Η ηφαιστειακή έκρηξη στη Σαντορίνη γκρεμίζει τον Μινωικό Πολιτισμό
05/02/2025Από τη στιγμή που οι Μινωίτες πήραν τα φώτα της κατεργασίας μετάλλων απ’ την Ανατολή, πολλαπλασίασαν την ποικιλία εργαλείων και όπλων, δίνοντας ώθηση στις παραγωγικές βιοτεχνικές μονάδες (οικιακές ή εργαστηριακές), που επεξεργάζονταν άφθονο υλικό βυρσοδεψίας, υφαντουργίας και ξυλουργίας ή μεταλλουργίας και αγγειοπλαστικής, αντίστοιχα.
Ο καταμερισμός της εργασίας, η ειδίκευση, είχε ήδη ξεκινήσει απ’ τα εργαστήρια, που έκαναν θαύματα στην κατασκευή και ειδών πολυτελείας ακόμα εξελίσσοντας παράλληλα την οικονομική δραστηριότητα στον τομέα της αρωματοποιίας (σε υποτυπώδη μορφή), μετά την επαφή των Κρητών με χώρες της Αφρικής και της Ανατολής για παραγωγή αιθέριων ελαίων βάσει της Χημείας.
Έτσι από το 2.000 μέχρι το 1450 π.Χ. (έτος εκδήλωσης καταστροφικού σεισμού που ισοπέδωσε τα μινωικά ανάκτορα – πλην εκείνου της Κνωσού – και οδήγησε στην εξαφάνιση του μινωικού πολιτισμού), στην Κρήτη άνθιζε η οικονομία και μαζί της πολλές μορφές Τέχνης σε αξιοθαύμαστο βαθμό.
Τα αγγεία από πηλό ή πέτρα, τα κοσμήματα και οι τοιχογραφίες στο ανάκτορο της Κνωσού (που παριστάνουν, συνήθως, θρησκευτικές ή τελετουργικές πομπές και ειδυλλιακά τοπία με πυκνή βλάστηση, ύπαρξη ζώων και θαλασσίων ειδών) είναι εξαίρετα δείγματα τα οποία διασώζονται από εκείνη την εποχή.
Ειδικά τα αγγεία της Μινωικής Κρήτης είναι ασύγκριτα, είτε αυτά που κατασκευάστηκαν στα εργαστήρια των ανακτόρων της Κνωσού και της Φαιστού είτε τα Καμαραϊκά στο Τυμπάκι Ηρακλείου, που πήραν το όνομά τους από το σπήλαιο των Καμάρων όπου βρέθηκαν.
Αγγεία για τελετουργία με πολύπλοκα καμπυλόγραμμα σχέδια, όπου κυριαρχούν οι αναπαραστάσεις κυνηγιού του μινωικού ταύρου, αλλά και μινωικά ειδώλια γυναικών ή σύμβολσ (βλ. ”Θεά των Όφεων”, προπομπό της κρητικής Ρέας), ανδρών και ζώων, όπως και σφραγίδες από ελεφαντόδοντο και ημιπολύτιμους λίθους με εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια.
Η Κατάρρευση της Μινωικής Κρήτης
Η περίοδος ακμής, ωστόσο, της μινωικής αγγειογραφίας και πλαστικής τερματίστηκε απότομα λόγω του καταστροφικού σεισμού το 1450 βάζοντας τέλος στους αιώνες άνθισης του μινωικού πολιτισμού (3000-1450 π.Χ.). Του σεισμού είχε προηγηθεί, σημειωτέον, η καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη κατά την Υστεροκυκλαδική περίοδο (1600 – 1100 π.Χ στη νήσο Στρογγύλη του συμπλέγματος Μεγίστης/Καστελορίζου), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της καλδέρας της Σαντορίνης και την καταστροφή του προϊστορικού πολιτισμού του νησιού.
Σημειωτέον, επίσης, ότι η ηφαιστειακή έκρηξη – που εκτιμάται ότι έγινε το 1500 π.Χ. – ήταν τόσο τρομερή, που η τέφρα της περιφερόταν για καιρό στην ατμόσφαιρα, ενώ είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός και ο βρόντος της είχε φτάσει στη σημερινή Υεμένη.
Όπερ σημαίνει ότι η Μινωική Κρήτη είχε σκεπαστεί από τέφρα, ενώ – όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα – κατακλύστηκε από παλιρροϊκό κύμα η βόρεια ακτή της. Έτσι εξηγείται γιατί καταστράφηκαν αιφνιδιαστικά τότε όλες οι σοδειές και η κτηνοτροφία στο νησί, εξασθένησαν οι αντιστάσεις των Κρητών και αυτοί τελικά υποτάχθηκαν στους Μυκηναίους.
Στους Μυκηναίους οι οποίοι – μετά την εγκατάστασή τους – κυριάρχησαν στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Χανιά, χωρίς όμως να εξοντώσουν τον πληθυσμό με τον οποίο τους συνέδεε ”το ὅμαιμον, το ὁμόγλωσσον, το ὁμόθρησκον και το ὁμότροπον” του Ηροδότου.
