Πως θα επηρεάσει Κυπριακό και Ελληνοτουρκικά η σχέση Τραμπ-Πούτιν;
26/04/2025
Στο παρόν άρθρο θα μιλήσουμε για την ισραηλινο-τουρκική σχέση και θα απαντήσουμε στο ερώτημα αν Τραμπ και Πούτιν μπορούν να λύσουν το Κυπριακό. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κείμενο, ο Κίσιντζερ τορπίλισε την προσπάθεια του Λονδίνου να εγκαταλείψει τις βάσεις στην Κύπρο. Ο συχνά επικαλούμενος λόγος ήταν ότι ο Κίσιντζερ θεωρούσε τις βρετανικές βάσεις ζωτικής σημασίας για την αραβοϊσραηλινή διένεξη.
Το Ακρωτήρι χρησιμοποιείται από τους Αγγλοσάξονες για τη μεταφορά όπλων στο Ισραήλ, που χρησιμοποιούνται για να εξοντωθούν Παλαιστίνιοι. Η Τουρκία, παρόλες τις φιλο-παλαιστινιακές και αντι-ισραηλινές μεγαλοστομίες του Ερντογάν, έχει κοινό συμφέρον στη διατήρηση των βρετανικών βάσεων, όπως η Τουρκία και το Ισραήλ είχαν κοινό συμφέρον στην από κοινού ανατροπή του Άσαντ (με γενναία οικονομική βοήθεια από το Κατάρ). Και οι δύο χώρες κατέχουν παράνομα τμήματα της Συρίας, ενώ στο Κυπριακό το Ισραήλ στηρίζει διακριτικά την κατοχή εκ μέρους της Τουρκίας ενός τρίτου της Μεγαλόνησου.
Κοντολογίς, ούτε το Ισραήλ ούτε η Τουρκία στηρίζουν την ιδέα μιας ενωμένης, ανεξάρτητης και ουδέτερης Κύπρου. Ας μπούμε, όμως, τώρα στο ψαχνό και ας αναλογιστούμε το φαινόμενο “Τραμπ-Πούτιν” και πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία προκειμένου να επιτύχουν μια λύση στο Κυπριακό. Η Τουρκία, στηριζόμενη στη στρατηγική της θέση και το μέγεθος του στρατού της, έχει παραδοσιακά ακολουθήσει πολιτική ικανοποίησης όλων των πλευρών, συχνά ισορροπώντας διπλωματικά μεταξύ των αποκλινόντων συμφερόντων της Μόσχας και της Ουάσινγκτον, για τις οποίες είναι εξίσου σημαντική.
Η βασική επιδίωξη της Μόσχας στην Κύπρο είναι η κατάργηση των βρετανικών βάσεων, που αποτελούν de facto νατοϊκές βάσεις, και η επίτευξη λύσης μέσω μιας ενιαίας αλλά ουδέτερης Κύπρου. Όπως βλέπουμε επί του παρόντος, ο Τραμπ αποδέχεται την επιμονή του Πούτιν για μια ουδέτερη Ουκρανία, όσο απομείνει από την τελευταία όταν σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Έτσι, με την επιχειρηματική λογική του Τραμπ, τα παραπάνω θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην Κύπρο και τη Μέση Ανατολή.
Αν ο Αμερικανός πρόεδρος αποφασίσει να συμπήξει σχέσεις ισότητας με τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή, αξίζει να αναλογιστούμε τα διαφορετικά σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν. Επί του παρόντος, η ένταση είναι εμφανής: το Ισραήλ επιθυμεί να παρασύρει τις ΗΠΑ σε μια επίθεση εναντίον του Ιράν, αφού μία ανοιχτή σύρραξη με το Ιράν θα βοηθούσε τις επεκτατικές πολιτικές του Ισραήλ, αποδυναμώνοντας ή και τελειώνοντας μία και καλή με το μεγαλύτερο περιφερειακό του αντίπαλο.
Αλλά οι απειλές εγείρουν απαντήσεις, με τη σχέση της Μόσχας με την Τεχεράνη να διασφαλίζει ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε το Ισραήλ θα καταφύγουν σε ανοιχτό πόλεμο με το Ιράν. Γινόμαστε επί του παρόντος μάρτυρες ενός πολέμου απειλών. Οι στόχοι του Τραμπ και του Πούτιν είναι να εξισορροπήσουν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή. Είναι εδώ που μπαίνει στην εικόνα η Κύπρος. Διάφορα σενάρια μοιάζουν πιθανά, αν και πάντα υποθετικά.
Κυπριακό και Μόσχα
Πρώτον, η Μόσχα, ενοχλημένη από την ξεκάθαρα αντιρωσική στάση της Αθήνας, θα μπορούσε να αναγνωρίσει την λεγόμενη “ΤΔΒΚ”, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που θα την καθιστούσε ουδέτερη και θα όριζε ότι δεν θα επεδίωκε ποτέ ένταξη στο ΝΑΤΟ. Οι βρετανικές βάσεις στην Κύπρο θα αφήνονταν στα δύο κράτη που θα προέκυπταν και τα ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα (ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ) θα αποσύρονταν.
