Η διπλή τουρκική διείσδυση στην ευρωπαϊκή άμυνα
20/03/2025
Υπάρχει ένα αξίωμα στην πολιτική – ή στην οικονομία αν προτιμάτε. Λέει ότι ένα κράτος μπορεί να αγοράσει οτιδήποτε η χώρα του μπορεί να παράγει. Με πιο απλά λόγια τα χρήματα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για τις κρατικές προμήθειες. Το χρήμα είναι μονοπώλιο του κράτους και μπορεί να παραχθεί κάτω από οποιαδήποτε μορφή, όταν παρουσιαστεί ανάγκη.
Χαρτονόμισμα, δανεισμός, ομόλογα, διατακτικές έστω, ανταποκρίθηκαν στις αγοραστικές ανάγκες του κάθε κράτους ακόμα και στις πλέον αντίξοες συνθήκες και εποχές. Η εξεύρεση λοιπόν των 800 δισεκατομμυρίων για την αρχική χρηματοδότηση του προγράμματος εξοπλισμού των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συμμάχων της (Τουρκίας), δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία. Η δυσκολία προκύπτει στο δεύτερο μέρος της φράσης – “οτιδήποτε η χώρα του μπορεί να παράγει”.
Τα χρήματα πρέπει να γίνουν όπλα και εφόδια και ως εκ τούτου να παραχθούν. Πλην όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και το σύνολο του δυτικού καπιταλισμού έχει περιορίσει κατά πολύ την ικανότητά του να παράγει. Ετούτο όμως είναι κομβικό: οι ΗΠΑ με ποσοστό στρατιωτικών δαπανών μικρότερο του 1% του ΑΕΠ στα 1938 έγιναν από το 1941-1942 βασικός τροφοδότης του συμμαχικού στρατοπέδου σε εξοπλισμούς. Αιτία η ύπαρξη ισχυρής βιομηχανικής βάσης και η διαθεσιμότητα σημαντικού εργατικού δυναμικού – η ένταξη των γυναικών στην βασική παραγωγική διαδικασία.
Για να υπάρξει μια παραγωγή αντάξια μιας οικονομίας πολέμου χρειάζονται μερικές προϋποθέσεις. Οι πρώτες από αυτές είναι η ύπαρξη βαριάς βιομηχανίας και συνακόλουθα η ύπαρξη εξειδικευμένων βιομηχανιών οπλικών συστημάτων. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο. Η βαριά βιομηχανία στην Ευρώπη βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε ελεύθερη πτώση. Η Ευρώπη έχει στραφεί σε υπηρεσίες απαξιώνοντας την παραγωγή-αγροτική και βιομηχανική, μεταποιητική.
Η “παγκοσμιοποίηση”, της οποίας πολιτικοί στυλοβάτες υπήρξαν και οι ευρωπαίοι ηγέτες τις τελευταίες δεκαετίες, ευνόησε την μεταφορά των παραγωγικών βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό και σε τόπους που διαθέτουν φθηνές πρώτες ύλες. Το φθηνό αυξάνει το περιθώριο κέρδους, γεγονός που συνεπήρε τους ευρωπαίους καπιταλιστές.
Η βαριά βιομηχανία για να υπάρξει χρειάζεται δύο αναγκαία προαπαιτούμενα:
- Πρόσβαση σε πρώτες ύλες και σε πηγές ενέργειας. Θα ήταν επιθυμητό να είναι εύκολα αξιοποιήσιμα και φθηνά.
- Χρειάζεται πολυπληθές εργατικό δυναμικό. Με το τελευταίο δεν εννοούμε απλά και μόνο στελέχη, τεχνικούς και επιστήμονες, αλλά κυρίως “ανειδίκευτους” – πλην όμως ειδικευμένους – εργάτες. Εννοούμε ότι ένας εργάτης σε χυτήριο χάλυβα, σε λεκάνη παραγωγής αλουμινίου ή σε στοά ορυχείου, μπορεί να μην χαρακτηρίζεται ως “ειδικευμένος” και ως τεχνίτης, πλην όμως οφείλει να έχει πλήθος προσόντα και δεξιότητες. Κυρίως όμως να έχει εργατική εμπειρία.
