Ο Φιλελευθερισμός στον 20ο αιώνα – Μια ιδεολογία σε κρίση ταυτότητας
08/04/2025
Η κρίση του 2000 ανέδειξε τη ρήξη μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών φιλελευθέρων, αποκαλύπτοντας τη βαθιά ιδεολογική ασάφεια του σύγχρονου φιλελευθερισμού.
Η ιστορική και ιδεολογική αλληλεπίδραση μεταξύ του φιλελευθερισμού, της αστικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και του εθνικισμού στο πλαίσιο της νεωτερικότητας έχει οδηγήσει τον φιλελευθερισμό σε μια αμφιθυμία ή μάλλον σε μια πολυσημία αναφορικώς με το ζήτημα του κρατικού παρεμβατισμού. Άλλωστε, στον βαθμό που ο φιλελευθερισμός βασίζεται στην αρχή της συμβατικής αλήθειας, έτσι όπως την έχουν ορίσει ο Locke και ο Rousseau, καμία φιλελεύθερη θέση, αρχή, ή αξία δεν έχει ένα έλλογο ουσιαστικό περιεχόμενο (όλα είναι τύποι και τυπικές συμβάσεις, ενίοτε τονισμένα από, και εφοδιασμένα με, κάποιο συναίσθημα).
Ενώ στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, οι περισσότεροι Βρετανοί και Αμερικανοί φιλελεύθεροι έλκονταν προς αντικρατιστικά, “laissez-faire” οικονομικά δόγματα και πολιτικά ιδεώδη, αυτή η κατάσταση αλλάζει στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, αναπτύχθηκε ένας φιλελεύθερος τρόπος δικαιολόγησης της κρατικής παρέμβασης στη Μεγάλη Βρετανία στο πλαίσιο του νέου “κοινωνικού φιλελευθερισμού” τον οποίο προώθησαν ο Thomas H. Green (1836–82) και ο Leonard T. Hobhouse (1864–1929), και σύμφωνα με τη νέα πολιτική οικονομία που αναπτύχθηκε από τον John M. Keynes (1833–1946). Ο Keynes απέρριψε τόσο τον “κρατικό σοσιαλισμό” όσο και την “οικονομική αναρχία”, και ισχυρίστηκε ότι η ένδεια και “η οικονομική πάλη μεταξύ των τάξεων και των εθνών” (η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο) θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και να ξεπεραστούν μέσω της κοινωνικής παρέμβασης.
Στις Η.Π.Α., ο κοινωνικός φιλελευθερισμός προωθήθηκε από τα λεγόμενα “προοδευτικά” (progressive) πολιτικά ρεύματα, τα οποία εξέφραζαν και εκπροσωπούσαν συγγραφείς και διανοούμενοι όπως ο Herbert D. Croly (1869–1930) και ο John Dewey (1859–1952).
Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου, στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός και η “προοδευτική” πολιτική σκέψη εκπορεύονταν από τους βιομηχάνους της Ρηνανίας, όπως ο Friedrich Harkort (1793–1880), γνωστός ως ο “Πατέρας του Ρουρ”, και ορισμένοι από αυτούς έμοιαζαν να έλκονται περισσότερο από τον σοσιαλισμό παρά από τα αρχικά φιλελεύθερα ατομικιστικά δόγματα, ανοίγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για την πραγματοποίηση μιας σύνθεσης μεταξύ του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού.
Σοσιαλδημοκρατική ώσμωση και “Τρίτος Δρόμος”
Μια σύνθεση αυτού του είδους εκφράστηκε από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στο κομματικό του συνέδριο, που έλαβε χώρα στη Γκότα το 1875 και από τον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη θεωρητικό και πολιτικό Eduard Bernstein, και εμπλουτίστηκε και αναμορφώθηκε στα τέλη του εικοστού αιώνα από τον Βρετανό κοινωνιολόγο Anthony Giddens, ο οποίος διατύπωσε τη σοσιαλδημοκρατική θεωρία του “Τρίτου Δρόμου”.
Στη Μεγάλη Βρετανία και στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο νέος φιλελευθερισμός, ο οποίος ήταν επιρρεπής προς μια σύνθεση μεταξύ φιλελεύθερων αρχών και σοσιαλδημοκρατικών επιδιώξεων, συνάντησε, αρχικώς τουλάχιστον, αντιδράσεις στα φιλελεύθερα κόμματα πριν γίνει τελικώς αποδεκτός από αυτά, ενώ, από την άλλη πλευρά, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έσπευσαν να τον υιοθετήσουν αμέσως.
Στις Η.Π.Α., από την εποχή της “Μεγάλης Ύφεσης” της δεκαετίας του 1930 και μετά, οι “προοδευτικοί” (δηλαδή, οι αριστερόστροφοι φιλελεύθεροι) έχουν αποκτήσει και χρησιμοποιούν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τον τίτλο “φιλελεύθεροι” (liberal), ενώ οι άλλοι φιλελεύθεροι (δηλαδή, οι δεξιόστροφοι φιλελεύθεροι) είναι γνωστοί ως “συντηρητικοί” (conservatives).
Από τη σκοπιά των συντηρητικών, οι νέοι φιλελεύθεροι έχουν προβεί σε υπερβολικές παραχωρήσεις προς τον σοσιαλισμό, ενώ, από τη σκοπιά των νέων φιλελευθέρων, οι συντηρητικοί είναι πολιτικώς καθηλωμένοι σε παρωχημένες φιλελεύθερες πολιτικές που δεν εξυπηρετούν πλέον τους σκοπούς του φιλελευθερισμού.
Η ιδεολογική κυριαρχία και οι νέες πολώσεις
Ωστόσο, η νοοτροπία και η πνευματικότητα τόσο των δεξιόστροφων φιλελευθέρων (συντηρητικών) όσο και των αριστερόστροφων φιλελευθέρων (νέων φιλελευθέρων) είναι εμβαπτισμένες στον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό και στην αστική ηθική.
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και μετά από αυτόν, ο δεξιόστροφος (ή συντηρητικός) φιλελευθερισμός ενισχύθηκε, και η δημοτικότητά του αυξήθηκε ως συνέπεια του ιδεολογικού πολέμου των βρετανικών και των αμερικανικών ελίτ εναντίον του ναζισμού και του σοβιετικού καθεστώτος.
Στη δεκαετία του 1950, ορισμένοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, όπως ο Friedrich A. von Hayek (1899–1992) και ο Karl R. Popper (1902–94), έφθασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι ο φιλελευθερισμός ήταν μια καθολική αλήθεια (και όχι μόνο μια ιδεολογία μεταξύ διαφορετικών ιδεολογιών), ότι ο φιλελευθερισμός ήταν από τη φύση του ανώτερος των αντιπάλων του, και ότι η κανονική φιλελεύθερη πολιτική συνίσταται απλώς στον ανταγωνισμό μεταξύ οργανωμένων συμφερόντων, και όχι σε ιδεολογικές αντιδικίες (αφού, κατά τη γνώμη αυτών των φιλελεύθερων θεωρητικών, η μόνη ιδεολογία που δικαιούται να υπάρχει και έχει νόημα είναι ο φιλελευθερισμός).
Το σλόγκαν αυτού του είδους των φιλελευθέρων θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: τα πνευματικά και ιδεολογικά θέματα είναι τελεσιδίκως κλεισμένα και τακτοποιημένα, αν όχι απλώς ανούσια, και, γι’ αυτόν τον λόγο, να ασχολείστε απλώς με το να κερδίζετε χρήματα και να καταναλώνετε. Όμως, η προαναφερθείσα φιλελεύθερη ρητορική καταθρυμματίστηκε από την επιστροφή της ιδεολογικής πόλωσης και του ιδεολογικού πολέμου στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Η σημερινή διχοτομία
Στη δεκαετία του 1970, η αποτυχία της πολιτικής του κοινωνικού φιλελευθερισμού να παρατείνει τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη συνέβαλε στην πολιτική ενίσχυση της συντηρητικής τάσης του φιλελεύθερου πολιτικού χώρου, την οποία εξέφρασαν παραδειγματικά η Βρετανίδα πρωθυπουργός Margaret Thatcher και ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Ronald W. Reagan.
Ωστόσο, η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του κοινωνικού φιλελευθερισμού (τον οποίο αναζωογόνησαν και ενίσχυσαν ο Γάλλος πρόεδρος François Mitterrand και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Delors) και του συντηρητικού φιλελευθερισμού συνεχίστηκε έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, και ως ένα αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 1990, τόσο ο κοινωνικός φιλελευθερισμός όσο και ο συντηρητικός φιλελευθερισμός υποστήριξαν ουσιαστικώς την ίδια παγκοσμιοποιητική στρατηγική, διαφέροντας μεταξύ τους μόνο ως προς ζητήματα τακτικής και μεθοδολογίας.
Ωστόσο, η νέα καπιταλιστική κρίση που εξερράγη στη δεκαετία του 2000 δημιούργησε μια νέα εσωτερική αντιπαράθεση στο φιλελεύθερο ιδεολογικό στρατόπεδο: οι “προοδευτικοί” (αριστερόστροφοι) φιλελεύθεροι υπερασπίζονται περισσότερο εκείνα τα στοιχεία του φιλελευθερισμού που έχουν να κάνουν με τα ατομικά δικαιώματα, συνδυάζοντάς τα πλέον με μετανεωτερικά στοιχεία και μετανεωτερικά κινήματα διαμαρτυρίας (που αφορούν σε έμφυλα ζητήματα, πολυπολιτισμικότητα, μειονότητες, μετανάστευση κ.λπ.), ενώ οι συντηρητικοί (δεξιόστροφοι) φιλελεύθεροι υπερασπίζονται περισσότερο εκείνα τα στοιχεία του φιλελευθερισμού που έχουν να κάνουν με την ισχύ και την εξουσία του αστικού έθνους-κράτους, ιδιαιτέρως σε περιόδους αναταραχής και διακοπής της ομαλής διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί συντηρητικοί αναπτύσσουν μια ρητορική που τονίζει τις ιδέες και αξίες του πατριωτισμού, της οικογένειας ή ακόμα και της θρησκείας ως ρητορικά εργαλεία κοινωνικού ελέγχου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο φιλελευθερισμός παραμένει μια ιδεολογία τύπων και συμβατικών αληθειών χωρίς ζήτηση (συχνά ούτε καν συζήτηση) ουσίας.