Γερμανική εισβολή: Η πρώτη νίκη ήταν ελληνική στο οχυρό Λίσσε
06/04/2025
Η χιτλερική Γερμανία υπέστη την πρώτη της ήττα στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι στο Ελ Αλαμέιν ή στο Στάλινγκραντ, ούτε στο Άτζιο της Σικελίας, ούτε με την απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία, αλλά στο Κάτω Νευροκόπι, την 9η Απριλίου 1941 απ’ τον Ελληνικό στρατό.
Μετά από τετραήμερη φονική μάχη με την 72η μεραρχία πεζικού της Βέρμαχτ ,που απέτυχε να καταλάβει τα οχυρά της «Γραμμή Μεταξά» (*) κι απώλεσε πάνω από 1.500 άνδρες, άρματα και πυροβόλα, τα οχυρά παρεδόθησαν αλλά δεν κατελήφθησαν , κατ’ αντιστροφή της ρήσης του διοικητή των οχυρών συν/χου Γεωργίου Δουράτσου.
Η άμυνα των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά» εναντίον της αήττητης μέχρι τότε, Βέρμαχτ που είχε κατακτήσει την Πολωνία, το Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Δανία και Νοτιοσλαβία, απέβη καθοριστική στην εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλ’ ας πάρουμε τα γεγονότα με την σειρά που συνέβησαν στο Κάτω Νευροκόπι επι τη βάσει του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Λαγού «Η μάχη των οχυρών 1941» (ένα βιβλίο με στοιχεία από την επίσημη έκδοση του ΓΕΣ “Αγώνες του Ελληνικού στρατού στην Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη”, πληροφορίες συγγραφέων για το Ρούπελ, αδημοσίευτα έγγραφα αυτοπτών αξιωματικών, αλλά και από γερμανικές πηγές, αρχεία και ντοκουμέντα.
Ο στρατηγός της 72ης μεραρχίας Φράντς Μάτενκλοτ επισκέφθηκε στις 10 Απριλίου τον διοικητή του Λίσσε ταγματάρχη Γεώργιο Δεττοράκη θέλοντας να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι για τα αίτια της αποτυχίας της Βέρμαχτ, στο Κάτω Νευροκόπι. Αργότερα ο ίδιος ο Χίτλερ παραδέχθηκε το αξιόμαχο του Έλληνα στρατιώτη και απέδωσε την ήττα της Γερμανίας στην κόπωση του «Ματεριέλ» και με τις «δυσανάλογες απώλειες»(Λένι Ρήφενσταλ) της εκστρατείας στην Ελλάδα που καθυστέρησαν την εισβολή στην Ρωσία για 6 εβδομάδες.
Ο δικτάτορας της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς, προβλέποντας την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος, οργάνωσε την άμυνα της Ανατολικής Μακεδονίας με την κατασκευή οχυρών στο Ρούπελ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στη κοιλάδα του Νευροκοπίου, προκειμένου να δύναται να μεταφέρει τον Ελληνικό στρατό στη δυτική Ελλάδα, όπου από της επομένης της 28ης Οκτωβρίου 1940 μάχονταν νικηφόρα εναντίον των Ιταλών εισβολέων.
Μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στον «Άξονα» τον Μάρτιο 1941, οι γερμανικές δυνάμεις εισήλθαν στο βουλγαρικό έδαφος και την 6η Απριλίου επετέθησαν κατά της Ελλάδος αφού εν τω μεταξύ είχαν καταλάβει την Νοτιοσλαβία και βομβαρδίσει το Βελιγράδι. Η Βέρμαχτ εισέβαλε στην Ελλάδα, μετά την ήττα των Νοτιοσλάβων, μέσω του ποταμού Αξιού. Η υπερκέραση των ισχνών ελληνικών όπλων στη μάχη της Γκολιάμας, άνοιξε τον δρόμο στους εισβολείς προς την Θεσσαλονίκη αλλά η γερμανική προσβολή από τη Βουλγαρία των οχυρών του Ρούπελ και στο Κάτω Νευροκόπι απέτυχε. Οι ολιγάριθμοι σχετικώς Έλληνες αμυνόμενοι αντέστησαν επί τέσσερις ημέρες, ανέκοψαν την γερμανική επίθεση και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες σε έμψυχο κι άψυχο υλικό πολέμου της Βέρμαχτ.
