Θα αποτρέψει ο Ερντογάν αναγνώριση κουρδικού κράτους στη Β.Α. Συρία;
03/12/2024Από τα πρώτα βήματά τους στην κυβέρνηση το 2002, οι νεοοθωμανοί του AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) είχαν επιχειρήσει να προσεταιρισθούν το κουρδικό στοιχείο με δύο τρόπους: Πρώτον, μέσω του πολιτικού Ισλάμ και πιο συγκεκριμένα με το ιδεολόγημα “Τούρκοι και Κούρδοι είμαστε και οι δύο παιδιά των Οθωμανών”. Δεύτερον, με την μετέπειτα πρωτοβουλία του Ερντογάν για πολιτική λύση του Κουρδικού στο πλαίσιο του τουρκικού κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό είχαν πραγματοποιηθεί και άτυπες διαπραγματεύσεις του τότε αρχηγού των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών Φιντάν με τον φυλακισμένο Οτσαλάν. Με αυτόν τον τρόπο, το κόμμα του Ερντογάν είχε καταφέρει στο εκλογικό επίπεδο να προσελκύσει την πλειονότητα των Κούρδων, οι οποίοι είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από το μετακεμαλικό καθεστώς. Πριν το 2020, όπου το κουρδικό κόμμα δεν είχε ελπίδα να εκλέξει δικό του υποψήφιο, οι Κούρδοι ψήφιζαν το AKP.
Όταν, όμως, οι τότε διαπραγματεύσεις για πολιτική λύση κατέρρευσαν και αναζωπυρώθηκε το κουρδικό αντάρτικο, οι νεοοθωμανοί επέστρεψαν στον αδιέξοδο δρόμο των κεμαλιστών: προσπάθησαν κι αυτοί ανεπιτυχώς να λύσουν το πρόβλημα με στρατιωτικά μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν να βαθύνει το ρήγμα που χώριζε το κουρδικό στοιχείο από το τουρκικό κράτος.
Για δεκαετίες η Δύση είχε επιδείξει μια μάλλον σκανδαλώδη ανοχή, δίνοντας στην Άγκυρα τον χρόνο να λύσει στρατιωτικά το πρόβλημα. Οι σταυροφόροι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έκλειναν τα μάτια τους στο όνομα των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, άρχισαν να υποδεικνύουν την ανάγκη μιας πολιτικής λύσης. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η Τουρκία τέθηκε σε τροχιά ένταξης, βρέθηκε αντιμέτωπη και με τις θεσμικές πιέσεις της ΕΕ για την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει αφενός λόγω των ακραίων κατασταλτικών μεθόδων, αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι η Τουρκία είχε προσπαθήσει εμμέσως να εξαγάγει το πρόβλημά της, διοχετεύοντας εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους Κούρδους στην Ευρώπη.
Για την τουρκική κρατική ιδεολογία, οι Κούρδοι ήταν “ορεινοί Tούρκοι”! Ο ισχυρισμός αυτός σήμερα έχει τόσο πολύ καταρρεύσει, που τον έχουν εγκαταλείψει ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί Τούρκοι εθνικιστές. Η πάγια στρατηγική του κεμαλισμού να αφομοιώσει τους Κούρδους στο τουρκικό έθνος έχει ναυαγήσει οριστικά. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι την διευκόλυναν παρά πολύ η κοινή μουσουλμανική θρησκεία και η σε μεγάλο βαθμό επικράτηση της τουρκικής γλώσσας και στους κουρδικούς πληθυσμούς.
Ξεχωριστή εθνική συνείδηση
Το κουρδικό πρόβλημα, λοιπόν, είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό και δεν επιδέχεται πλέον στρατιωτικής λύσης. Ακόμα και στην περίπτωση που ο τουρκικός στρατός κατάφερνε να συντρίψει τους αντάρτες του PKK, η Τουρκία δεν θα έπαυε ως κράτος να αντιμετωπίζει το αίτημα των Κούρδων για εθνική χειραφέτηση και απελευθέρωση. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την τουρκική στατιστική υπηρεσία, από τα 75 εκατομμύρια Τούρκων πολιτών πάνω από 20 είναι κουρδικής καταγωγής. Η δημογραφική ανάπτυξη του κουρδικού στοιχείου, μάλιστα, είναι πολύ μεγαλύτερη της δημογραφικής ανάπτυξης του τουρκικού στοιχείου, γεγονός που αργά αλλά σταθερά διαφοροποιεί υπέρ των Κούρδων την πληθυσμιακή αναλογία. Σύντομα ο ένας στους τρεις πολίτες της Τουρκίας θα είναι Κούρδος και μάλιστα Κούρδος με διακριτή εθνική συνείδηση, ακόμα κι αν είναι νομιμόφρων στο τουρκικό κράτος.
