ΑΝΑΛΥΣΗ

Πότε οι δασμοί είναι επωφελείς για μία εθνική οικονομία

Scope Ratings: Τρία σενάρια για την εξέλιξη της επιθετικής εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ
EPA/CHRIS KLEPONIS / POOL

Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, η οποία έχει εξελιχθεί σε μορφή και περιεχόμενο από τις απλές σκέψεις των κλα­σι­­­κών οικονομο­λό­γων­, Adam Smith και David Ricardo, στο υπόδειγμα Heckscher-Ohlin-Samuelson και σε άλλες περίπλοκες νεοκλασικές διατυπώσεις, η εξάλειψη των πάσης φύσεως εμποδίων στη ελεύθερη διακίνηση των αγαθών και η συμμετοχή μιας εθ­νικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο, επιτρέπει τις χώρες να εξειδικευτούν και να εξά­γουν εκείνα τα αγαθά στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, εισάγοντας ταυ­τόχρονα εκείνα στα οποία δεν έχουν.

Η οικονομική αυτή εξειδίκευση που επέρχεται μέσω του ελεύθερου εμπορίου μεγιστοποιεί την εθνική και διεθνή ευημερία, δίνει ώθηση στην μεγέθυνση και στην παραγωγική αποδοτικότητα της εγχώριας οικονομίας, ενώ παράλληλα διευκολύνει την αποδοτική χρήση των σπανιζόντων πόρων του κόσμου. Ταυτόχρονα, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου ενισχύει τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές και κατ’ επέκταση ωφελεί τους καταναλωτές, μειώ­νοντας τις τιμές και προσφέροντας τους μια διευρυμένη κλίμακα επιλογών.

Επίσης, το ελεύθερο εμπόριο ενθαρρύνει τη διάδοση της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας με ευεργετικά αποτελέσματα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ διασφαλίζει τις προοπτικές για σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης. Ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων δεν επικαλείται λόγους ισότητας και ίσης διανομής των ωφελειών από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αυξημένης αποδοτικότητας και μεγιστοποίησης του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου. Στη βάση των διανεμητικών αυτών συνεπειών του ελεύθερου εμπορίου εστιάζεται και η σύγκρουση ανάμεσα στη φιλελεύθερη εκδοχή του ελεύθερου εμπορίου και στη θεώρηση της διοικητικής παρέμβασης στο διεθνές εμπόριο.

Αντίθετα, οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού, από τους μερκαντιλιστές του 17ου και 18ου αιώνα ως τους σύγχρονους, παρά τη διαφορετικότητα του θεωρητικού υπόβαθρου που επικαλούνται για τη θεμελίωση των απόψεών τους, τάσσονται υπέρ μιας παρεμβατικής κυβερνητικής πολιτικής, η οποία έχει στόχο να ελέγξει το εισαγωγικό εμπόριο προς όφελος της εθνικής οικονομίας και να κρατήσει τις εγχώριες αγορές προστατευόμενες από το διεθνή ανταγωνισμό μέσω της θέσπισης δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα.

Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται ενδεικτικά οι ποσοτικοί περιορισμοί, οι εθελοντικοί περιορισμοί εξαγωγών, οι πριμοδοτήσεις, οι φορολογικές ρυθμίσεις, οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, κριτήρια προκειμένου να μπορεί να κυκλοφορήσει κάποιο προϊόν σε συγκεκριμένες αγορές κτλ.

Πότε συμφέρουν οι δασμοί

Η συνήθης επιχειρηματολογία των οπαδών της εθνικής οικονομικής αυτάρκειας, οι οποίοι δεν απορρίπτουν τελείως το διεθνές εμπόριο, είναι ότι οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές εξυπηρετούν σκοπούς προστασίας κλάδων που έχουν ζωτική σημασία για την εθνική ασφάλεια, αυξάνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης με την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και την προφύλαξη από αθέμιτες πρακτικές ξένων ανταγωνιστών, αποτελούν μηχανισμό οικονομικής ανάπτυξης με την υποκατάστασης εισαγωγών, συμβάλλουν στη βελτίωση των όρων του εμπορίου για τη χώρα που τις επιβάλει, με τον κίνδυνο βέβαια των αντιποίνων από την πλευρά των εμπορικών της εταίρων.

Η βασιμότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων εδράζεται σε επιχειρήματα προερχόμενα από την οικονομική θεωρία του διεθνούς εμπορίου και δεν αποτελούν απλά πολιτικές επιδιώξεις. Η συλλήβδην κατηγορία ότι όποιο κράτος επιβάλλει δασμούς διέπεται από οικονομικό εθνικισμό δεν είναι αποδεκτή. Κράτη που συνεχώς υφίστανται μείωση της ευημερίας τους, λόγω της έκθεσής του σε ένα φαινομενικά ελεύθερο εμπόριο (το καθεστώς ελευθέρου εμπορίου αποτελεί τον αντίστοιχο μύθο των ελευθέρων αγορών), λόγω της συνεχούς μείωσης των όρων εμπορίου αλλά και της αγοραστικής δύναμης της πλειονότητας των κατοίκων τους είναι αδιανόητο να μην λαμβάνουν μέτρα για να περιορίσουν αυτές τις απώλειες. Υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ των δασμών.