Στο ύψωμα Λίσσε, στο Κάτω Νευροκόπι, τα γερμανικά “Πάντσερ” επιτίθενται το μεσημέρι της 6ης Απριλίου στο ομώνυμο οχυρό που νωρίτερα, το πρωί είχε αποτύχει να καταλάβει το πεζικό της Βέρμαχτ με σοβαρές απώλειες. Το εκτεταμένο οχυρό Λίσσε εκαλύπτετο από πυκνή βλάστηση και προστατεύετο με διασταυρούμενα πυρά από άλλα οχυρά που εμπόδιζαν την προέλαση των επιτιθεμένων προς τον ορεινό όγκο Γρανίτη. Οι Γερμανοί δεν γνώριζαν την ύπαρξη των οχυρών κι αυτό απέβη μοιραίο για τον στρατηγό τους Φρίτς Μάτενκλοτ που ηττήθηκε από μικρό αριθμό ανδρών και όπλων στο Κάτω Νευροκόπι.
Την πρώτη ημέρα της εισβολής, γερμανική ομάδα κρούσης πλησίασε σε απόσταση 400 μέτρων το οχυρό Λισσε, δηλ. πολύ κοντά, και τότε ο διοικητής του, ταγματάρχης Γεώργιος Δετοράκης διέταξε «άρξασθε πύρ». Τρία από τα τέσσερα γερμανικά άρματα κατεστράφησαν ολοσχερώς και τα πληρώματά τους βρήκαν τον θάνατο, το τέταρτο έβαλε την όπισθεν κι απομακρύνθηκε απ’ το βεληνεκές των Ελληνικών αντιαρματικών.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας , οι Γερμανοί έχασαν άλλα δύο τανκς από πυρά του οχυρού Λίσσε. Τότε χρησιμοποίησαν τα πυροβόλα ευθυτενούς βολής, τα αντιαεροπορικά «88» απ’ το παρακείμενο χωριό «Οχυρό». Όμως η 4η Μοίρα Ελληνικού πεζικού του ταγματάρχη Κουρούκλη έπληξε με πολυβόλα κι όλμους το χωριό κι ανάγκασε τα 88ρια να σιγήσουν, προκαλώντας σύγχυση και σημαντικές απώλειες στους πυροβολητές.
Το 3ο Τάγμα του γερμανικού πεζικού επετέθη εν συνεχεία κατά του Λίσσε αλλά καθηλώθηκε στις υπώρειες του υψώματος και υπεχώρησε στο χωριό «Οχυρό». Εκεί άρχισαν οι ελλείψεις φαρμάκων για τους τραυματίες , τροφών για τους πολεμιστές και πυρομαχικών για τα πυροβόλα. Η δίψα των στρατιωτών ήταν βασανιστική. Η πρώτη νύχτα της εισβολής στο κρύο Νευροκόπι δεν είχε τίποτε το κοινό με την προσδοκία των Γερμανών, να κάνουν περίπατο στο οροπέδιο και να κολυμπήσουν στα ζεστά νερά του Αιγαίου, όπως είχαν πιστέψει από την προπαγάνδα.
Το μαζικό πυρ από τ’ άλλα οχυρά της περιοχής Λίσσε που αγνοούσαν οι Γερμανοί τους αιφνιδίασαν και επέτειναν τις απώλειες των ακάλυπτων στρατιωτών. Οι αμυνόμενοι, προστατευμένοι μέσα στα οχυρά είχαν μόνο τραυματισμούς από θραύσματα οβίδων. Η προέλαση των επιτιθεμένων προς την Κρέστη ανακόπηκε από επιτυχή πυρά των Ελλήνων και η διάρρηξη της αμύνης απέτυχε. Ήταν η πρώτη νίκη των συμμάχων κατά της ναζιστικής Γερμανίας.
