Αρχαία Ρώμη: Να δω πως βαδίζεις να σου πω την κοινωνική σου θέση
06/02/2025Οι αρχαίοι Ρωμαίοι μπορούσαν να αντιληφθούν μέσω του βαδίσματος το γένος, την ηλικία, την κοινωνική τάξη, ακόμη και τον χαρακτήρα αυτού που περπατούσε. «Κοίταξέ με», γράφει ο Πετρώνιος, «μπορώ να συμπεράνω τον χαρακτήρα κάποιου από το πρόσωπό του και εάν τον έχω δει να περπατά, τότε ξέρω τι σκέφτεται» (Σατυρικό 126).
Για τους αριστοκράτες το βάδισμα έπρεπε να δικαιολογεί την κοινωνική τους θέση. Επομένως, όφειλαν να επιδεικνύουν μέσω του τρόπου βαδίσματος τον αυτοέλεγχο στο ίδιο τους το σώμα· διότι εάν δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν το σώμα τους πώς θα ήταν σε θέση να κυβερνήσουν την πολιτεία; Ο Ρωμαίος αριστοκράτης καθώς κινείται μέσα στην πόλη, στον οίκο ή στους κήπους του δεν πρέπει να βιάζεται αλλά να ελέγχει τις κινήσεις του, βαδίζοντας με μέτριο ρυθμό (όχι υπερβολικά αργό ούτε γρήγορο) και εκπέμποντας γαλήνη, σοφία και αυτοκυριαρχία.
Ο πληβείος Πόπλιος Σερβίλιος Ρούλλος μετά την εκλογή του σε δημόσιο αξίωμα, όπως σχολιάζει ο Κικέρων, φρόντιζε να επιδεικνύει ένα διαφορετικό πρόσωπο, βάδισμα και τόνο ομιλίας (Περί του αγροτικού νόμου 2.13). Ο ίδιος ρήτορας επικεντρώνει συχνά στο πρόσωπο και στο βήμα ως σημεία που μαρτυρούν την προσωπικότητα ενός ατόμου (Υπέρ του Σήστιου 17 «εάν δεν είστε πρόθυμοι, μα τους αθάνατους θεούς, να θυμηθείτε τα εγκλήματα αυτών των ανθρώπων και τα πλήγματα που κατάφεραν στη δημοκρατία μας, θυμηθείτε τουλάχιστον την όψη και το βάδισμά τους’, 105 ‘δημοφιλείς πολιτικοί όπως οι Γράκχοι ήταν αγαπητοί στον λαό χάρη στην όψη, τον τρόπο ομιλίας και βαδίσματος»).
Οι αριστοκράτες είχαν διαρκώς κατά νου να μη περπατούν όπως οι γυναίκες, οι δούλοι ή οι εκθηλυμένοι άνδρες. Οι δούλοι έτρεχαν και ως τρεχάλες παρωδούνται από τους κωμικούς ποιητές. Στην κωμωδία Poenulus “Ο μικρός Καρχηδόνιος” του Πλαύτου κάποιοι ελεύθεροι, που επιδιώκουν ν’ ανέλθουν κοινωνικά, υιοθετούν ένα υπερβολικά αργό βάδισμα και συμβουλεύουν τον ερωτευμένο ήρωα να μη δείχνει βιαστικός και ανυπόμονος. Διόλου τυχαία ο Κοϊντιλιανός που προβαίνει σε σύνδεση μεταξύ θεάτρου και πραγματικής ζωής, επισημαίνει ότι η βιασύνη ταιριάζει σε δούλους και ανθρώπους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων επειδή πρέπει να δώσουν ή να πάρουν, ενώ σε αριστοκράτες η μεγαλοπρέπεια και το “βάρος” (Διδασκαλίες 11.3.112).
Κοινωνική η σωματική στάση
Η αντίληψη ότι οι αριστοκράτες έπρεπε να βαδίζουν αργά και σταθερά δεν ήταν ρωμαϊκή, αλλά υπήρχε και στην αρχαιοελληνική κοινωνία (πρβλ. το ρητό σπεῦδε βραδέως). Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα μιας σωματικής στάσης που απέπνεε ακλόνητη σταθερότητα (constantia) ήταν πολύ πιο κεντρική στη ρωμαϊκή κουλτούρα παρά στην ελληνική. Ας θυμηθούμε ότι η επιλογή της τηβέννου (toga) ως πολιτικού ενδύματος, ενός δηλ. δυσκίνητου ρούχου το οποίο κρατιόταν στη θέση του χωρίς πιάσιμο ή κούμπωμα και απαιτούσε το ένα μπράτσο να βρίσκεται διαρκώς στο πλάι, εμπόδιζε κάθε γρήγορη ή βιαστική κίνηση. Από την άλλη, το νωθρό βάδισμα υποδήλωνε νωθρότητα του νου ή απροθυμία.
Οι εκθηλυμένοι άνδρες βάδιζαν απαλά και λικνιστικά. Βέβαια, το λίκνισμα και η νωχελικότητα ταίριαζαν στις γυναίκες, πλην όμως οι σεβάσμιες έπρεπε να περπατούν απαλά και αέρινα αλλά με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Ο ποιητής Κάτουλλος λέει ότι εύκολα θα αναγνώριζε τη μοιχαλίδα του από το αισχρό της βάδισμα (42.3). Από την άλλη, στο ταφικό επίγραμμα της αριστοκράτισσας Κλαυδίας μαζί με την πίστη και αφοσίωση προς τον άνδρα της, μαζί με το γεγονός ότι υπήρξε καλή οικονόμος και μητέρα, αναφέρεται ο γοητευτικός τρόπος ομιλίας και το ευγενικό βάδισμά της, το οποίο ερμηνεύεται ως χαριτωμένο αλλά με μέτρο (2ος αι. π.Χ., CIL I2 1211).