Η απαξίωση της βιομηχανικής βάσης της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει περιορίσει την εκμετάλλευση και την αναζήτηση πρώτων υλών στο έδαφός της και έχει υπονομεύσει την ενεργειακή της επάρκεια. Είναι αδύνατο να κρατήσεις ανοικτή μια διαδικασία παραγωγής αλουμινίου λόγου χάρη, βασιζόμενος σε “ανανεώσιμες” ενεργειακές πηγές όπως οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά. Για τον λόγο αυτό τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα παράγουν πολύ περισσότερο αλουμίνιο (2.700.000 τόνους) από τις ΗΠΑ (750.000 τόνους) ή την Γερμανία (520.000 τόνους) – η Κίνα παράγει και εδώ τα βασικά: 41.000.000 τόνους ή 60+% της παγκόσμιας παραγωγής! Η δε αναζήτηση και μεταφορά των αναγκαίων πρώτων υλών και της ενέργειας από ζώνες εκτός Ευρώπης προσκρούει στον ήδη έντονο ανταγωνισμό τόσο παραδοσιακών ανταγωνιστών (ΗΠΑ, Κίνας) όσο και των ανερχόμενων βιομηχανικών δυνάμεων.
Πρόκληση εύρεσης εργατικού δυναμικού
Η εξεύρεση του αναγκαίου εργατικού δυναμικού είναι μια ακόμα πιο δύσκολη συνάρτηση. Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης –
με διάμεσο ηλικίας τα 44 έτη και μόλις 14% του συνόλου σε ηλικία μικρότερη των 14 ετών – όπως και η κοινωνική του σύνθεση -μεσοστρώματα- δεν επιτρέπει υψηλές προσδοκίες στο πεδίο αυτό. Στα 2023 μόλις το 1,7% του εργατικού δυναμικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης απασχολείται στην γεωργία, το 23,3% στην βιομηχανία/μεταποίηση και το 75,5% στις υπηρεσίες.
Η δυνατότητα μεταφοράς εργατικού δυναμικού από τον αγροτικό τομέα στην βιομηχανία είναι μηδενική ενώ η αντίστοιχη της μεταφοράς από τον τομέα των υπηρεσιών στην βιομηχανία προσκρούει σε δημογραφικά και κοινωνικά απαγορευτικά δεδομένα. Η επέκταση της βαριάς βιομηχανίας με τους όρους που επιβάλει η οικονομία πολέμου είναι απόλυτα εξαρτημένη από την εξασφάλιση εργατικών χεριών – το παράδειγμα της Γερμανίας στην κορύφωση της οικονομίας πολέμου δείχνει το ύψος των αναγκών. Τον Σεπτέμβριο του 1944 οι ξένοι εργάτες στην γερμανική παραγωγική μηχανή ήταν 7.500.000 σε σύνολο 36.000.000, δηλαδή ποσοστό 21% περίπου.
Σε αντίθεση με την Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που εξασφάλιζε το πρόσθετο εργατικό δυναμικό από την κατακτημένη Ευρώπη – με βίαιους, σε μεγάλο ποσοστό τρόπους – η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ετούτη τη δυνατότητα. Το πρόσθετο νεανικό εργατικό δυναμικό μπορεί στην εδώ περίπτωση να αντληθεί από τον γειτονικό εκτός Ευρώπης κόσμο: Την Αφρική κυρίως και την Ασία. Καθώς δε η τελευταία αναπτύσσεται ραγδαία, διαθέσιμα εργατικά χέρια μπορούν να αναζητηθούν είτε στα κατεστραμμένα κράτη του αραβικού κόσμου, είτε στην υποσαχάρια Αφρική. Οι ζώνες αυτές όμως δεν είναι πολιτιστικά συγγενείς με την Ευρώπη, διαφέρουν σε αυτό πολύ περισσότερο από τους λατινο-αμερικανούς μετανάστες που εισρέουν στις ΗΠΑ. Εδώ πρόκειται για μουσουλμανικούς πληθυσμούς με τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους.
Οι ανάγκες της οικονομίας σε εργατικά χέρια, στην τρέχουσα ειρηνική της λειτουργία, έχουν ήδη προσελκύσει σημαντικά ποσοστά μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ευρώπη. Οι κοινότητές τους, νεανικές και δυναμικές, ριζώνουν εύκολα στον ευρωπαϊκό χώρο προκαλώντας κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες. Στα 2010, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 19.000.000, 3,8% του συνόλου στην επίσημη απογραφή τους – σαφώς περισσότεροι στην ανεπίσημη. Με τα ως τώρα δεδομένα το ποσοστό τους υπολογιζόταν – με αισιόδοξη, ως προς τις πολιτισμικές ισορροπίες, εκτίμηση – να φτάσει στα 8% το 2030, δηλαδή τα 58.000.000 άτομα.
Η όποια μεταστροφή της Ευρώπης σε οικονομία πολέμου θα ακύρωνε τις παραπάνω εκτιμήσεις καθώς θα επιτάχυνε την εισαγωγή εργατικής δύναμης. Το 7 με 8% του μουσουλμανικού πληθυσμού στις πλέον παραγωγικές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο κλπ.) θα χρειαζόταν να φτάσει στο 15 με 20%. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ετούτη η μετάλλαξη των πολιτιστικών ισορροπιών μπορεί να γίνει με ανώδυνο τρόπο στην Ευρώπη της οικονομίας του πολέμου. Η βασική πρόταση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς για έλεγχο και «πειθάρχηση» της μετανάστευσης συνδέεται ίσως με αυτή την προοπτική.
Για την Τουρκία
Μια “λεπτομέρεια” που ίσως αφορά τους Έλληνες και την Ελλάδα. Στην επιχείρηση μετατροπής της ευρωπαϊκής οικονομίας σε οικονομία πολέμου, μία χώρα ευνοείται ιδιαίτερα. Πρόκειται για τον “προβληματικό”, ως προς εμάς, γείτονα: την Τουρκία. Η τελευταία βρίσκεται σε πλήρη παραγωγική ανάπτυξη και ήδη έχει μεταβληθεί σε “εργοστάσιο της Ευρώπης” σε μια σειρά καταναλωτικά αγαθά. Διαθέτει σημαντικές πρώτες ύλες και έχει ήδη δημιουργήσει ένα πλέγμα παρουσίας και επιρροής που τις επιτρέπει να εισάγει όσα βασικά της λείπουν.
Το πάγιο ενεργειακό της πρόβλημα φαίνεται πως λύνεται ποικιλότροπα, είτε με εμπορικές συμμαχίες (Αζερμπαϊτζάν), είτε με προβολή ισχύος (Συρία, Ιράκ κλπ.). Το μεγάλο της πλεονέκτημα είναι ότι μπορεί να αξιοποιήσει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό από τις γειτονικές της ζώνες χωρίς τους πολιτιστικούς και πολιτικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η υπόλοιπη Ευρώπη στο πεδίο αυτό. Η παραγωγική αξιοποίηση μερικών εκατομμυρίων Σύριων προσφύγων τα προηγούμενα χρόνια έχει δημιουργήσει την σχετική υποδομή και “τεχνογνωσία”.
Η “εκτός πρωτοκόλλου” συμμετοχή της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές συσκέψεις με αντικείμενο την μετάβαση σε οικονομία πολέμου, δείχνει ότι στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις εκτιμούν ιδιαίτερα τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες της Τουρκίας. Στις μητροπόλεις αυτές οι περί χρηματοδότησης λόγοι συγκροτούν το “εύκολο” μέρος του προγραμματισμού. Η εκταμίευση δισεκατομμυρίων και τρισεκατομμυρίων δεν είναι πρόβλημα για έναν αυτοκρατορικού τύπου οργανισμό που μπορεί και παράγει χρήμα κατά βούληση.
Πέρα από αυτό όμως, όπως παραπάνω επισημάναμε, καραδοκούν τα αδιέξοδα. Το γεγονός ότι ένα μεγάλο γειτονικό, ΝΑΤΟϊκό αν και μη πλήρως ευρωπαϊκό κράτος μπορεί να ξεπεράσει αυτά τα αδιέξοδα δημιουργεί μια σχέση αλληλεξάρτησης. Η Ευρώπη μπορεί να πληρώσει, η Τουρκία μπορεί να παράγει. Μην εκπλαγεί κανείς εάν τα σχέδια για οικονομία πολέμου στην Ευρώπη δώσουν ιδιαίτερη ώθηση και ισχυρή θέση στην Τουρκία στην παγκόσμια σκακιέρα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.