ΑΝΑΛΥΣΗ

Η ενεργειακή μετάβαση στην Κύπρο – Μύθοι και πραγματικότητες

Ενεργειακή μετάβαση – Μύθοι και πραγματικότητες. Ηλιάδης Παντιάς

Ο τομέας της Ενέργειας είναι εκ φύσεως πολύπλοκος και δυσνόητος. Στη δημόσια συζήτηση γύρω από τα ενεργειακά εγείρονται ζητήματα που αφορούν στην παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή, την ισορροπία των ηλεκτρικών συστημάτων, τον ανταγωνισμό, ευρωπαϊκές πολιτικές και σωρεία εξειδικευμένων όρων, νομικών, οικονομικών ή τεχνικών που είναι δυσνόητοι ή ακατανόητοι στον καταναλωτή. Πόσο μάλλον εάν η ενημέρωση είναι αποσπασματική, επιφανειακή και ενίοτε επικοινωνιακού ή ειδησεογραφικού χαρακτήρα.

Εκείνο, όμως, που καταλαβαίνει πολύ καλά ο καταναλωτής είναι ότι πληρώνει πανάκριβους λογαριασμούς ηλεκτρισμού και καλείται να επωμισθεί το βάρος λανθασμένων αποφάσεων και χειρισμών, παραλείψεων ή αστοχιών της κάθε εξουσίας, Εκτελεστικής, Νομοθετικής ή άλλης.

Όταν λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η Πολιτεία επιδίωξε τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά ηλεκτρισμού, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ), με απόφαση της το 2014, απέκλεισε την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) από την αγορά Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) λόγω της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά ενέργειας.

Στην πραγματικότητα της ανεστάλη η δυνατότητα εκμετάλλευσης ΑΠΕ μέχρι να υποβάλει Σχέδιο διείσδυσης στην αγορά. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει άδειες για δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων, οι οποίες προορίζονταν για ιδιώτες.

Ενεργειακή μετάβαση σε περιβάλλον ολιγοπωλίου

Όταν η ΑΗΚ επανήλθε το 2023, η ΡΑΕΚ αναθεώρησε την απόφαση της και της επέτρεψε να λειτουργήσει δικές της εγκαταστάσεις. Τώρα, όμως, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξεύρεση κατάλληλων τεμαχίων γης αφού όσα ήταν κατάλληλα αγοράσθηκαν ήδη από ιδιώτες. Παρόλο που το ζητούμενο ήταν η δημιουργία συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού η απόφαση της ΡΑΕΚ δημιούργησε εκ των πραγμάτων οικονομικό περιβάλλον ολιγοπωλίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Και εφόσον επικρατεί περιβάλλον ολιγοπωλίου οι στρεβλώσεις δεν λείπουν. Ιδιώτες που εξασφάλισαν άδειες εγκατάστασης φωτοβολταϊκών και δεν προχώρησαν σε υλοποίηση, επιδίωξαν να τις εμπορευθούν σε τιμές πολλαπλάσιες της τιμής αγοράς τους. Υπήρξε περίπτωση όπου άδεια προσφέρθηκε για πώληση σε τιμή 140 φορές υψηλότερη απ’ ό,τι αγοράσθηκε. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει κατ’ αναλογία και με τεμάχια γης ή φωτοβολταϊκά πάρκα.

Η Κύπρος δεν διαθέτει πρωτογενείς πηγές ενέργειας για αυτό και η παραγωγή ηλεκτρισμού από την ΑΗΚ βασίζεται σε εισαγόμενα καύσιμα, κυρίως μαζούτ. Ταυτόχρονα, λόγω ευρωπαϊκών υποχρεώσεων η Κύπρος δεσμεύεται σε ποσοστό χρήσης ΑΠΕ, τουλάχιστον στο 23% μέχρι το 2030. Η διείσδυση ΑΠΕ στην ενεργειακή παραγωγή είναι της τάξης του 21.5%.

Η ΑΗΚ υποχρεούται στη χρήση ΑΠΕ αλλά αφού δεν μπορούσε να παράξει την ενέργεια που χρειαζόταν έπρεπε να την αγοράσει στην ελεύθερη αγορά από ιδιώτες παραγωγούς. Και αφού επικρατεί ολιγοπώλιο αγόραζε και αγοράζει σε πολλαπλάσια τιμή απ’ ό,τι εάν την παρήγε η ίδια. Το κόστος φωτοβολταϊκής παραγωγής μίας κιλοβατώρας (Kwh) τιμάται στα 5 σέντ €. Οι ιδιώτες παραγωγοί πωλούν σε μεγάλους καταναλωτές, της ΑΗΚ συμπεριλαμβανομένης, γύρω στα 20-22 σέντ€/Kwh. Η ΑΗΚ χρεώνει τους συνδρομητές της γύρω στα 24 σέντ €/Kwh.

Τα υπερκέρδη που πραγματοποιούνται λόγω ολιγοπωλίου αφορούν στην εκμετάλλευση του μεριδίου χρήσης από ΑΠΕ. Το υπόλοιπο 78.5% αφορά συμβατική παραγωγή ενέργειας. Αν και η τιμή του ηλεκτρισμού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την τιμή του καυσίμου, το κύριο πρόβλημα στην ψηλή τιμή του ηλεκτρισμού είναι το κόστος των ρύπων που εκτοξεύει την τιμή του. Η αγορά δικαιωμάτων εκπομπών από το Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων (ΕΧΡ) στοιχίζει στην Κύπρο περί το € 1 εκατομμύριο ημερησίως με ανοδική τάση.