Ο στρατηγός Μάτενκλοτ, επικεφαλής της 72ης Μεραρχίας της Βέρμαχτ, διεπίστωσε με μεγάλη έκπληξη, ότι οι άνδρες του 3ου Τάγματος και του 105ου συν/τος είχαν αποδεκατισθεί και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την επίθεση την επομένη ημέρα κατά του Λίσσε.
Προσπάθησε τότε να το παρακάμψει προς τη διάβαση Καλαποτίου που φαινόταν ευκολότερη απ’ την κατάληψη του Λίσσε το οποίο όμως παρέμενε βασικό εμπόδιο στην γερμανική προέλαση προς την δύση. Με το πρώτο φως της 7ης Απριλίου, δύο συντάγματα των Γερμανών επετέθησαν κατά των οχυρών Καραντάγ, η κατάληψη των οποίων θα άνοιγε τον δρόμο δυτικά του Κάτω Νευροκοπίου, προς την κωμόπολη της Κάτω Βροντούς.
Αντίσταση και ανατροπή
Όμως οι Ελληνικές πυροβολαρχίες εκτός οχυρών ανέλαβαν δράση και με αποτελεσματικά πυρά, αναχαίτισαν τις Γερμανικές επιθέσεις στα υψώματα Καραντάγ όπου διεξήχθησαν μάχες σώμα με σώμα, πρωτοφανείς για τους Γερμανούς στρατιώτες που δεν ήξεραν την Ελληνική ξιφολόγχη.
Και η τρίτη ημέρα, 8η Απριλίου απέβη μάταια για τον Μάκενκλοτ να καταλάβει τα οχυρά της Μαλιάγκας και του Περιθωρίου. Οι Έλληνες υπερασπιστές δεν αιφνιδιάσθησαν και απώθησαν τους επιτιθεμένους, συνέλαβαν αιχμαλώτους και απέφυγαν απώλειες.
Η τέταρτη ημέρα, 9 Απριλίου ήταν των …εκπλήξεων. Οι Γερμανοί στρατιώτες άγρυπνοι επί τρείς νύκτες, χωρίς τροφή και νερό και με πολεμοφόδια εξαντλούμενα, αδυνατούσαν να προχωρήσουν και καθηλώθηκαν από το Ελληνικό πυροβολικό. Αλλά τότε ήταν που η 2η τεθωρακισμένη μεραρχία της Βέρμαχτ νίκησε τις Ελληνικές δυνάμεις δυτικότερα, στην μάχη του Αξιού με την έντονη συμμετοχή της Λούφτβαφε, της αεροπορίας των Στούκας.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη, ο διοικητής του ΤΣΑΜ (Τμήματος Στρατού Ανατολικής Μακεδονίας) ο στρατηγός Κων/νος Μπακόπουλος διέταξε «παύσατε πυρ» και συνθηκολόγησε. Οι μαχητές των Οχυρών του Σιδηροκάστρου (Ρούπελ), Παλουριώνες και Κάτω Νευροκοπίου διατάχθηκαν να σταματήσουν τον μάταιο αγώνα αν και νικητές αλλ’ αυτοί δεν πειθάρχισαν. Συνέχισαν τον αγώνα.
Δύο ώρες μετά την συνθηκολόγηση, οι Γερμανοί του 3ου Τάγματος πεζικού παραδόθησαν στο ύψωμα του Αγίου Κωνσταντίνου στους Έλληνες αξιωματικούς , ύστερα από πολύωρη μάχη και σήκωσαν «λευκή σημαία». Σήμερα ισχυρίζονται ότι ανεπέτασαν τη «λευκή σημαία» για να διακοπούν οι επιχειρήσεις κατόπιν της συνθηκολογήσεως Μπακοπούλου. Η αλήθεια είναι ότι ηττήθηκαν στο πεδίο του υψώματος Αγίου Κωνσταντίνου. Η «γραμμή Μεταξά» όχι μόνον άντεξε στις σφοδρές γερμανικές επιθέσεις αλλά και κατέβαλε τους άνδρες της 72ης Μεραρχίας. Την μοχθηρία του ηττηθέντος διοικητού του 105 Συν/τος Φρίντριχ Μίλλερ πλήρωσε η Κρήτη όταν ο ίδιος ως διοικητής της διέταξε το 1943 το ολοκαύτωμα της επαρχίας Βιάνου και Αμαρίου.
