Οι ρίζες και οι πρωταγωνιστές του αμερικανικού Νεοσυντηρητισμού
11/04/2025
Το 1815, το εγχείρημα του Γάλλου Αυτοκράτορα Napoleon Bonaparte να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή αστική αυτοκρατορία υπό το σκήπτρο του, ως μια ιστορική και γεωστρατηγική προέκταση της Γαλλικής Επανάστασης, ηττήθηκε οριστικά από τις δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας (Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία), που εγκαθίδρυσαν μια διεθνή τάξη πραγμάτων βασισμένη στο “έθνος-κράτος” και στην “ισορροπία δυνάμεων” μεταξύ κυρίαρχων εθνών-κρατών.
Στον απόηχο της ναπολεόντειας εποχής, ο συντηρητισμός, εκδηλώθηκε ως μια συστηματική και οργανωμένη πολιτική έκφραση των υποστηρικτών ενός συνόλου κοινωνικών θεσμών όπως η πυρηνική οικογένεια, η οργανωμένη θρησκεία, οι Ένοπλες Δυνάμεις, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, η κυριαρχία του έθνους-κράτους και η κρατική εξουσία.
Ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος μαζί του, ο κλασσικός ευρωπαϊκός συντηρητισμός αποτελεί μια σοβαρή και αξιόλογη πολιτική θεωρία, στο πλαίσιο των ζυμώσεων και αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν την ιστορία της γενικής φιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά ο συντηρητισμός υπέστη έναν σοβαρό εκφυλισμό κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, κυρίως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από παράγοντες του κοινωνικού κατεστημένου στις ΗΠΑ.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στις ΗΠΑ, ο συντηρητισμός ακολούθησε μια ιδιόμορφη τροπή που ονομάστηκε “νεοσυντηρητισμός” (neoconservatism). Ο αμερικανικός νεοσυντηρητισμός συνδύασε τη συντηρητική πολιτική σκέψη του Γερμανοαυστριακού φιλοσόφου Leo Strauss (καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο University of Chicago) με την επαναστατική πολιτική σκέψη του Σοβιετικού πολιτικού και διανοουμένου Leon Trotsky.
Πρώτον, οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί μεταχειρίστηκαν την παραδοσιακή συντηρητική πολιτική σκέψη ως ένα ιδεολογικό εργαλείο για να καταπολεμήσουν το κίνημα της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 (counterculture of the 1960s), το οποίο αμφισβητούσε το πολιτιστικό και το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ και, γενικώς, της Δύσης. Το κίνημα της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 εξέφραζε έναν ακραίο αριστερόστροφο φιλελευθερισμό, προς τον οποίο οι νεοσυντηρητικοί αντιπαρέθεσαν έναν ακραίο δεξιόστροφο φιλελευθερισμό βασισμένο στη συντηρητική πολιτική θεωρία του Leo Strauss.
Δεύτερον, οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί ανέπτυξαν μια ιμπεριαλιστική θεωρία για τον κόσμο και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αφομοιώνοντας στοιχεία του τροτσκιστικού διεθνισμού με έναν ιδιόμορφο, δικό τους τρόπο. Συγκεκριμένα, οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί πήραν την ιδέα του Trotsky για “συνεχή επανάσταση” (η οποία είχε ως σκοπό τον σοσιαλισμό) και τη μετέτρεψαν σε μια ιδέα για συνεχή ιμπεριαλιστικό πόλεμο με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ και μιας δεξιόστροφης σιωνιστικής ομάδας συμφερόντων η οποία εδρεύει και δρα τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στο Κράτος του Ισραήλ.
Εκπρόσωποι του αμερικανικού νεοσυντηρητισμού
Ορισμένοι παραδειγματικοί εκπρόσωποι της αμερικανικής νεοσυντηρητικής πολιτικής σκέψης και ομάδας πίεσης είναι οι εξής: Ο Irving Kristol (γνωστός ως ο “νονός του νεοσυντηρητισμού”, δημοσιογράφος, συν-αρχισυντάκτης του πολιτικού περιοδικού The Public Interest από το 1965 έως το 2002, και μέλος του Council on Foreign Relations, ο οποίος, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ανήκε σε αντι-σταλινικές, αντι-σοβιετικές ομάδες της άκρας Αριστεράς), ο Norman Podhoretz (εκδότης, συγγραφέας και αρχισυντάκτης του περιοδικού Commentary από το 1960 έως το 1995), ο Robert Kagan (αρθρογράφος, υψηλόβαθμο στέλεχος του Brookings Institution και συν-συγγραφέας του νεοσυντηρητικού “Project for the New American Century”), ο Daniel Pipes (πρώην καθηγητής, ακτιβιστής εναντίον του Ισλάμ και εκδότης), ο Paul Wolfowitz (διπλωμάτης των ΗΠΑ και πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας), και ο Richard Perle (πολιτικός σύμβουλος της κυβέρνησης του George Walker Bush και πρώην βοηθός υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ronald Reagan).
Στον χώρο της θρησκείας, ο νεοσυντηρητισμός απέκτησε πολύ ισχυρά ερείσματα μεταξύ των δεξιόστροφων τάσεων των “Ευαγγελικών Εκκλησιών” (Evangelicals) των ΗΠΑ και μεταξύ του καθολικού θρησκευτικού Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας (του οποίου η επίσημη αγγλική ονομασία είναι Sovereign Military Hospitaller Order of Saint John of Jerusalem, of Rhodes and of Malta.
Ο ευαγγελικός φονταμενταλισμός των ΗΠΑ, ως θρησκευτικό και πολιτικό φαινόμενο, έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1910. Σε εκείνη τη χρονική περίοδο, ο Καλιφορνέζος εκατομμυριούχος Lyman Stewart, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της πετρελαϊκής εταιρείας Union Oil και του Ινστιτούτου της Βίβλου στο Λος Άντζελες (Bible Institute of Los Angeles), επιμελήθηκε την έκδοση ενός δωδεκάτομου έργου με τίτλο “Τα Θεμελιώδη” (The Fundamentals).
Σε αυτό άρθρωσε μια ρητορική εναντίον της νεωτερικότητας με έναν μανιχαϊκό τρόπο ο οποίος ωθεί και καθοδηγεί διάφορες συντηρητικές αμερικανικές προτεσταντικές εκκλησίες στο να πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ αποτελούν ένα έθνος που φέρει μια ειδική και αποκλειστική ευλογία από τον Θεό, να ερμηνεύουν τη Βίβλο με απολύτως κυριολεκτικό τρόπο και να υποστηρίζουν μια “αποκαλυπτική” γεωπολιτική η οποία βασίζεται στον βιβλικό κυριολεκτισμό και στη διαστρέβλωση βιβλικών χωρίων, συνδυάζοντας έτσι μια κυριολεκτική ανάγνωση προφητικών και αποκαλυπτικών κειμένων της Βίβλου με την παραδοσιακή αγγλοσαξονική γεωπολιτική σκέψη, προκειμένου να καθαγιάσουν την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ και να δαιμονοποιήσουν κάθε αντίπαλό της.
Το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας
Σε ό,τι αφορά στο καθολικό Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας (το οποίο, όπως προανέφερα, αποτελεί έναν επίσημο ιπποτικό θεσμό της Καθολικής Εκκλησίας), πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως μια οργάνωση διασύνδεσης πρώην αξιωματούχων του ναζιστικού καθεστώτος της Γερμανίας, αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, παραγόντων του Βατικανού και φασιστικών καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής.
Για παράδειγμα, μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γερμανός αντιστράτηγος Reinhard Gehlen, ο οποίος είχε διατελέσει αρχηγός της στρατιωτικής κατασκοπείας του Hitler στο Ανατολικό Μέτωπο, στρατολογήθηκε από τη CIA, συνέβαλε στη στρατολόγηση σημαντικών πρώην ναζί από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και έλαβε την ανώτατη τιμητική διάκριση από το εν λόγω Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας, τον Μεγαλόσταυρο της Αξίας. Το 1988, ο Μεγαλόσταυρος της Αξίας του εν λόγω Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας απονεμήθηκε στον Αμερικανό πρόεδρο Ronald Reagan για την “αφοσίωσή του στις χριστιανικές αρχές”.
Με τον όρο “αφοσίωση στις χριστιανικές αρχές”, το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας εννοούσε ότι ο Reagan, με προπαγανδιστικό κάλυμμα τη χριστιανική πίστη (σε αντιδιαστολή προς τους “άθεους” κομμουνιστές) και συντηρητικές αξίες, παρείχε τεράστια οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη σε καταπιεστικά και διεφθαρμένα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, όπου εκπαιδευμένα από τις ΗΠΑ τάγματα θανάτου δολοφόνησαν εκατοντάδες χιλιάδες αθώους πολίτες. Μία από τις κύριες σφαίρες επιρροής του εν λόγω Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας είναι η Λατινική Αμερική.
Ο Χιλιανός δικτάτορας στρατηγός Augusto Pinochet (1915-2006), ο Περουβιανός δικτάτορας Alberto Fujimori (1938-2024), και ο φασίστας Αργεντινός πρόεδρος Juan Perón (1895-1974) ήταν Ιππότες της Μάλτας. Ιππότες του εν λόγω Τάγματος της Μάλτας ήταν επίσης ο Allen Dulles, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της CIA κατά το χρονικό διάστημα 1953–1961 και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνεργασία της CIA με πρώην αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος της Γερμανίας, ο William Casey, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της CIA κατά το χρονικό διάστημα 1981–1987, και ο συντηρητικός Αμερικανός δικαστής, γερουσιαστής και διπλωμάτης James Lane Buckley, ο οποίος ήταν πρόεδρος του προπαγανδιστικού ραδιοφωνικού σταθμού Radio Free Europe/Radio Liberty κατά το χρονικό διάστημα 1982–1985.