Περίπου έναν αιώνα μετά, ο Κικέρων περιγράφει ως εξής τον τρόπο ζωής μιας αριστοκράτισσας η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της Κλαυδίας: «εάν κάποια ανύπαντρη γυναίκα κρατά ανοιχτό το σπίτι της στις επιθυμίες καθενός … περπατά και στολίζεται πρόστυχα, κοιτάζει λάγνα, μιλά με ελευθερία, αγκαλιάζει, φιλά, διοργανώνει συμπόσια, πάρτυ στην παραλία και σε ιστιοπλοϊκά, δεν είναι απλώς μία εταίρα αλλά μια ξεδιάντροπη και ακόλαστη εταίρα» (Υπέρ του Καίλιου 49).
Ως προς τις κινήσεις και τη συμπεριφορά ο άνδρας έπρεπε να είναι αυστηρός, η γυναίκα απαλή· πλην όμως και οι δύο να διακατέχονται από αιδώ (pudicitia). Ο Οβίδιος αποδίδει στο βάδισμα ένα μεγάλο μέρος της γυναικείας γοητείας. Το περπάτημα μιας γυναίκας πρέπει να είναι χαριτωμένο, αλλά όχι επιδεικτικό. Στην Τέχνη του Έρωτα 3.297-306 ο ποιητής προσφέρει την πιο περίπλοκη σωζόμενη περιγραφή για το ορθό θηλυκό βάδισμα: ούτε άξεστο με μεγάλες δρασκελιές ούτε πολύ λικνιστικό και αεράτο.
Βέβαια, όλα αυτά συνέβαιναν όσο η πολιτεία και οι πολίτες τηρούσαν τις πατροπαράδοτες αρετές. Την εποχή που η Ρώμη είχε γίνει κοσμοκράτειρα, ο πλούτος έρρεε άφθονος και τα ήθη είχαν χαλαρώσει, ο Σενέκας δεν δίσταζε να στηλιτεύσει την αβροδίαιτη συμπεριφορά των πλουσίων, όπως αυτή αποτυπωνόταν και στον τρόπο βαδίσματος: «Με την απαλότητα και στιλπνότητα του κορμιού μας, εμείς οι άνδρες έχουμε ξεπεράσει τη γυναικεία περιποίηση. Φοράμε πορνικά χρώματα που οι αξιοσέβαστες γυναίκες δεν φορούν. Με ντελικάτο και απαλό βήμα περπατάμε στα δάχτυλα των ποδιών μας· δεν βαδίζουμε αλλά κάνουμε παρέλαση» (Φυσικές Έρευνες 7.31.2).
Και μαθήματα βαδίσματος
Εάν ο ορθός τρόπος βαδίσματος δεν ήταν έμφυτος, τότε ήταν σίγουρα αποτέλεσμα διδαχής. Η προσπάθεια εκπαίδευσης που καταβαλλόταν ώστε οι νεαροί αριστοκράτες να μάθουν να περπατούν σωστά, δείχνει την επίγνωση που υπήρχε στην κοινωνία ότι ένα φαινομενικά φυσικό γνώρισμα αποτελούσε στην πραγματικότητα μία επίκτητη ικανότητα. Ως κληρονομικό το μεγαλόπρεπο βήμα υποδήλωνε μία σπουδαία καταγωγή. Π.χ. ο γιος της Κλεοπάτρας Καισαρίων έμοιαζε με τον πατέρα του Καίσαρα όχι μόνο στην όψη αλλά και στον τρόπο βαδίσματος (Σουητώνιος, Ιούλιος 52.2).
Την ίδια κοινωνική αντίληψη μεταφέρει ο Σενέκας επί σκηνής όταν βάζει την Ανδρομάχη να επισημαίνει ότι ο Αστυάνακτας έχει κληρονομήσει στοιχεία του πατέρα του Έκτορα όπως τη σοβαρή έκφραση προσώπου, τα μαλλιά, το βάδισμα, κ.ά. (Τρωάδες 464-8).
Μπορούσε κανείς να μιμηθεί ή να υιοθετήσει το βάδισμα άλλου· πόσο μάλλον εάν ο μιμούμενος ήταν θεός. Έτσι, για να παρουσιαστεί ο θεός Έρωτας μεταμορφωμένος σε γιο του Αινεία, έπρεπε ν’ αποβάλει προς στιγμήν τα φτερά του και να υιοθετήσει το βάδισμα του Ασκάνιου (Βιργίλιος, Αινειάς 1.689-90). Ο Μορφέας ήταν ικανός να εμφανίζεται σε όνειρα, παίρνοντας οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή. Ο Οβίδιος αποδίδει τη συγκεκριμένη ικανότητα του θεού στην εξαιρετική ευφυΐα που τον διέκρινε, η οποία του επέτρεπε να μιμείται το βάδισμα, την όψη και τον τρόπο ομιλίας κάποιου (Μεταμορφώσεις 11.635-6).
Τέλος, αρκετά κύρια ονόματα Ρωμαίων σχετίζονται με το πόδι ή το βάδισμα, παραπέμποντας σε ανάλογες σωματικές ή ψυχικές ικανότητες (π.χ. Atta = αυτός που περπατά στις μύτες των ποδιών, Plautus = ο πλατυπόδης, Scaurus και Varus = στραβοπόδης, Agilis, Celer και Velox = ευκίνητος, γρήγορος, Lentulus = κάπως αργός).