Η Βρετανία θα ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον, όπως έχει κάνει πάντα από το 1960, ή και από την κρίση του Σουέζ. Θα ήταν σχεδόν αδύνατο για το Εβραϊκό Κράτος να τορπιλίσει τα σχέδια αυτά, καθώς χρειάζεται την υποστήριξη του Τραμπ για την παράνομη κατοχή της Παλαιστίνης και μερών της Συρίας.
Εδώ, μέρος της συμφωνίας θα περιλάμβανε διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο νέων κρατών για την επιστροφή των προσφύγων και των περιουσιών, για τα οποία υπάρχει ήδη σχετικός μηχανισμός. Θα ήταν, φυσικά, δύσκολο εγχείρημα. Σε μεταγενέστερο σημείο, τα δύο κράτη θα διαπραγματεύονταν μια συνομοσπονδία ελβετικού τύπου, καταλήγοντας επιτέλους σε ένα νέο κράτος. Η όλη διαδικασία θα μπορούσε, φυσικά, να πάρει χρόνια. Αλλά, “η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα”.
Η τουρκική υπερηφάνεια θα ικανοποιούνταν, ενώ η Ελλάδα θα έπρεπε απλά να πιει το πικρό ποτήρι της ρωσικής στάσης. Με την κατάργηση της σύνδεσης, εκ μέρους της Τουρκίας, του Κυπριακού με τα ζητήματα του Αιγαίου, οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα θα μπορούσαν να απλοποιηθούν. Σημαντικότατα, θα μειώνονταν δραματικά οι πιθανότητες ελληνοτουρκικού πολέμου, τον οποίο η Ουάσινγκτον πάντα φοβόταν, αφού θα γελοιοποιούσε το ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, μία άλλη συμφωνία θα μπορούσε να ορίζει διπλή ένωση. Αλλά αφού αυτό θα ισχυροποιούσε το ΝΑΤΟ, θα ήταν μη αποδεκτό για τη Ρωσία, εκτός και αν το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο μιας νέας δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, μετασχηματιζόταν σε ένα νέο, μη-επιθετικό αμυντικό οργανισμό, με προτεραιότητα τον πολιτισμό αντί για τις κατασκευές και πωλήσεις όπλων. Το τελευταίο φαντάζει, εν τούτοις, ιδεαλιστικό, δεδομένων των ιδιορρυθμιών της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Πόλεμος είναι good for business
Από το 1955, χάρη στη βρετανική επιτυχία να καλλιεργηθεί εχθρότητα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, προκειμένου να παραμείνει η Βρετανία στην Κύπρο, οι δύο πρώτες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν φτάσει στα πρόθυρα πολέμου τρεις φορές, πράγμα ανεπίτρεπτο για τις ΗΠΑ, αφού πιθανή σύγκρουση θα ωφελούσε τη Μόσχα, καταστρέφοντας τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας. Οι έμποροι όπλων και οι μεγαλομέτοχοι, ειδικά στις ΗΠΑ, θα γέμιζαν τα ταμεία τους, όπως έχουν κάνει με την παροχή όπλων στην Ουκρανία.
Ο πόλεμος είναι καλός για τις επιχειρήσεις, τουλάχιστον για κάποιες, όπως είναι καλή και η απειλή του πολέμου, με την τελευταία να οδηγεί συχνά σε κούρσες εξοπλισμών, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον πρόσφατο ανταγωνισμό για απόκτηση επιρροής αναφορικά με την Ουκρανία. Ανταγωνισμό μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Πολωνίας, που οδήγησε σε δραματική αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού, προς ζημία των κοινωνικών παροχών.
Εν τούτοις τώρα, με αυτό που μοιάζει όλο και περισσότερο με μια νέα προσέγγιση στα παγκόσμια δρώμενα από την κυβέρνηση Τραμπ, μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικά σενάρια αναφορικά με τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η παραδοσιακή στάση της Αμερικής στο Κυπριακό υπήρξε η διαχείριση ενός συνεχιζόμενου modus vivendi, με παραδόσεις όπλων στις Ελλάδα και Τουρκία με αναλογία 7:10. Όταν ο κόμπος έφτανε ενίοτε στο χτένι, η Αμερική στήριζε συνήθως περισσότερο την Τουρκία από την Ελλάδα, αφού θεωρεί την πρώτη πιο σημαντική για τα στρατηγικά συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, εξ’ ου και η βάση της στο Ιντσιρλίκ, καθώς και η διακριτική ανοχή της στην τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου από το 1974.
Αλλά με το πρόσφατα αναπτυσσόμενο “επιχειρηματικό κλίμα” μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, η Κύπρος, όπως και η Ουκρανία, μπορεί κάλλιστα να διευθετηθεί, όσο και να σκούζει η ΕΕ. Ούτε και μπορεί να αλλάξει η πραγματικότητα από οποιαδήποτε ποσότητα γλωσσικής βουλιμίας και ταυτολογικών φράσεων όπως “ποικιλομορφία”, “ισότητα”, “συμπερίληψη”, “πηγαίνοντας μπροστά”, “ώμος με ώμο”, “παγκόσμιος κόσμος” και “χρονική περίοδος”.