Από νικητές, ηττημένοι σε 4 ημέρες
Από τα χαρακτηριστικά του Β’ παγκοσμίου πολέμου είναι η ταχεία μεταβολή των αντιπάλων στρατευμάτων από νικητές σε ηττημένους. Τον κανόνα δεν απέφυγε η μάχη των ελληνικών οχυρών. Ενώ οι Έλληνες νίκησαν στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου τα γερμανικά «στρατά», ευρέθησαν «αιχμάλωτοι» των αντιπάλων λόγω της συνθηκολόγησης του Μπακόπουλου. Κι αντιστρόφως οι Γερμανοί από ηττημένοι έγιναν εντός συντόμου χρόνου «νικητές» που δεν το άξιζαν.
Η αιτία της εναλλαγής οφείλεται και στην ένταση της καταβληθείσης πολεμικής προσπάθειας , στην εξάντληση των μαχητών και στις απρόβλεπτες απώλειες που είχαν οι επιτιθέμενοι στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου. Το πνεύμα αντιστάσεως του ελληνικού στρατού δεν είναι μικροτέρας σημασίας εάν συγκριθεί με μεταγενέστερες «εισβολές». Ο παράγων της ηγεσίας παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο. Οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιοι.
Η λεπτομερής ανάλυση της «μάχης των οχυρών» θα μπορούσε να αξιολογήσει και την χρησιμότητα τους ως «γραμμής αμύνης» και βεβαίως διαψεύδει την επιτυχία του γερμανικού «κεραυνοπολέμου» (Blitzkrieg) στην δυτική Θράκη. Εν τούτοις , στην διεθνή βιβλιογραφία, η μάχη της Ελλάδος κατά της ναζιστικής Γερμανίας αγνοείται κατα το μάλλον ή ήττον, παρ’ότι είχε μεγάλο στρατηγικό αποτέλεσμα , την καθυστέρηση της γερμανικής εισβολής στην Σοβιετική Ρωσία. Η επίθεση καθυστέρησε με τις βροχές του Ιουνίου 1941 στη ρωσική αχανή ενδοχώρα και ανεκόπη απ’ τον «στρατηγό Χειμώνα» που ενέσκυψε λίγο αργότερα και καθήλωσε τον στρατηγό Γκουντέριαν στα περίχωρα της Μόσχας.
Δεν υποτιμάται βεβαίως η μαχητικότητα του «Κόκκινου Στρατού» που νίκησε τελικώς την Βέρμαχτ στα τενάγη του Κούρσκ, ούτε ότι οι Ιάπωνες δεν εισέβαλαν στην Σιβηρία. Οι ίδιοι οι Σοβιετικοί αναγνώρισαν τη σημασία της ελληνικής αντίστασης κατά την έναρξη του πολέμου. Γιατί άραγε οι δυτικοί συγγραφείς την αγνοούν;
(*) Την οχύρωση των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων ανέλαβε η Δικτατορία Μεταξά το 1939 , προκειμένου να συγκεντρώσει τα ελληνικά στρατεύματα στην μεθόριο με την Αλβανία εν όψει της επικειμένης ιταλικής εισβολής. Ο σχεδιασμός της οχυρώσεως έγινε απ’ το Γενικό Επιτελείο στρατού σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με Ελληνικό τσιμέντο και σιδηρό οπλισμό κι η κατασκευή από ελληνικά αποκλειστικώς χέρια (για λόγους ασφαλείας).
Οι εργάτες μεταφέροντο με κλειστά μάτια στη τοποθεσία του έργου, ελάμβαναν μία χρυσή λίρα ημερησίως και ύστερα από μία εβδομάδα εργασίας επέστρεφαν στον τόπο διαβιώσεως των. Το όλο κόστος δεν υπερέβη τα 10 εκατομ. προπολεμικές δρχ. Το δίκτυο των οχυρών ξεκινούσε από το Ρούπελ στη είσοδο του ποταμού Στρυμώνος, από την Βουλγαρία στο ελληνικό έδαφος κι επεκτείνετο έως την Ανατολική Θράκη.