Γιατί η ελληνική αποτροπή κατάντησε πουκάμισο αδειανό
15/03/2025
Η θεωρία της αποτροπής είναι ένα τεράστιο θέμα που υποστηρίζεται από μια ογκώδη βιβλιογραφία, με έργα μερικών από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς διανοούμενους. Επιγραμματικά, αποτρέπω τον αντίπαλο όταν τον πείθω ότι θα καταβάλει πολύ μεγαλύτερο τίμημα αν προσφύγει στην ένοπλη βία, από το οποιοδήποτε προσδοκώμενο όφελος. Το κλειδί για τον ορθό ορισμό της αποτροπής είναι η απειλή χρήσης βίας – όχι η πραγματική της εφαρμογή. Με αυτή την έννοια η αποτροπή υπήρχε πάντοτε, όμως απέκτησε ολόκληρη θεωρία μετά το 1945.
Όταν εμφανίστηκαν τα πυρηνικά όπλα, το μόνο θετικό όφελος φάνηκε να είναι η απειλή να προσβληθούν από τέτοια όπλα, που θα έπειθε τους πιθανούς επιτιθέμενους να συγκρατηθούν. Η εμμονή με την αποτροπή, που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και κυριάρχησε στη στρατηγική συζήτηση στη Δύση —τότε που ήταν δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλο ρόλο για τα πυρηνικά όπλα —συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η αποτροπή ωστόσο δεν είναι πανάκεια, διαθέτει αδυναμίες και υπόκειται σε περιορισμούς, όπως συνοπτικά περιγράφεται στη συνέχεια.
Ευτυχώς η πυρηνική αποτροπή φαίνεται να έχει λειτουργήσει καλύτερα στην πράξη παρά στη θεωρία: Υπήρξαν πολλοί τρομεροί πόλεμοι, οι οποίοι εξακολουθούν να συμβαίνουν, αλλά μέχρι στιγμής οι πυρηνικές δυνάμεις δεν έχουν πολεμήσει απευθείας μεταξύ τους. Αντιθέτως, η συμβατική αποτροπή δεν είναι τέλεια και η αποτυχία της είναι πολύ πιο συχνή από ό,τι πολλοί στρατηγικοί σχεδιαστές θα ήθελαν να παραδεχτούν. Σε όλη την ιστορία, οι επιτιθέμενοι έχουν καταφύγει στον πόλεμο, όποτε πίστευαν ότι το αποτρεπτικό μέσο που ύψωσαν οι αντίπαλοί τους ήταν ανεπαρκές.
Η θεωρία της αποτροπής υποθέτει ότι οι αντίπαλοι είναι ορθολογικοί δρώντες και λαμβάνουν στρατηγικές αποφάσεις βασισμένοι στη λογική του “κόστους έναντι οφέλους”: Αυξάνοντας το κόστος σε θύματα και καταστροφές, πέρα από αυτό που μπορεί να ανεχτεί ο αντίπαλος, θα εξαναγκαστεί ή θα αποθαρρυνθεί να λάβει ή να απόσχει από συγκεκριμένους τρόπους ενεργείας. Αποδίδοντας λογική και στα δύο μέρη, η θεωρία της αποτροπής συχνά αντιμετωπίζει τον εχθρό με υπερβολικά απλοϊκό τρόπο όχι ως έναν ανεξάρτητο δρώντα, ο οποίος είναι πιθανό να ακολουθήσει αποκλίνουσες πορείες δράσης, αλλά ως ένα μέρος που υιοθετεί στρατηγικές σύμφωνες με τις δικές μας προσδοκίες.
Υπάρχουν αντίπαλοι που είναι πολύ δύσκολο να αποτραπούν. Τέτοιοι αντίπαλοι μπορεί να ανήκουν σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από εκείνους που δεν έχουν ευαισθησία στις απώλειες ή στο κόστος που ίσως φανταζόμαστε ότι μπορεί να τους αποτρέψει. Ο Στάλιν μετά τη γερμανική εισβολή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναμφισβήτητα ήταν πρόθυμος να θυσιάσει εκατομμύρια για να πετύχει τον σκοπό του και μάλλον το ίδιο συμβαίνει και με τον Πούτιν. Η Κίνα έχει μακρά ιστορία εμπλοκής σε πολέμους με απίστευτα μεγάλες ανθρώπινες απώλειες. O ιαπωνικός στρατός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν περισσότερο από πρόθυμος να κάνει πράγματα που θα ήταν ανήκουστα σε άλλους στρατούς.
Η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνοι που χαίρονται με την προοπτική του θανάτου. Η προοπτική του θανάτου αντί να αποτρέπει, γίνεται αντιληπτή ως ευκαιρία που πρέπει να εκμεταλλευτεί κανείς. Τα προφανή σύγχρονα παραδείγματα είναι ομάδες τζιχαντιστών που κηρύττουν τη δόξα του μαρτυρίου.
Η τρίτη κατηγορία αποτελείται από εκείνους για τους οποίους η προοπτική της καταστροφικής βίας εξυπηρετεί τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Η Χαμάς, η οποία χαιρετίζει ξεκάθαρα την ισραηλινή βία κατά των Παλαιστινίων αμάχων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, επειδή θεωρεί ότι το αποτέλεσμα την ενισχύει, αποδυναμώνοντας παράλληλα την ισραηλινή πλευρά.
Πως νοείται η αποτροπή
Είναι δύσκολο να αποδείξουμε ότι η αποτροπή λειτούργησε επειδή δεν συνέβη κάτι, γιατί επιτυχής αποτροπή σημαίνει ακριβώς ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Υπάρχουν όμως πολλοί πιθανοί λόγοι για τους οποίους δεν συμβαίνει κάτι: Ο αντίπαλος μπορεί να έχει συγκρατηθεί εξαιτίας μιας ρητής απειλής, μπορεί να έχει ήδη αξιολογήσει τους κινδύνους για τον εαυτό του και να έχει αποφασίσει να μην ενεργήσει, μπορεί να άλλαξε τα σχέδιά του ανεξάρτητα από τυχόν απειλές ή απλούστατα δεν είχε ποτέ σκοπό να δράσει από την αρχή.
Μεγάλο μέρος της δυτικής ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας, αντιμετωπίζει την αποτροπή ως να ήταν ένα φαινόμενο καθολικό στο χρόνο και στο χώρο. Παρά ταύτα, η αποτροπή γίνεται αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο σε άλλες χώρες. Στη Ρωσία για παράδειγμα η αποτροπή είναι πολύ ευρύτερη από το νόημα που έχουν στο μυαλό τους οι δυτικοί ειδήμονες. Αντιπροσωπεύει τη χρήση απειλών για τη διατήρηση του status quo, για την αλλαγή του, για τη διαμόρφωση του στρατηγικού περιβάλλοντος εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η αλληλεπίδραση για την πρόληψη της κλιμάκωσης και για την αποκλιμάκωση.
Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει δραστηριότητες πριν και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σύγκρουσης και καλύπτει όλες τις φάσεις του πολέμου. Από την ισραηλινή σκοπιά, η αποτροπή είναι ενέργεια και όχι αποτέλεσμα. Η ισραηλινή αποτροπή επιτυγχάνεται με δράση, όχι με απειλή δράσης.
Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι περισσότερες σύγχρονες θεωρίες περί αποτροπής συμφωνούν σε ένα σημείο: Είναι διατυπωμένες από τη σκοπιά μιας μεγάλης δύναμης, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έχει ως στόχο να εξαναγκάσει μια άλλη χώρα η οποία είναι είτε εξίσου ισχυρή είτε πιο αδύναμη από αυτήν. Συνεπώς, προϋποθέτουν μια κατάσταση ισοτιμίας, αν όχι υπεροχής, σε σχέση με τον αντίπαλο που πρόκειται να εξαναγκαστεί ή να αποτραπεί. Ωστόσο, οι προκλήσεις ασφαλείας για άλλες χώρες μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικές.