Η πολιτική της αφομοίωσης των Κούρδων άρχισε όταν το κεμαλικό καθεστώς ένιωσε ότι είχε σταθεροποιηθεί στην Ανατολή, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923). Στα συνέδρια του Ερζερούμ (Αύγουστος του 1919) και της Σεβάστειας (Σεπτέμβριος του 1919) ο Κεμάλ είχε υποσχεθεί στους Κούρδους ισότιμη συμμετοχή στο νέο κράτος, για να επιτύχει συμμαχία και τη συμμετοχή τους στον πόλεμο για την εκδίωξη των “απίστων” (Ελλήνων) από την Ανατολή. Μετά τη συνθήκη της Λωζάννης ξέχασε τις υποσχέσεις του και άρχισε να απαγορεύει τη χρήση της κουρδικής γλώσσας και τη δράση των κουρδικών οργανώσεων. Η πολιτική αυτή προκάλεσε την κουρδική εξέγερση του Σεΐχη Σαΐντ το 1925. Σποραδικές εξεγέρσεις σημειώθηκαν μέχρι το 1938, αλλά πάντα πνίγονταν στο αίμα.
Ανάμεσα σ’ εκείνες τις εξεγέρσεις και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ΡΚΚ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι παλαιότερες κουρδικές εξεγέρσεις ήταν φυλετικές, ή είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα, ήταν αντίδραση ακόμα και στην κατάργηση του Χαλιφάτου. Ακριβώς γι’ αυτό άφηναν περιθώρια στην κεμαλική εξουσία να συνοδεύει την καταστολή με πολιτικές αναγκαστικών εκτοπίσεων και ενσωμάτωσης του κουρδικού στοιχείου στην τουρκική κοινωνία. Από τη στιγμή, όμως, που με το σύγχρονο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα οι Kούρδοι απέκτησαν ξεχωριστή εθνική συνείδηση, βιώνουν την τουρκική κυριαρχία σχεδόν ως κατοχή.
Γι’ αυτό έχουν κατά κανόνα μετατραπεί σε ενεργούς ή παθητικούς, σε εμφανείς ή αφανείς αντιπάλους του τουρκικού κράτους. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν συρρικνωθεί οι πιθανότητες επίτευξης μιας ήπιας πολιτικής λύσης, η οποία μακροπρόθεσμα να μην αμφισβητεί την ενότητα της σημερινής Τουρκίας. Το κουρδικό κίνημα είναι εθνικο-απελευθερωτικό και ως εκ τούτου έχει στόχο την ίδρυση κουρδικού κράτους. Ο φυλακισμένος ιστορικός ηγέτης του PKK Οτσαλάν, είχε προ ετών επαναφέρει μέσω δικηγόρων του, την πρόταση για πολιτική λύση, η οποία θα δίνει στους Κούρδους αυτονομία εντός του τουρκικού κράτους. Ας σημειωθεί ότι η πρόταση αυτή είχε γίνει αμέσως μετά την άρση της διετούς απαγόρευσης να τον βλέπουν οι δικηγόροι του.
Ο Ερντογάν μπορεί να κάνει ελιγμούς σ’ αυτό το μέτωπο, με πρόσφατο ελιγμό το άνοιγμα προς τους Κούρδους που έκανε μέσω του Μπαχτσελί, αλλά επί της ουσίας δεν είναι σε θέση να βαδίσει αυτόν τον δρόμο. Οι Κούρδοι και στη Συρία και στην Τουρκία (PKK) έχουν υιοθετήσει σε πρώτο πλάνο το αίτημα της αυτονομίας (αντιστοίχως από τη Δαμασκό και την Άγκυρα), επιδιώκοντας σε δεύτερη φάση την ίδρυση κουρδικού κράτους. Πρότυπό τους είναι το αυτόνομο κρατίδιο των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ, το οποίο στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν ημιανεξάρτητο κράτος. Προς αυτή την κατεύθυνση επιδιώκουν να σπρώξουν τα πράγματα, αλλά όπως το μετακεμαλικό καθεστώς παλαιότερα, έτσι και το ερντογανικό καθεστώς τώρα δεν είναι διατεθειμένο ούτε να συζητήσει μία τέτοια λύση.