Τα περισσότερα έργα Τέχνης εκείνης της περιόδου, τα οποία έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Κρήτη, προέρχονται κυρίως από εργαστήρια της Κεντρικής και Ανατολικής περιφέρειας.
Μυκηναϊκή Εποχή και Μετάβαση
Περιοχές που ήταν οι μόνες οι οποίες… ”σήκωσαν κεφάλι” δημιουργικότητας μετά το 1450 και – παρά την εξασθένηση της πολιτικής και διοικητικής οργάνωσης λόγω του προηγηθέντος σεισμού στην Κρήτη – εξακολουθούσαν (υπό την κατοχή των Μυκηναίων, πλέον) να απογειώνουν τη βιοτεχνική παραγωγή στην Κρήτη.
Αυτό μέχρι το 1370 π.Χ., οπότε καταστράφηκε οριστικά το ανάκτορο της Κνωσού, τα εργαστήρια του οποίου ήταν η βασική πηγή τροφοδότησης γνωστών έργων Τέχνης προς την υπόλοιπη Ελλάδα και την Ανατολή.
Η Κρήτη έγινε επαρχία του μυκηναϊκού κόσμου διαχέοντας σε αυτόν πολλά από τα χαρακτηριστικά του μινωικού πολιτισμού σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε Γεωμετρική (1100/1050-760/700) και σφραγίστηκε πληθυσμιακά με την κάθοδο των Δωριέων (1100 π Χ) από τη ΒΔ Ελλάδα προς την νότια (Θεσσαλία-Στερεά-Πελοπόννησο, μέχρι τη Λακωνία).
Εποχή κατά την οποία είχαμε κλειστή αγροτική οικονομία με πηγή ανάπτυξης τη γη (γεωργία, κτηνοτροφία) και περιορισμένη την εργασιακή ειδίκευση (λίγοι οι τεχνίτες, ενώ απουσίαζε παντελώς η εξωστρεφής βιοτεχνική ανάπτυξη (”κλειστές” βιοτεχνίες), γιατί μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης έγινε ο οίκος (το σπίτι).
Αποτέλεσμα αυτού ήταν όλα τα προϊόντα να παράγονται και να καταναλώνονται στο πλαίσιο αυτού, τον έλεγχο του οποίου είχε ο επικεφαλής της οικογένειας μαζί με όλα τα συγγενικά του πρόσωπα, στην υπηρεσία των οποίων ήταν οι εξαρτώμενοι οικονομικά ελεύθεροι και δούλοι.
Αξίζει να σημειώσουμε, τέλος, ότι η εποχή αυτή σημαδεύτηκε, επίσης – σε επίπεδο Τέχνης – κι από την επικράτηση των γεωμετρικών μοτίβων (σ.σ: στα αγγεία οι Κρήτες ζωγράφιζαν γεωµετρικά σχήµατα, όπως ο αρχαίος ελληνικός μαίανδρος κλπ).
Δεδομένων τούτων, θα περίμενε κανείς τη διεύρυνση του μυκηναϊκού πολιτισμού απ’ τη στιγμή που είχε συμπεριλάβει στοιχεία του Μινωικού (ο οποίος είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης και καλλιτεχνικής παραγωγής) και του πολιτισμού των Δωριέων, φτωχότερου έναντι των άλλων δύο. Ωστόσο δε συνέβη αυτό. Αντίθετα…
Εκατό χρόνια πριν την κάθοδο των Δωριέων – κάπου γύρω στο 1200-1100 π.Χ. – άρχισε να εκδηλώνεται η παρακμή των μυκηναϊκών κέντρων. Παρακμή που μεγάλωνε προϊόντος του χρόνου, με αποτέλεσμα να βυθιστεί για 300 χρόνια (”Ελληνικός Μεσαίωνας – Σκοτεινοί Χρόνοι”) σε τέλμα όλη η Ελλάδα πολιτιστικά, σε βαθμό που να μη χρησιμοποιείται ούτε η γραφή. Αιτία για την οποία τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι λιγοστά.
Τελικά από το 800 π.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται και πάλι η γραφή. ”Επικαιροποιήθηκε” – σε επίπεδο θρησκείας – το Δωδεκάθεο του Ολύμπου και άρχισαν να λειτουργούν τα ιερά, ενώ συγγράφηκαν απ’ τον Όμηρο τότε τα περίφημα ”Ομηρικά έπη”.
Είχαμε μπει ήδη στην Αρχαϊκή Εποχή (800 -500 π.Χ.: α. Κλασική, 490/80-450 π Χ, β. Μέση Κλασική, 450-400 π.Χ. και γ. Ύστερη Κλασική: 400-380 π.Χ.]). Εποχή που τοποθετείται χρονολογικά το 700 με 508 π.Χ. – χρονιά θεμελίωσης στην Ελλάδα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας από τον Κλεισθένη (508-507 π.Χ.) – ενώ κάποιοι προσδιορίζουν το τέλος της το 490/480 π.Χ. (Α’ & Β’ Περσικός Πόλεμος, ελληνικές νίκες στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, αντίστοιχα).