Η ελληνική αποτροπή
Η αποτροπή έφτασε στην Ελλάδα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ενώ στις αρχές του 2000 υιοθετήθηκε και στο στρατηγικό μας δόγμα, το οποίο έκτοτε είναι αποτρεπτικό και αμυντικό. Στην ουσία, υιοθετήσαμε το θεωρητικό πλαίσιο της αποτροπής του Ψυχρού Πολέμου, χωρίς να το προσαρμόσουμε στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας. Παρατηρώντας κάποιος τη δημόσια συζήτηση, διαπιστώνει ότι η αποτροπή μάλλον έχει μαγικές ιδιότητες, επειδή θεωρούμε ότι όσες περισσότερες φορές τη χρησιμοποιούμε, τόσο περισσότερο αποτρέπουμε τον εχθρό.
Πραγματικά η αποτροπή είναι μια λέξη που ταλαιπωρείται στη χώρα μας όχι μόνο από την πολυχρησία, αλλά και από τη διαστροφή της έννοιάς της. Θεωρήθηκε ότι προσφέρει την προοπτική ελέγχου των απειλών για την ασφάλεια χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουμε, ένας εύκολος δηλαδή και φτηνός τρόπος για να αποφύγουμε τον πόλεμο. Ποια είναι όμως τα αποτελέσματα από την υιοθέτηση της αποτροπής στο στρατηγικό μας δόγμα; Πρώτον, η Τουρκία έχει καταφέρει τα εξής:
- Έχει δηλώσει με κάθε επισημότητα ότι η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, ένα νόμιμο δικαίωμα, αποτελεί αιτία πολέμου. Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, ακόμη και σε περιοχές που δεν γειτνιάζουν με την Τουρκία.
- Πρόβαλε από το 1996 τη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών” με αφορμή την κρίση στα Ίμια. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, διεκδικεί τμήματα της ελληνικής επικράτειας, αφού οι νησίδες που αρχικά χαρακτηρίζονταν «γκρίζες ζώνες» έγιναν «τουρκικά νησιά υπό ελληνική κατοχή».
- Με το τουρκολιβυκό μνημόνιο επιχειρεί να ακυρώσει την ελληνική ΑΟΖ της Κρήτης, της Κάσου, της Καρπάθου και της Ρόδου.
- Η Ελλάδα να μην καταθέτει συντεταγμένες για τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, ως απάντηση στις τουρκικές συντεταγμένες.
- Να παρουσιάσει τη “Γαλάζια Πατρίδα” ουσιαστικά ως επίσημο τουρκικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο αμφισβητεί την κυριαρχία των ελληνικών νησιών του Αιγαίου καθώς και της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ.
- Η Ελλάδα να παγώσει την πόντιση του καλωδίου για την ηλεκτρική σύνδεση Ελλάδας-Κύπρου.
Δεύτερον, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, αντιλαμβάνονται την αποτροπή ως μια στρατηγική χωρίς ρίσκο, ή είναι απρόθυμες να διακινδυνεύσουν κλιμάκωση σε μια κρίση. Ωστόσο, χωρίς τη διάθεση κλιμάκωσης, ακόμη και έως το επίπεδο της σύγκρουσης, η αποτροπή δεν λειτουργεί. Η αποτροπή δεν προκύπτει κρεμώντας μια πινακίδα «Προσοχή ο Σκύλος Δαγκώνει», αν ο σκύλος δεν δαγκώνει, ή πολύ χειρότερα αν δεν υπάρχει σκύλος!
Τρίτον, με την αποτροπή η χρήση βίας απέκτησε λειτουργίες που δεν συνεπάγονται πόλεμο, αποσυνδέθηκε από την πραγματική μάχη. Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι διττές. Αφενός μεν η πραγματική διεξαγωγή του πολέμου μελετάται ελάχιστα, με αποτέλεσμα η στρατηγική να μην δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ίδια την πολεμική σύγκρουση. Αφετέρου δε και ως απότοκο του προηγουμένου, οι στρατιωτικοί έχουν μειωμένο ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της στρατηγικής.
Ορισμένες προτάσεις
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ελληνική αποτροπή έχει καταρρεύσει, είναι ένα πουκάμισο αδειανό και δεν πρόκειται να αναστηθεί με λόγια που προορίζονται μάλλον για εσωτερική κατανάλωση. Θεωρούμε ότι η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει δύο πρακτικές. Πρώτον, να αντιδρά σε όλες τις ενέργειες της Τουρκίας που “ροκανίζουν” την εθνική κυριαρχία, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο ρίσκο και θέτοντας το δίλημμα της κλιμάκωσης στην αντίπαλη πλευρά.
Δεύτερον, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην πολεμική, τη στρατιωτική στρατηγική, διότι τον πόλεμο δεν τον αποφεύγεις όταν τον εξορκίζεις, αλλά όταν προετοιμάζεσαι καλύτερα για να τον διεξαγάγεις. Χρειάζεται να απενεχοποιήσουμε τον πόλεμο στη δημόσια συζήτηση και να επαναφέρουμε στη σκέψη μας τη διεξαγωγή του πολέμου, σε αντίθεση με την αποφυγή του. Είναι πιο κοντά στον πόλεμο η Δανία η οποία πρόκειται να προχωρήσει σε υποχρεωτική στράτευση των γυναικών, ή η Σουηδία που μοιράζει φυλλάδια με οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν οι πολίτες σε περίπτωση πολέμου;
Μετά από τις αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια, χρειαζόμαστε μια νέα στρατιωτική στρατηγική, με πραγματικά καινοτόμες και πρωτότυπες ιδέες. Η Ελλάδα έχει αμυντικό δόγμα στο στρατηγικό επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να διαταχθούμε ώμο με ώμο για να εμποδίσουμε τους Τούρκους. Όσο μεγεθύνονται οι δυνατότητες της Τουρκίας, άλλο τόσο αυξάνεται η ανάγκη για διενέργεια από μέρους μας επιθετικών ενεργειών στο επιχειρησιακό και στο τακτικό επίπεδο. Χρειαζόμαστε ισχύ πυρός και όχι απλώς μερικές δεκάδες όπλα μακρού πλήγματος και ταυτόχρονα έχουμε ανάγκη και του ελιγμού. Η στρατηγική μας πρέπει να καθορίζει τους στόχους που θα υπηρετούν τα εξοπλιστικά προγράμματα, αντί να συμβαίνει το αντίθετο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος θα αναλάβει την υλοποίηση αυτών των στρατηγικών, όταν οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες πάσχουν από φοβικό σύνδρομο έναντι της Τουρκίας. Αν συνεχίσουμε την ίδια πολιτική, η Τουρκία δεν θα χρειαστεί καν να κάνει πόλεμο επειδή θα κερδίζει συνεχώς έδαφος (μεταφορικά ή όχι) και εμείς θα είμαστε ικανοποιημένοι ότι αποφύγαμε τον πόλεμο.
Πάντως, μια δοκιμή σθεναρής στάσης εκ μέρους μας θα είναι αν θα εγκαταστήσουμε στα νησιά του Αιγαίου τα αντιαεροπορικά και πυραυλικά συστήματα, των οποίων την αναγγελία προμήθειας αναμένουμε, ενάντια στην ολοένα και πιο έντονα διακηρυγμένη θέση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Ελπίζουμε να μην συμβεί κάτι ανάλογο με τους S-300 στην Κύπρο, δηλαδή να τοποθετήσουμε τα συστήματα αυτά στην ηπειρωτική Ελλάδα και να δηλώνουμε ότι θα μεταφερθούν στα νησιά όταν χρειαστεί.