Απαλλαγή από τους ρύπους σημαίνει μείωση κόστους της τάξης του 29%. Μη αποκλεισμός της ΑΗΚ από την αγορά ΑΠΕ θα σήμαινε χαμηλότερο κόστος παραγωγής και όφελος υπέρ του καταναλωτή κατά περίπου 10%. Τώρα το όφελος μένει στο ολιγοπώλιο. Δραστική δε, μείωση του ΦΠΑ από 19% θα χαμηλώσει αισθητά την τιμή του ηλεκτρισμού.

‘‘Ο ρυπαίνων πληρώνει’’

Βασικές αρχές της φιλοσοφίας του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών είναι ότι, ‘‘ο ρυπαίνων πληρώνει’’, το κόστος δεν μετακυλείται στον καταναλωτή και τα έσοδα επενδύονται για μείωση των ρύπων στην παραγωγή ενέργειας. Στην Κύπρο το κόστος το επωμίζεται ο καταναλωτής, ενώ μικρός αριθμός ιδιωτών παραγωγών αποκομίζει σημαντικά κέρδη από την εκμετάλλευση ΑΠΕ. Ο απλός καταναλωτής εκτός από πανάκριβους λογαριασμούς ηλεκτρισμού δεν βλέπει κανένα όφελος.

Το σύστημα των ρύπων λειτουργεί τιμωρητικά και αναποτελεσματικά αφού οι ρύποι δεν παύουν να εκπέμπονται αλλά εξαγοράζονται με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αντί να πληρώνονται ατελέσφορα όλα αυτά τα χρήματα για αγορά δικαιωμάτων θα μπορούσαν κάλλιστα να επενδύονταν απ’ ευθείας για εκσυγχρονισμό όλων των ηλεκτροπαραγωγών σταθμών. Θα ήταν λιγότερο δαπανηρό και θα αποτελούσαν εξαιρετικές, παραγωγικές εθνικές επενδύσεις γενικού οφέλους. Και με τις εξοικονομήσεις θα χρηματοδοτούνταν ανώδυνα και άλλες περιβαλλοντικές ή συναφείς πολιτικές.

Από τους ρύπους ωφελούνται τα ταμεία των Βρυξελλών μέσω του ΕΧΡ, (σύστημα ρύπων), το κράτος που εισπράττει ΦΠΑ και ο καταναλωτής, τίποτα. Το σύστημα ρύπων όπως εφαρμόζεται, λειτουργεί ως ένα ευφάνταστο μέσο είσπραξης εκατομμυρίων από τα κράτη μέλη για αγορά ρύπων. Με απλά λόγια, πρόκειται περί φορολογίας. Φορολογίας μάλιστα η οποία όταν καταλήγει στον καταναλωτή υπόκειται και σε ΦΠΑ.

Η Κύπρος είναι απομονωμένη αγορά, αποκομμένη ενεργειακά, νησί με τις δικές του ιδιαιτερότητες και εν πάση περιπτώσει δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία. Αυτά πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη και ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου ο ρόλος του συστήματος ρύπων εξαντλείται στο να είναι μέρος μιας αχρείαστης διαδικασίας.

Η ΑΗΚ καλείται να αντιμετωπίσει και την πρόκληση της προσαρμογής των σταθμών της στη λειτουργία με φυσικό αέριο, όπως και της παντελούς έλλειψης υποδομών αποθήκευσης ηλεκτρισμού. Είναι επίσης και το μεγάλο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας με τις δικές του οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές προκλήσεις το οποίο παγώνει.

Περιορισμένες οι δυνατότητες των ΑΠΕ

Εν τω μεταξύ, όλο και περισσότερο αναδεικνύονται οι περιορισμένες δυνατότητες προμήθειας από ΑΠΕ, αφού βασίζεται στις καιρικές συνθήκες με μεταβλητότητα παραγωγής και αδυναμία κάλυψης αυξημένης ζήτησης, όταν προκύπτει, και επομένως η συνέχιση συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής είναι απαραίτητη και επιβεβλημένη. Ως έχουν τα πράγματα σήμερα το κόστος της ενεργειακής μετάβασης το επωμίζεται ο καταναλωτής, ο οποίος καλείται να πληρώνει το κόστος των ρύπων και όλα τα λάθη, τις αστοχίες, τις στρεβλώσεις ή τις σκοπιμότητες του συστήματος χωρίς όφελος.

Είναι προφανές ότι αυτό το οικονομικό περιβάλλον όπως λειτουργεί δημιουργεί υπερκέρδη για λίγους ιδιώτες παραγωγούς ΑΠΕ, οι οποίοι είναι και οι μόνοι κερδισμένοι από την ενεργειακή μετάβαση, χωρίς κανένα επιμερισμό κόστους για τους ρύπους ή άλλη ανάληψη βάρους. Η κοινωνική συνοχή βάλλεται, οι ανισότητες διευρύνονται, η ποιότητα ζωής υποβαθμίζεται και η Πολιτεία οφείλει να παρέμβει διορθωτικά και αυτό απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και διεκδικητική ηγεσία.

Σήμερα υπάρχει γνώση, εμπειρία και πειστικά επιχειρήματα και επιβάλλεται επαναξιολόγηση της ενεργειακής μετάβασης. Η παρούσα κατάσταση είναι απαράδεκτη και εξουθενωτική για την Κύπρο, την οικονομία της και τον Κύπριο πολίτη.

 


 

‘‘Μην πιστεύτε ό,τι σας λένε. Να εξετάζετε τα πάντα’’, Υπατία η Αλεξανδρινή ( 370 – 415 μ.Χ.).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx