Το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στη Συρία
15/04/2025
Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις που σχετίζονται με τους Κούρδους στη Συρία μετά την πτώση του καθεστώτος Αλ-Άσαντ, αφορούν κυρίως τη συμφωνία μεταξύ της νέας μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον Αχμάντ αλ-Σάραα και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces, SDF) στις 10 Μαρτίου 2025 και το προσωρινό Σύνταγμα που ανακοινώθηκε.
Σε ενδοκουρδικό επίπεδο, αξιοσημείωτες είναι, αφενός, η συνάντηση του Γενικού Διοικητή των SDF, Μαζλούμ Άμπντι και του Προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PDK) Μασούντ Μπαρζανί στην Ερμπίλ στα μέσα Ιανουαρίου 2025 και, αφετέρου, η με γαλλοαμερικανική διαμεσολάβηση συμφωνία μεταξύ του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) και του αντιπολιτευτικού μπλοκ, του Κουρδικού Εθνικού Συμβουλίου στη Συρία (ENKS) στις 18 Μαρτίου 2025 σχετικά με μια σειρά κοινών κουρδικών αιτημάτων που θα δημοσιοποιηθούν σύντομα και θα τεθούν προς τη Δαμασκό.
Σαφώς, καθώς το κουρδικό κίνημα είναι ένα διεθνικό κίνημα, ιδιαίτερης σημασίας γεγονός αποτελεί και η ανακοίνωση της έκκλησης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν για παύση πυρός, αφοπλισμό και σύγκληση συνεδρίου για διάλυση του PKK. Προκειμένου να κατανοήσει κανείς καλύτερα τις εξελίξεις, είναι χρήσιμο να έχει μια εικόνα της κατάστασης των Κούρδων της Συρίας.
Αρχικά, σε ό,τι αφορά την περιοχή της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας, γνωστή ως Ροζάβα, οι περιοχές με πλειοψηφικά κουρδικό πληθυσμό δεν συνορεύουν μεταξύ τους, και αυτό αποτελεί μια σημαντική διαφορά με τα υπόλοιπα τρία τμήματα του Κουρδιστάν. Οι περιοχές αυτές είναι η περιοχή του Kurd Dagh γύρω από το Αφρίν και πολύ κοντά στο Χαλέπι – υπό τουρκική κατοχή από το 2018 – το Κομπάνι, και η ευρύτερη περιοχή της Τζαζίρα.
Την ένωση αυτών των περιοχών επεδίωξαν, ανεπιτυχώς ωστόσο, οι Κούρδοι από το καλοκαίρι του 2015 ενώνοντας αρχικά το Κομπάνι με τη Τζαζίρα και επιδιώκοντας την ένωση με το Αφρίν με την απελευθέρωση της Μάνμπιτζ το καλοκαίρι του 2016. Η ένωση με το Αφρίν δεν επιτεύχθηκε ποτέ λόγω των επιθέσεων της Τουρκίας.
Σε δημογραφικό επίπεδο, η Βόρεια και Ανατολική Συρία κατοικείται από ένα μωσαϊκό διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων. Συγκεκριμένα, εκτός από Κούρδους και Άραβες, οι οποίοι είναι κυρίως Σουνίτες μουσουλμάνοι, στην περιοχή ζουν Χριστιανοί πάνω από δέκα δογμάτων και διαφόρων εθνοτήτων (Συριάκοι-ΑσσύριοιπΧαλδαίοι), Αρμένιοι, Τουρκομάνοι, Κιρκάσιοι, και μικρές κοινότητες Αλεβιτών, Γιαζίντι, Ζωροαστρών, κτλ.
Ως την απόκτηση ελέγχου των περιοχών τους τον Ιούλιο του 2012 έπειτα από αποχώρηση των δυνάμεων του καθεστώτος Άσαντ και την ανακήρυξη της ντε φάκτο αυτόνομης περιοχής της Ροζάβα τον Ιανουάριο του 2014, οι Κούρδοι της Συρίας δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί στη Δύση. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μάλλον ξεχασμένοι όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου του Κούρδου συγγραφέα Kerim Yildiz το 2005, το οποίο αποτελεί και το πρώτο πόνημα σχετικά με τους Κούρδους της Συρίας. Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια το έτος 2005 δεν είναι τυχαία το έτος που γράφεται το πρώτο έργο για τους Κούρδους της Συρίας.
Η πολιτική οργάνωση των Κούρδων της Συρίας
Αναφορικά με την πολιτική οργάνωση των Κούρδων της Συρίας, ως τη δεκαετία του 1950 οι Κούρδοι οργανώνονταν κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Συρίας, του οποίου ο Γενικός Γραμματέας ήταν ο Κούρδος δικηγόρος Χαλίντ Μπακντάς. Το πρώτο κουρδικό κόμμα, το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα Συρίας ιδρύθηκε το 1957. Από την ένωση της Συρίας με την Αίγυπτο το 1958, τα πολιτικά κόμματα κηρύσσονται παράνομα και ξεκινά η εποχή των αραβοποιήσεων.
Αυτές οι πολιτικές θα εντατικοποιηθούν με την άνοδο του κόμματος Μπάαθ στην εξουσία με πραξικόπημα το Μάρτιο του 1963 εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για τους Κούρδους της Συρίας που περιλάμβανε καταστολή, απαγόρευση κάθε έκφραση κουρδικότητας, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας τους, απαγόρευση δημιουργίας κουρδικών κομμάτων, κτλ. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής, με σοβαρές συνέπειες στη ζωή αυτών που τα υπέστησαν, υπήρξαν δύο γεγονότα.
Πρώτον, τον Οκτώβριο του 1962 πραγματοποιήθηκε μια ειδική απογραφή στη Τζαζίρα η οποία έγινε με το πρόσχημα της καταγραφής των λεγόμενων «παράνομων μεταναστών» από την Τουρκία. Αυτή η απογραφή στέρησε την ιθαγένεια 120-150.000 Κούρδων, περίπου το ήμισυ του τότε κουρδικού πληθυσμού της Τζαζίρα και οδήγησε στην ανιθαγένεια τους ως σήμερα μιας και το καθεστώς αυτό κληρονομείτο από τους απογόνους των ανιθαγενών. Το 2011, κατά την έναρξη της εξέγερσης στη Συρία, ο αριθμός των Κούρδων που στερούνταν ιθαγένεια υπολογιζόταν σε 300.000.
Δεύτερον, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το συριακό καθεστώς προχώρησε σε πολιτικές αραβοποίησης εκδιώχνωντας Κούρδους από περίπου 450 χωριά στα συροτουρκικά και συροιρακινά σύνορα και εγκαθιστώντας εκεί Άραβες από το κυβερνείο της Ράκκα , ε αφορμή την κατασκευή του φράγματος στην Τάμπκα.
Το PKK
Από το 1979 έως το 1998 το PKK είχε τη διασυνοριακή του βάση στη Συρία. Ωστόσο, η παρουσία του PKK στη Συρία δεν άλλαξε τα μέτρα καταστολής εναντίον των Κούρδων, άλλωστε η συμφωνία με το συριακό καθεστώς ήταν πως το PKK θα μπορούσε να ενεργεί ελεύθερα από το συριακό έδαφος, αρκεί η δράση του να έχει ως στόχο την Τουρκία. H παρουσία του όμως είχε πολλαπλή επίδραση στους Κούρδους και το κουρδικό κίνημα της Συρίας, πολιτικοποιώντας πολλούς Κούρδους και Κούρδισσες, κυρίως στις περιοχές του Αφρίν και του Κομπάνι. Ενδεικτικά το 20 με 30% των μελών του PKK, συμπεριλαμβανομένων των ανταρτών και ανταρτισσών, ήταν και είναι από τη Συρία.
Παρά την συμβολή του PKK στην κινητοποίηση και πολιτική οργάνωση του κουρδικoύ κινήματος στη Συρία, ο αγώνας των Κούρδων της Συρίας δεν στρεφόταν παρά μόνο προς την Τουρκία. Αυτό αλλάζει το 2004 με την εξέγερση του Κάμισλο, όταν οι Κούρδοι της Συρίας γίνονται πια ορατοί και οι ίδιοι στρέφουν πλέον το βλέμμα τους εντός της περιοχής τους, γεγονός που εγκαινιάζει μια τρόπον τινά αυτονόμησή τους εντός του ευρύτερου κουρδικού κινήματος.
Η εξέγερση ξέσπασε κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ της κουρδικής τοπικής ομάδας του Κάμισλο και της ομάδας του Deir ez-Zor και εξελίχθηκε σε μια εξέγερση κατά την οποία για πρώτη φορά στην ιστορία των Κούρδων της Συρίας, οι Κούρδοι κινητοποιήθηκαν μαζικά σε όλες τις κουρδικές περιοχές της Συρίας με πρόσημο την κουρδική ταυτότητα και ενάντια στο καθεστώς.
Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων αυτών, για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους πλακάτ με αίτημα για αυτονομία των κουρδικών περιοχών στη Συρία, παράλληλα με αιτήματα για εκδημοκρατισμό, ενώ την εξέγερση ακολούθησε η πρώτη δημόσια αναγνώριση του «Κουρδικού ζητήματος» από τον Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος έκανε μια δήλωση αναφορικά με τους ανιθαγενείς Κούρδους.
Τέλος, κατά την εξέγερση του Κάμισλο συγκροτήθηκαν οι πρώτες πολιτοφυλακές οι οποίες αργότερα εξελίχθηκαν στις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG). Η εξέγερση του Κάμισλο θεωρείται πως έβαλε τους σπόρους για την επερχόμενη επανάσταση στη Ροζάβα σε λιγότερο από μια δεκαετία από τότε.
Το “κοινωνικoπολιτικό project” της Ροζάβα
Κατά την εξέγερση του 2011, η κουρδική πολιτική σκηνή ήταν ιδιαίτερα κατακερματισμένη με ένα μεγάλο, αναλογικά με τον πληθυσμό, αριθμό κομμάτων· υπήρχαν περί τα δεκαεπτά κουρδικά κόμματα. Το PYD, χάρη κυρίως στην ύπαρξη μεγάλων δικτύων και πόρων, την λαϊκή στήριξη, κυρίως στην περιοχή του Kurd Dagh, την έγκαιρη δημιουργία ένοπλων πολιτοφυλακών και τις στενές σχέσεις του σε πολιτικό, οργανωτικό και στρατιωτικό επίπεδο με το PKK αποδείχθηκε η καλύτερα προετοιμασμένη οργάνωση. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη του ευρύτερου Κουρδιστάν, το κουρδικό κίνημα στη Συρία δεν είχε εμπλακεί σε ένοπλο αγώνα κατά του καθεστώτος έως το 2011.
Τον Ιούλιο του 2012, εν μέσω πίεσης στα μεγάλα αστικά κέντρα, ο Άσαντ αναγκάζεται να αποχωρήσει από τη Βόρεια Συρία προκειμένου να εστιάσει στις μάχες στην υπόλοιπη χώρα. Οι Κούρδοι της Συρίας, έχοντας ήδη οργανωθεί από την έναρξη της εξέγερσης το 2011, και κυρίως τα προηγούμενα χρόνια, επωφελούνται του κενού εξουσίας και αναλαμβάνουν τον έλεγχο και τη διοίκηση αρχικά των περιοχών με πλειοψηφικά κουρδικό πληθυσμό, τις οποίες οργανώνουν σε καντόνια. Τον Ιανουάριο του 2014 διακηρύσσουν την αυτονομία τους και μέσα στα επόμενα χρόνια σε απόλυτη συνεργασία με τις υπόλοιπες εθνοτικές κοινότητες τις περιοχής συν-οργανώνουν την αυτοδιακυβέρνησή τους.
Το κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό μοντέλο οργάνωσης που επιδιώκει να εφαρμόσει η Αυτόνομη Διοίκηση, το ντε φάκτο όργανο διακυβέρνησης της Ροζάβα, ασπάζεται τις αρχές του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού και της δημοκρατικής αυτονομίας, τα οποία εισήγαγε και ανέπτυξε ο Οτσαλάν. Το σύστημα διακυβέρνησης της Ροζάβα περιλαμβάνει καινοτόμα στοιχεία, όπως υψηλό βαθμό αποκέντρωσης, λήψη αποφάσεων με βάση την κοινότητα και μέσω συμβουλίων, ενδυνάμωση της βάσης, ισότητα των φύλων, συμπερίληψη των εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων, και οικολογική βιωσιμότητα.
Τρία κοινωνικά συμβόλαια έχουν υιοθετηθεί στη Ροζάβα, τα οποία λειτουργούν ως οιονεί Σύνταγμα, το 2014, το 2016 και πιο πρόσφατα, το αναθεωρημένο Κοινωνικό Συμβόλαιο, το Δεκέμβριο του 2023. Το 2014 ενώ μαινόταν η μάχη του Κομπάνι, θεσπίστηκε ξεχωριστός Νόμος για τις Γυναίκες, αποτελούμενος από τριάντα άρθρα, τα οποία παρέχουν ένα νομικό πλαίσιο για την προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών.
Ο Νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, απαγορεύει τους γάμους ανηλίκων, την πολυγαμία, τιμωρεί τα εγκλήματα τιμής ως ανθρωποκτονία, σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο , αναγνωρίζει τον πολιτικό γάμο και καταργεί την προίκα. Παράλληλα με ένα σύνολο μεικτών δομών, οι γυναίκες συγκροτούν τα δικά τους αυτόνομα όργανα και επιτροπές και συμμετέχουν ισότιμα στη διακυβέρνηση και τη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα. Σε επίπεδο εκπροσώπησης και συμμετοχής, αξίζει να αναφερθούν η ύπαρξη γυναικείας ποσόστωσης 50% και το σύστημα της συμπροεδρίας όλων των δομών και οργάνων όπου η προεδρία μοιράζεται από ένα άνδρα και μια γυναίκα.
Το κοινωνικό συμβόλαιο
Σύμφωνα με το κοινωνικό συμβόλαιο της Ροζάβα, κάθε εθνοτική και θρησκευτική κοινότητα έχει δικαίωμα αυτοεκπροσώπησης και οργάνωσης με τις δικές της ξεχωριστές πολιτικές, αμυντικές και πολιτισμικές δομές. Παράλληλα, όλες οι εθνοτικές κοινότητες μπορούν ελεύθερα να χρησιμοποιούν και να εκπαιδεύονται στις γλώσσες τους. Τρεις γλώσσες είναι επίσημες στη Ροζάβα (αραβικά-κουρδικά-αραμαϊκά/συριακά) γεγονός που συνιστά σαφή ρήξη με την ιδεολογία του «ενός έθνους-κράτος, μια γλώσσα» που προωθεί την πολιτισμική ομογενοποίηση.
Εν κατακλείδι, πέραν όλων αυτών των καινοτομιών και παρά τις αδυναμίες και τις προκλήσεις που υπάρχουν, η Αυτόνομη Διοίκηση έχει επιδείξει υψηλά επίπεδα πραγματισμού, προσαρμοστικότητας και ευελιξίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διοίκηση των περιοχών με πλειοψηφικά αραβικό πληθυσμό όπως η Ράκκα και το Ντέιρ Εζόρ. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι όλο αυτό το πρότζεκτ λαμβάνει χώρα εν μέσω πολέμου, εμπάργκο, τουρκικών επιθέσεων και υπό την συνεχή απειλή των τζιχαντιστών.
Στην παρούσα φάση, το μέλλον του πρότζεκτ αυτού είναι περισσότερο από ποτέ σε κίνδυνο, με κυριότερα εμπόδια και ερωτήματα σχετικά με την τουρκική απειλή – οι τουρκικές επιθέσεις δεν έχουν παύσει-, το περιεχόμενο και μέλλον της συμφωνίας Κούρδων-Δαμασκού και κυρίως το στρατιωτικό σκέλος, τη διαχείριση των φυσικών πόρων, τη θέση των γυναικών και των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων, και τις φυλακές και τους χώρους κράτησης των τζιχαντιστών και των μελών των οικογενειών τους.
Η Κάτια Ζαγορίτου είναι υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.