίαια προσαγωγή, γιατί λόγω των αλλεπαλλήλων αναβολών της δίκης κυρίως στα δικαστήρια των μεγάλων πόλεων αναγκάζεται να προσέρχεται αρκετές φορές στο δικαστήριο και από πολύ μεγάλες αποστάσεις με μεγάλη ταλαιπωρία από τα προβλήματα της συγκοινωνίας και με απώλεια χρόνου και χρημάτων.
Επιπλέον υφίσταται ψυχική ταλαιπωρία από την με δυσμενείς πολλές φορές συνθήκες αναμονή στις δικαστικές αίθουσες, την εχθρότητα της αντιπάλου παρατάξεως και την βάσανο της εξετάσεως από τον συνήγορο του αντιδίκου, όπου με το πρόσχημα του ελέγχου της αξιοπιστίας του υποβάλλονται προσωπικές και εκτός εξεταστέου θέματος ερωτήσεις. Η όλη διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ με ευθύνη του προεδρεύοντος δικαστή, που υποχρεούται να προστατεύει τον μάρτυρα με την απαγόρευση των άσχετων (επιεικώς) ερωτήσεων. Σε σοβαρές όμως δίκες, κυρίως επωνύμων ή πολιτικού ενδιαφέροντος, η διαδικασία πολλές φορές εκτρέπεται και δημιουργούνται εντυπώσεις σε βάρος των μαρτύρων, που τροφοδοτούν τα ΜΜΕ.
Η ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεση των μαρτύρων αποτελεί παράγοντα ουκ άνευ για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, αλλά στο τέλος μετά τις αλλεπάλληλες αναβολές της δίκης οι περισσότεροι μάρτυρες είτε γιατί αδυνατούν για φυσικούς λόγους είτε γιατί έχουν κουρασθεί ή βαρεθεί από τις ατελείωτες αναβολές δίκης είτε γιατί πιστεύουν, ότι η υπόθεση θα αναβληθεί και πάλι, δεν προσέρχονται και στο τέλος η υπόθεση εκδικάζεται χωρίς την κρίσιμη μαρτυρία τους κατά την επιτυχή μεθόδευση της νομικής συμπαράστασης των κατηγορουμένων για την απαλλαγή τους.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων στο δικαστήριο μετά πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από το συμβάν υφίστανται διαφοροποιήσεις από τις καταθέσεις της προδικασίας είτε συνήθως από φυσικά αίτια είτε ηθελημένα λόγω παρεμβολών προς όφελος του κατηγορουμένου, οπότε συντρέχει περίπτωση άσκησης αυτεπάγγελτα ποινικής δίωξης για ψευδή κατάθεση, που ως γνωστόν σχεδόν ποτέ δεν ασκείται και έτσι οι μάρτυρες καταθέτουν ψευδώς ατιμωρητί.
Οι μάρτυρες την ώρα της κατάθεσης
Επειδή η παρουσία των μαρτύρων στην ποινική δίκη είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης των μελών του δικαστηρίου για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και για να καταστεί δυνατή η προσέλευση των εκτός της έδρας του δικαστηρίου κατοίκων προβλέπεται με το άρθρο 230 ΚΠΔ η καταβολή από το Δημόσιο σε αυτούς αποζημίωσης βάση χιλιομετρικής διατίμησης, που αμφιβάλλω αν έχει αναπροσαρμοσθεί τα τελευταία χρόνια και που καλύπτει ελάχιστο μέρος της πραγματικής δαπάνης και συνήθως δεν εισπράττεται.
Η Πολιτεία πρέπει λοιπόν να επανεξετάσει το ζήτημα αυτό με βάση τα τρέχοντα πραγματικά δεδομένα, ώστε η αποζημίωση να καλύπτει πλήρως όλες τις δαπάνες πορείας και διαμονής των εκτός της έδρας του δικαστηρίου κατοικούντων μαρτύρων. Την κρίσιμη αυτή παράμετρο κανείς αρμόδιος υπουργός δεν ενδιαφέρθηκε μέχρι τώρα να επιλύσει.
Οι δίκες αναβάλλονται είτε το πολύ δύο φορές κατόπιν αιτήματος των διαδίκων για λόγους ανώτερης βίας στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το κώλυμα δικηγόρου συνήθως επωνύμων είτε λόγω απουσίας των μαρτύρων είτε απεριόριστα λόγω λήξεως του ωραρίου λειτουργίας του ακροατηρίου του δικαστηρίου. Το όλο ζήτημα του περιορισμού των αναβολών της δίκης, που όλοι το καταγγέλλουν, ότι συμβάλλει στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, αλλά κανείς δεν τολμά να θίξει, γιατί προσκρούει σε ισχυρά συμφέροντα των συνδικαλιστικών ενώσεων δικηγόρων, δικαστών και δικαστικών γραμματέων, που αντιτίθενται ακόμα και στην επέκταση της λειτουργίας του ακροατηρίου της δίκης επί δίωρο, που θα επιτάχυνε κατά πολύ την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Για τις σοβαρές όμως δίκες, που προβλέπεται, ότι θα διαρκέσουν ορίζεται αναπληρωτής δικαστής. Άλλωστε με την αναβολή μιας σοβαρής υπόθεσης, που έχει προσδιορισθεί μόνο αυτή προς εκδίκαση, σπαταλάτε άδικα μια σύνθεση δικαστηρίου και μια δικαστική αίθουσα για τις οποίες υπάρχει στενότητα, εκτός από την ταλαιπωρία των μαρτύρων ιδίως των κατοίκων εκτός έδρας, για τους οποίους who cares (για να το καταλάβουν οι αγγλομαθείς αρμόδιοι), αλλιώς θα είχε λυθεί το θέμα. Η συνήθης λύση να προσδιορίζονται στην αυτή δικάσιμο δύο σοβαρές υποθέσεις για τη περίπτωση, που θα αναβληθεί η πρώτη, οδηγεί στη ταλαιπωρία των μαρτύρων της δεύτερης υπόθεσης που αναβάλλεται εφόσον εκδικάζεται η πρώτη.