Πρόπλασμα κουρδικού κράτους στη Συρία
Το ένοπλο κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα λειτούργησε σαν καταλύτης μιας ευρύτερης διεργασίας αποσταθεροποίησης και διάβρωσης του μετακεμαλικού καθεστώτος. Πέρα απ’ αυτό, όμως, όσο το ΡΚΚ μένει όρθιο σ’ αυτό τον πολυετή αντάρτικο πόλεμο τόσο οι Κούρδοι είναι οι νικητές στο πολιτικό επίπεδο. Αν και οι αντάρτες στη νοτιοανατολική Τουρκία έχουν υποστεί πολύ σοβαρά πλήγματα, που τους δυσκολεύουν στο επιχειρησιακό επίπεδο, παραμένουν ικανοί να προκαλούν στρατιωτικές απώλειες, οικονομική αιμορραγία, πολιτικό κόστος και κυρίως να αμφισβητούν εμπράκτως την κυριαρχία του τουρκικού κράτους.
Το αντάρτικο δεν επεδίωξε ποτέ να επιβληθεί στρατιωτικά στο τουρκικό κράτος. Αυτό ήταν και παραμένει αδύνατον. Προκαλώντας του, όμως, αιμορραγία σ’ όλα τα επίπεδα, προσπάθησε να διαμορφώσει τους όρους μιας πολιτικής λύσης του Κουρδικού. Είναι προφανές ότι εάν συνέβαινε αυτό θα άλλαζε τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Ας μην ξεχνάμε ότι από τη μία πλευρά η Τουρκία είναι περιφερειακή δύναμη κι από την άλλη είναι χώρα με ένα καρκίνωμα στο εσωτερικό της. Φοβούμενος ότι στην τρέχουσα συγκυρία το δίδυμο Ισραήλ-ΗΠΑ μεθοδεύει αναγνώριση κουρδικού κράτους, ο Ερντογάν ανακάτεψε την τράπουλα στη Συρία για να την αποτρέψει. Πρώτον, ενεργοποίησε τους ελεγχόμενους από την Άγκυρα φανατικούς ισλαμιστές του Ιντλίμπ και δεύτερον, απειλεί με νέα στρατιωτική εισβολή στην βορειοανατολική Συρία.
Αυτή την περίοδο, πάντως, το στοίχημα για το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Κούρδων είναι πρωτίστως πολιτικό κι αφορά την επιβίωση και εδραίωση του προπλάσματος κράτους που έχει στηθεί τα τελευταία χρόνια –με τις ευλογίες των Αμερικανών– στη βορειοανατολική Συρία με σκοπό αυτό να αναγνωριστεί διεθνώς ως ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Εκεί έχει εστιασθεί όλη η προσπάθεια των Κούρδων κι όχι στο επίπεδο των αντάρτικων επιχειρήσεων. Την προσπάθεια στηρίζει και η Δύση και το Ισραήλ, επειδή δεν έχουν άλλο έρεισμα στη Συρία.
Αυτός είναι ο λόγος που το βαθύ αμερικανικό κράτος είχε αντιδράσει όταν κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του ο πρόεδρος Τραμπ είχε ανακοινώσει –μετά από συνεννόηση με τον Ερντογάν– την αποχώρηση των Αμερικανών στρατιωτών από τη βορειοανατολική Συρία. Είναι ενδεικτικό ότι τελικώς οι εκεί αμερικανικές δυνάμεις δεν αποσύρθηκαν. Για τον ίδιο λόγο το 2019 η Ουάσιγκτον –υπό την πίεση του Πενταγώνου– είχε συμφωνήσει με την Άγκυρα την από κοινού διοίκηση μίας “ζώνης ασφαλείας”, προκειμένου να αποτρέψει την τουρκική στρατιωτική εισβολή που είχε προαναγγείλει ο Ερντογάν με σκοπό να καταλύσει το πρόπλασμα κουρδικού κράτους. Ρόλο για να συμβεί αυτό είχε παίξει και το Ισραήλ, το οποίο ναι μεν δεν αναμιγνύεται επισήμως, αλλά στην πραγματικότητα θεωρεί ζωτική για τα συμφέροντά του την ίδρυση κουρδικού κράτους και γι’ αυτό παρεμβαίνει παρασκηνιακά προς αυτή την κατεύθυνση.