Πρώτον: Το επιχείρημα των όρων εμπορίου. Το επιχείρημα αυτό απορρέει κατευθείαν από την ανάλυση κόστους-οφέλους. Ένας δασμός μειώνει τις τιμές των εισαγομένων αγαθών και δημιουργεί ένα όφελος για τους όρους εμπορίου. Το όφελος αυτό πρέπει να αντιπαραβληθεί με το κόστος του δασμού, το οποίο ανακύπτει, λόγω μεταβολών στα πλεονάσματα καταναλωτή και παραγωγού, αλλά και στα δημόσια έσοδα.

Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ένας δασμός προκαλεί: απώλεια πλεονάσματος στους καταναλωτές (λόγω αύξησης της τιμής του προϊόντος στο οποίο επιβάλλεται ο δασμός), αύξηση πλεονάσματος στους εγχώριους παραγωγούς και αύξηση των δημοσίων εσόδων. Συνεπώς ένας δασμός όταν επιβληθεί θα πρέπει να προκαλέσει μεγαλύτερο όφελος από το αντίστοιχο κόστος. Δηλαδή θα πρέπει η απώλεια του καταναλωτή να είναι μικρότερη από το όφελος παραγωγού συν το όφελος για τα δημόσια έσοδα.

Επομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις το όφελος ενός δασμού να αντισταθμίζει το κόστος του, οπότε έχει βάση το επιχείρημα των όρων εμπορίου υπέρ των δασμών. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα άριστο επίπεδο δασμού που μεγιστοποιεί την εθνική ευημερία! Όμως, το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει για τις (μικρές) χώρες, οι οποίες είναι αδύνατον να επηρεάσουν τις διεθνείς τιμές, είτε των εισαγωγών είτε των εξαγωγών των άλλων χωρών. Όταν πρόκειται για μεγάλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, μπορεί να ισχύει. Βεβαίως αυτό θα επισύρει πιθανότατα, αντίποινα εκ μέρους ανταγωνιστών.

Η δεύτερη καλύτερη επιλογή

Δεύτερον: Το επιχείρημα των ανεπαρκειών της εγχώριας αγοράς αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικότερης έννοιας που είναι γνωστή στην οικονομική θεωρία ως θεωρία της δεύτερης καλύτερης επιλογής. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι μια μη παρεμβατική πολιτική είναι επιθυμητή σε μια αγορά μόνον αν όλες οι υπόλοιπες αγορές λειτουργούν ομαλά (δηλαδή λειτουργούν με βάση τον τέλειο ανταγωνισμό της νεοκλασικής σχολής). Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε μια κρατική παρέμβαση μπορεί να αυξάνει την ευημερία, αντισταθμίζοντας τις ανεπάρκειες κάποιας άλλης αγοράς.

Αν, για παράδειγμα, η αγορά εργασίας δυσλειτουργεί και δεν επιτυγχάνεται πλήρης απασχόληση, μια πολιτική επιδότησης των κλάδων έντασης εργασίας, η οποία θα ήταν ανεπιθύμητη σε μια οικονομία πλήρους απασχόλησης, θα αποτελούσε κατάλληλο μέσον. Κατά τους θιασώτες του ελεύθερου εμπορίου είναι πάντοτε προτιμότερο να αντιμετωπίζουμε τις ανεπάρκειες της αγοράς όσο το δυνατόν αμεσότερα και συνεπώς πρέπει να παρέμβουμε στην άμεση  διόρθωση των ατελειών της αγοράς και όχι να παρεμβαίνουμε εμμέσως π.χ. στο διεθνές εμπόριο. Δηλαδή θα πρέπει να επιδιώκεται πάντοτε η “πρώτη καλύτερη επιλογή” και όχι η “δεύτερη καλύτερη επιλογή”.

Αυτό σημαίνει ότι όλες οι οικονομίες, ανεξαρτήτως εγχωρίου κόστους, πρέπει να καταβάλλουν συνεχώς προσπάθειες να μετατραπούν σε όμοιες ως προς τη δομή, τα χαρακτηριστικά, το θεσμικό περιβάλλον και τον τρόπο λειτουργία τους. Δηλαδή η παγκόσμια οικονομία να προσομοιάζει με καλάθι που θα περιέχει παρόμοια αλλά διαφορετικού μεγέθους αυγά! Αυτό αποτελεί μύθευμα ολκής.