Νομίζω, ότι είναι τεχνολογικά εφικτό να ειδοποιούνται οι μάρτυρες εγκαίρως, ότι η υπόθεση θα αναβληθεί, ιδίως όταν το σημαντικό αίτιο για την αναβολή προϋπάρχει της δίκης, όπως είναι τα κωλύματα των δικηγόρων από την εμπλοκή τους σε άλλη δίκη. Για την περίπτωση αυτή πρέπει να επαναφερθεί η αδόκιμα με τον ν.4637/2019 καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ κατά την οποία την αναβολή αποφάσιζε το δικαστήριο σε συμβούλιο. Επίσης είναι σύνηθες φαινόμενο οι μάρτυρες να περιμένουν όλη την ημέρα να εκδικασθεί η υπόθεση και αργά το μεσημέρι να αναβάλλεται η υπόθεση για σημαντικό αίτιο, ενώ αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την έναρξη της συνεδρίασης, όπως γίνονταν παλιά.
Είναι επίσης γεγονός, ότι κατά πάγια πρακτική δεν γίνεται κανένας έλεγχος για την επαλήθευση του σημαντικού αίτιου που προβλήθηκε για την αναβολή της δίκης, ιδίως στα ιατρικά πιστοποιητικά ,που συνήθως πιστοποιούν μη ανιχνεύσιμη ασθένεια του κατηγορουμένου, που αποκαλούμε δικαστική.
Αναβολές και ταλαιπωρία
Το άρθρο 340 παρ.1 ΚΠΔ ορίζει, ότι ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, όταν δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νόμιμα δικάζεται ερήμην. Αρχικά στα πταίσματα και ελαφριά πλημμελήματα παρείχετο η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκπροσωπείται από συνήγορο, σταδιακά όμως άρχισε η διεύρυνση της δυνατότητας αυτής, ώσπου τελικά με το ν.3344/2005 τροποποιήθηκε το άρθρο 340 παρ.3 ΚΠΔ και επιτρέπεται η εκπροσώπηση από συνήγορο σε όλα τα πλημμελήματα και κακουργήματα, ενώ το δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα, εφόσον το κρίνει απαραίτητο για την εξεύρεση της αληθείας να διατάξει την εμφάνιση του κατηγορούμενου ενώπιον του, δεν γνωρίζω όμως εάν έχει συμβεί ποτέ αυτό.
Για την εξεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας είναι απαραίτητη η προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο για την απολογία του και για να υποστεί τη βάσανο των ερωτήσεων του δικαστηρίου, που υφίστανται οι μάρτυρες, που δεν μπορούν να απουσιάσουν, από τους συνηγόρους του, ενώ κατά το σύνηθες συμβαίνον αυτός απουσιάζει και το δικαστήριο και αρκείτε στην ωραιοποιημένη αγόρευση των συνηγόρων. Φοβάμαι, ότι ο περιορισμός των αδικημάτων για τη μη εμφάνιση του κατηγορούμενου στο δικαστήριο μολονότι είναι απαραίτητος δεν θα είναι εφικτός λόγω σφοδρών αντιδράσεων των δικηγόρων.
Εξ αιτίας των αλλεπαλλήλων αναβολών δικασίμου έχει σωρευθεί στα δικαστήρια μη διαχειρίσιμος όγκος εκκρεμών ποινικών υποθέσεων. Η μόνη λύση είναι να θεσπισθεί η κατάργηση της διαδικαστικής πράξης της αναβολής της δίκης και αντί αυτής να θεσπισθεί η διακοπή της δίκης για λόγους αποδεδειγμένου σημαντικού αιτίου μόνο του δικαστηρίου και του κατηγορουμένου σε ρητή δικάσιμο με τους ίδιους δικαστές, που είναι κατά το άρθρο 8 του Συντάγματος οι φυσικοί δικαστές για την συγκεκριμένη υπόθεση, αλλιώς μπορεί να έχομε επιλογή δικαστών.
Με τη λύση αυτή και σε κάθε περίπτωση με τον νομοθετικό περιορισμό των αναβολών, εκτός του ότι θα σταματήσει η ταλαιπωρία των μαρτύρων από τις αλλεπάλληλες αναβολές των δικών, θα επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης.