“Grand Tour”: Μία άνιση βραβευμένη ταινία με θαυμάσια φωτογραφία
04/02/2025Δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να γράψω κάτι γι’ αυτήν την ταινία, μήπως και την αδικήσω. Δυσαρεστημένος σε γενικές γραμμές, ως προσωπική εμπειρία και θέαση (που στη βάση του είναι το σινεμά, δηλαδή η αίθουσα και η εμπειρία της μεγάλης οθόνης), ως γεγονός, που μου άφησε γεύση ανάμεικτη, συναισθήματα κούρασης, απορίας ή αδιαφορίας, κάπου-κάπου, και, εξαιρετικής περιέργειας ή οπτικής απόλαυσης.
Το βραβευμένο με το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες (καταλαβαίνεις σε αρκετά σημεία γιατί) Grand Tour, του πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες, σε συνεπαίρνει στιγμές και στιγμές για τους λάθος λόγους. Παραμένει εξαιρετικής συλλήψεως στο σύνολο, χωρίς, όμως, ένα πειστικό συνολικό επιχείρημα για το αφήγημα, ένα αφήγημα, που στέκεται συναρπαστικό μόνο στο δεύτερο μισό της ιστορίας, που αφορά το ταξίδι και το οδοιπορικό της ερωτευμένης γυναίκας της ιστορίας.
Ας τα πάμε, όμως, από την αρχή: Η ταινία μας αφηγείται μία αλλόκοτη συνθήκη μεταξύ δύο ανθρώπων στις αρχές του 20ου αιώνα. Ενός Άγγλου (που μιλάει πορτογαλικά όπου βρίσκεται! – όλοι οι Άγγλοι της ιστορίας μιλούν πορτογαλικά), του Έντουαρντ (Gonçalo Waddington), υπαλλήλου, αξιωματούχου, της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (το 1917) στη Βιρμανία, στην πρωτεύουσα Ρανγκούν, ο οποίος και ετοιμάζεται να παντρευτεί τη Μόλλυ (Crista Alfaiate), μία επίσης Αγγλίδα (επίσης μιλάει πορτογαλικά), με την οποία και ήταν αρραβωνιασμένος για επτά χρόνια.
Την ημέρα του γάμου του φεύγει (το σκάει) από τη Ρανγκούν (όπου υποτίθεται θα γίνει ο γάμος) και αρχίζει ένα οδοιπορικό στην Ανατολική Ασία. Περνάει από Μπανγκόκ, Σαϊγκόν, Μανίλα, Οσάκα μέχρι τη Σανγκάη και το Θιβέτ, βουνά και χωριά, συναντάει όλη την κουλτούρα, καθημερινότητα, θρησκευτικότητα, τραγούδι, χορό, ήθη και έθιμα της Ανατολικής Ασίας. Επιπλέον, μία φωνή (voice over), σε τρίτο πρόσωπο, ακολουθεί τα χνάρια του ήρωα, περιγράφει τα συναισθήματά του, αφοπλίζει με την ειλικρίνειά της.
Παράλληλα, εμπλέκεται (αυθαίρετα) το παρελθόν με το παρόν. Με έναν τρόπο που κάποιες φορές ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει με έγχρωμο οπτικό τρόπο, ενώ στο σύνολό της η ταινία παραμένει ασπρόμαυρη. Παρόλα αυτά, πολλές σκηνές που σκιαγραφούν, επίσης, το παρόν, είναι κι αυτές ασπρόμαυρες, ώστε να μη γίνεται σαφές πότε χρησιμοποιεί το χρώμα ο σκηνοθέτης και γιατί.
“Gran Tour”
Εμπλέκονται εξαιρετικά κλασικά μουσικά σύνολα, βαλς, όπερα, τζαζ, ορχήστρες και τραγούδια έντονα, χορευτικά, που απογειώνουν ορισμένες σκηνές, ή ευφάνταστα πλάνα. Η ταινία στηρίζεται εν γένει στη μουσική της επένδυση, που μεταμορφώνει την ταινία θετικά. Η σκηνή με τα μηχανάκια και την κλασική μουσική βαλς, σα χορογραφία σε μία (εδώ ασπρόμαυρη) σύγχρονη και μελαγχολική πραγματικότητα, μία ζούγκλα με τις μηχανές, σαν σύγχρονα άλογα, που κατακλύζουν μια μεγαλούπολη όπως είναι π.χ. η Σανγκάη, όπου λαμβάνει χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό.
Η πλοκή εμπλουτίζεται με τη Μόλλυ, που εμφανίζεται στο δεύτερο μισό της αφήγησης και πλέον ο Έντουαρντ εξαφανίζεται από το κάδρο (δεν θα τον ξαναδούμε). Μία νέα φωνή (voice over), σε τρίτο πρόσωπο, γυναικεία αυτή τη φορά, θα συνοδεύει, εξηγεί, παρακολουθεί και περιγράφει τις στιγμές και τα συναισθήματα της ηρωίδας. Πλέον η αφήγηση επικεντρώνεται στον χαρακτήρα της Μόλλυ, την ερωτευμένη γυναίκα που ακολουθεί κατά πόδας τα βήματα του αγαπημένου της στα βάθη της Ανατολικής Ασίας, με ένα ερωτικό πείσμα και μία άλλη τροπή στο δικό της οδοιπορικό. Οι δικές της περιπέτειες είναι περισσότερο ευφάνταστες, γλυκόπικρες, πιο ζωντανές και δημιουργικές από ό,τι έως τότε παρακολουθούσαμε.
Η ταινία έχει γενικά έναν αργό ρυθμό, ενώ το πρώτο μέρος που αφορά την περίπτωση του Έντουαρντ θα μπορούσε να περικοπεί κατά το ήμισυ σε διάρκεια, καθώς μόνο η περίπτωση της Μόλλυς έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον. Κι αυτό επειδή εκείνη έχει το πρόβλημα στην αφήγηση, εκείνη έχει το επιχείρημα για να τρέξει, να ταξιδέψει, να ανατρέψει έντονα αυτό που της συμβαίνει, να βρει τη λύση για το πρόβλημα. Ως χαρακτήρας, η Μόλλυ, έχει ξεκάθαρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με ξεκάθαρο στόχο, ουσία και ζωντάνια. Το δικό της ταξίδι είναι ένα ταξίδι με νόημα, το ταξίδι του Έντουαρντ είναι χωρίς στόχο και χωρίς ουσιαστικό νόημα, ένα ταξίδι στο διηνεκές, χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Καλύτερα να μην μας εξηγούσε η αφήγηση – δεν μας εξήγησε επί της ουσίας – γιατί τρέχει να ξεφύγει ο Έντουαρντ από τη Μόλλυ, τι τον ενοχλεί, γιατί δραπετεύει από μία σχέση επτά ετών και γιατί εγκαταλείπει τα πάντα για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό και χωρίς γυρισμό. Όπως και να έχει, ακριβώς αυτή η θολή τροπή του χαρακτήρα του Έντουαρντ, σε ένα άνευ ουσιαστικού λόγου οδοιπορικό, είναι που λειτουργεί στο πρώτο μέρος της ταινίας οριακά κουραστικά, αδιάφορα, ή χωρίς σκοπό.
Τα μείον του “Grand Tour”
Εικόνες στις εικόνες, εναλλαγές τοπίων και πόλεων, χωριών, εθίμων, χωρίς ουσία, χωρίς κάτι ξεκάθαρο στον ορίζοντα. Μία φιγούρα που μελαγχολεί για να μελαγχολεί, που ο ενορχηστρωτής σκηνοθέτης μοιάζει να την εκμεταλλεύεται επειδή απολαμβάνει να χτίζει ενδιαφέρουσες mise-en-scène, σαν μία συνολική οπτική απόλαυση που μπλέκει ευφάνταστα το παρελθόν, το παρόν, την ιστορικότητα του μέσου, την λογοτεχνική παρουσία (Σόμερσετ Μομ), τη μουσική ιστορία.
Αυτό γενικότερα αλλάζει με την είσοδο της Μόλλυ στην ταινία. Σ’ εκείνο το σημείο, επιτέλους, η ταινία αποκτά σαφή υπόσταση, αλλά η (συνολικότερη) ζημιά έχει γίνει, η ταινία έχει ήδη κουράσει. Και για να προλάβω τους αυστηρούς σινεφίλ, δεν είναι θέμα μύησης σινεφίλ θεατών σε αυτού του είδους τα θεάματα. Το κοινό – και δεν πρέπει να το ξεχωρίζεις – και η εποχή έχουν αλλάξει. Το κοινό είναι πιο παρατηρητικό, αναπάντεχα σινεφιλικό, πιο απαιτητικό στην ισορροπία των αφηγήσεων, χωρίς υπερβολικές μονομανίες που παρατηρούνται εδώ.
Δεν γνωρίζω τι ακριβώς είχε στο νου του ο σκηνοθέτης, αλλά στο πρώτο μισάωρο πελαγοδρομεί σε μία γενικότερη ιδέα ενός οδοιπορικού σε όμορφα, κατά τα άλλα, τοπία, ιστορικά συγκείμενα, ήθη και έθιμα, ενός ενδιαφέροντα κόσμου, κάτι σαν ένα σύγχρονο οριενταλισμό – η ματιά, η οπτική του δυτικού ανθρώπου προς έναν κόσμο που πιστεύει ότι τον καταλαβαίνει, ότι οριακά τον ορίζει ή τον επηρεάζει. Η ταινία ταυτόχρονα εμπλέκει με αναφορές τον βωβό κινηματογράφο της εποχής που υποτίθεται ότι εξελίσσεται η πλοκή, ενώ η φωτογραφία της ταινίας ξεχωρίζει, με το ασπρόμαυρο να κυριαρχεί έξοχα.
Η σύνθεση των κάδρων είναι πάντοτε πλούσια και προσεχτική, ακόμα και αν φαίνεται έντονα, ίσως επίτηδες, η χρήση του στούντιο για πολλές σκηνές – το φίδι που περνάει δίπλα από τις ράγες, εκεί που έχει κάτσει ο πρωταγωνιστής Έντουαρντ, και πίσω το γερμένο, μισοκατεστραμμένο βαγόνι που αχνίζει. Αρκετά τα κλειστά κάδρα, ενώ μοτίβα ξενίζουν ή προβληματίζουν, όπως ο περίεργος τρόπος που γελάει η Μόλλυ, αρχικά ενοχλητικός, που όμως τον συνηθίζεις.
Η ταινία έχει μία άνιση κατανομή αφήγησης, παρόλες τις κατά φορές ευφάνταστες συνθέσεις τοπίων, ανθρώπων, μουσικών και συναισθηματικών εξάρσεων, ενός μυθιστορηματικού κόσμου. Δύσκολα ταυτίζεσαι με τους χαρακτήρες ή με την εποχή, που δεν είναι ακριβώς η εποχή το θέμα. Το παρόν και το παρελθόν συμπλέκονται, σε έναν κόσμο που μάλλον ο σκηνοθέτης παρατηρεί ταυτόχρονα το ιστορικό της ύφος, το σήμερα, το αύριο, το χτες, να εξελίσσονται παράλληλα.
Κατά τα άλλα, άψογο το τέλος, που καταφέρνει ο σκηνοθέτης αφοπλιστικά να εμπλέξει τον μύθο της ταινίας με την ίδια την κατασκευή της ταινίας: η Μόλλυ σηκώνεται αφού έχει πεθάνει, τα φώτα στο στούντιο προβάλλονται, οι τεχνικοί πίσω από αυτά επίσης, μία ταινία μέσα στην ταινία, ένας μύθος μέσα στον μύθο, στοιχεία που εξιτάρουν το όλον, αν και μένει κάπως μετέωρο το όλο εγχείρημα.