Όμως, σε πλήρη αντίθεση με τις θεωρητικές συζητήσεις των οικονομολόγων, εκείνο που αποτελεί κοινή αντίληψη είναι ότι ο πραγματικός  κόσμος βρίθει ατελειών των αγορών. Η απαίτηση να λειτουργούν όλες οι αγορές σύμφωνα με τα πρότυπα του τέλειου ανταγωνισμού της νεοκλασικής σχολής αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που επιχειρείται να πλασαριστεί ως πραγματοποιήσιμος. Πρόκειται για μια απολύτως πλασματική κατασκευή.

Τρίτον: Οι γρήγορες και βίαιες διακυμάνσεις των τιμών (π.χ. στην ενέργεια) αυξάνουν τα αιτήματα προστασίας. Ένας παραδοσιακός τρόπος συνηγορίας υπέρ των δασμών είναι ότι αντιπροσωπεύουν ένα μέσο προσαρμογής του κόστους παραγωγής διεθνώς. Το δασμολόγιο αποτελεί ένα τρόπο διεθνούς ανακατανομής του κόστους των εγχώριων προσπαθειών για κοινωνική ανακατανομή υπέρ των πολλών.

Ο νόμος Φόρντεϊ-ΜακΚάμπερ του 1922, στις ΗΠΑ, εισήγαγε μια “ευέλικτη διάταξη”, με την οποία έδινε τη δικαιοδοσία στην Επιτροπή Δασμολογίου να ορίζει τις επιβαρύνσεις, έτσι ώστε να εξισώνει τις διαφορές ανάμεσα στο αμερικανικό και ξένο κόστος παραγωγής. Επιπροσθέτως, οι δασμοί χρησιμοποιούνται και από βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, προκειμένου να συνεχιστεί η ανάπτυξη της βιομηχανίας τους. Έτσι, στις αρχές του 1930 η Βρετανία χρησιμοποίησε τους δασμούς για να προστατεύσει βιομηχανικούς κλάδους που απειλούνταν από την γερμανική βιομηχανία.

Προστασία νηπιακών βιομηχανιών

Ωστόσο, το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ των προστατευτικών πολιτικών, πρωτοδιατυπώθηκε από τον Alexander Hamilton (τέλη 18ου αιώνα) και έγινε αποδεκτό και από τους φιλελεύθερους, ως εξαίρεση στην ανωτερότητα του ελεύθερου εμπορίου. Η εξαίρεση δικαιολογείται για την προστασία των νηπιακών βιομηχανιών, δηλαδή των βιομηχανιών που αν προστατευτούν προσωρινά θα ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η ανταγωνιστικότητα τους και θα γίνουν αρκετά ισχυρές για να επιβιώσουν στις παγκόσμιες αγορές. Ωστόσο, συχνά τα προστατευτικά μέτρα αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα, γεγονός που αλλοιώνει το δικαιολογητικό λόγο της θέσπισής τους.

Στο πλαίσιο της κριτικής που ασκείται κατά της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας θεωρούν την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου ως πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ισχυρού. Όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, οι κυβερνήσεις υιοθετούν το ελεύθερο εμπόριο μετά την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους, η οποία επιτυγχάνεται υπό καθεστώς προστασίας και κρατικού ελέγχου της εμπορικής δραστηριότητας.

Η βάση της κριτικής τους αυτής στηρίζεται στο κόστος του διεθνούς εμπορίου για τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη, που κυμαίνεται από την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ως την αυξημένη τρωτότητα της ευημερίας απέναντι στις αρνητικές επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων.

Συγκεκριμένα, οι οπαδοί του προστατευτισμού στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ισχυρίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο με τις πιο αναπτυγμένες χώρες συνιστά μορφή ιμπεριαλισμού που επιφέρει την εξάρτηση των πρώτων από τις δεύτερες. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι η οικονομική τους ανάπτυξη θα επέλθει μόνο μέσω εμπορικής πολιτικής που στηρίζεται στον οικονομικό εθνικισμό και όχι μέσω των ελεύθερων αγορών.

Στις πιο αναπτυγμένες χώρες, οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού ασκούν κριτική, η οποία εν μέρει τροφοδοτείται από τις παρανοήσεις που προκύπτουν από τη συζήτηση περί ελεύθερου εμπορίου. Πρώτον, ότι το ελεύθερο εμπόριο υποθάλπει δόλιες και αθέμιτες πρακτικές από την πλευρά των εμπορικών εταίρων, οι οποίες –κατά την άποψη τους– επηρεάζουν αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της δεδομένης χώρας. Δεύτερον, ότι το ελεύθερο εμπόριο ως μια ειδικότερη έκφανση της παγκοσμιοποίησης ευθύνεται για την αυξανόμενη ανισότητα στους μισθούς, συνιστά απειλή για τις θέσεις εργασίας, τα ημερομίσθια, την κοινωνική πρόνοια καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx