Πικρές αλήθειες για την ελληνική μεταπολιτευτική Αριστερά
13/05/2025
Η Αριστερά, τουλάχιστον για όσους την αντιλαμβανόμαστε ως πολιτικό και ηθικό πρόταγμα, συνδέεται με σαφές ιδεολογικό πρόσημο. Είναι αντιεξουσιαστική στο ήθος, δημοκρατική στη λειτουργία, πατριωτική στις προτεραιότητές της, φιλολαϊκή στο περιεχόμενο της πολιτικής της. Είναι μια Αριστερά που υπηρετείται από έντιμα και ανιδιοτελή στελέχη, όχι από πολιτικούς του «σωλήνα», ούτε από κομματικούς επαγγελματίες που βλέπουν το δημόσιο βίο ως ευκαιρία καριέρας.
Πώς να εμπιστευτεί κανείς τα κόμματα, κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά, που ομνύουν στην Αριστερά, όχι βάσει αξιών, αρχών ή πολιτικής συνέπειας, αλλά απλώς επειδή έτσι αυτοπροσδιορίζονται; Διότι έτσι τους βολεύει ή ακόμη χειρότερα, επειδή επιδιώκουν να μονοπωλήσουν έναν όρο φορτισμένο ιστορικά, ηθικά και κοινωνικά, απονευρώνοντάς τον από το περιεχόμενό του.
Ορισμένοι εξ αυτών εκπροσωπούν ένα ιδιότυπο κράμα ανερμάτιστου λαϊκισμού και πρόθυμου συμβιβασμού με τις οικονομικές και μιντιακές ελίτ του τόπου. Τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα, αλλά και η ανάλυση των αποτελεσμάτων των τελευταίων εκλογών και ευρωεκλογών, είναι απογοητευτικά για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που τοποθετούνται στο σοσιαλιστικό, προοδευτικό, αριστερό φάσμα της πολιτικής γεωγραφίας.
Η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας και της ευρύτερης Αριστεράς να αρθρώσουν αξιόπιστη εναλλακτική εξουσίας εξηγεί γιατί μια κυβέρνηση ελιτίστικη, αυταρχική, εξαρτημένη από οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα και βυθισμένη στον νεποτισμό, τη ρουσφετολογία και τον εκφοβισμό, οδεύει προς τρίτη εκλογική νίκη. Η αντιπολίτευση παραμένει κατακερματισμένη, ασαφής και ιδεολογικά αντιφατική, αδυνατώντας να εμπνεύσει με ένα πειστικό, συγκροτημένο και ελκυστικό σχέδιο διακυβέρνησης.
Η σημερινή Αριστερά μοιάζει παγιδευμένη σε κρίση ταυτότητας, προσανατολισμού και πολιτικής ιεράρχησης. Έχει απομακρυνθεί από τον ιστορικό της ρόλο ως δύναμη εθνικής ανεξαρτησίας, κοινωνικής συνοχής και παραγωγικής ανασυγκρότησης και τον έχει υποκαταστήσει με ανέξοδη ρητορική, ανεδαφικό λαϊκισμό και διακηρύξεις «προοδευτισμού» χωρίς απήχηση. Αριστεροί θεσιθήρες βουλευτές και κομματικά στελέχη κορυφής λειτουργούν ως μαγνήτες για το στελεχιακό δυναμικό, αναπαράγοντας έναν εσωστρεφή, πελατειακό κομματισμό που ακυρώνει κάθε προσπάθεια ανανέωσης. Η αδιαφορία των λαϊκών στρωμάτων είναι εύγλωττη και τα ερωτήματα για τη στρατηγική και την εκπροσώπηση μένουν αναπάντητα από τις πολυκερματισμένες ηγεσίες της «ευρύχωρης» Αριστεράς.
Επικίνδυνες θέσεις…
Πώς να μην τρομάζει, πράγματι, ο νουνεχής Έλληνας πολίτης, όταν ακούει τρεις πολιτικούς αρχηγούς στη Βουλή και άλλους δύο εξωκοινοβουλευτικούς, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων, να ζητούν ουσιαστικά τον αφοπλισμό της χώρας με το επιχείρημα ότι ο ελληνικός στρατός είναι απλώς ένα εκτελεστικό όργανο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, που έχει και ισχυρή βάση αληθείας, αλλά γιατί παράλληλα, υποβαθμίζεται η αποτρεπτική δυνατότητα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στη βεβαιωμένη αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας και στο ασταθές και συγκρουσιακό διεθνές περιβάλλον;
Το γνωστό και επικίνδυνα απλοϊκό δίλημμα «κανόνια ή βούτυρο» επανέρχεται, από εκείνους που δεν κατανοούν ότι χωρίς την ικανότητα άμυνας, την ισχυρή αποτροπή, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνική ευημερία, ούτε προοδευτική πολιτική. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν ευδοκιμεί σε κατεχόμενες, ανοχύρωτες ή υποτελείς χώρες.
Αντιθέτως, βλέπουμε ένα μέρος της Αριστεράς συστημικής ή επαναστατικής, ισχυρό μεν, αλλά ελπίζω μειοψηφικό, να υιοθετεί επικίνδυνες θέσεις περί «μοιράσματος του Αιγαίου», αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών, συγκυριαρχίας με την Τουρκία και αναγνώρισης τετελεσμένων στην Κύπρο. Υιοθετούν ουσιαστικά, με γεωπολιτική αφέλεια ή ιδεολογική ατολμία, το αφήγημα της Άγκυρας και συζητούν την συνομοσπονδοποίηση της Κύπρου, δηλαδή την έμμεση νομιμοποίηση της τουρκικής εισβολής.
Η επιμονή μέρους της ελληνικής Αριστεράς σε λύσεις που ταυτίζονται με τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας δεν προκύπτει από ρεαλισμό ή φιλειρηνικό ιδεολογισμό, αλλά από ιδεολογική σύγχυση και μεταπρατική δουλοπρέπεια απέναντι σε διεθνή σχήματα που δεν αντιλαμβάνονται την ιδιαιτερότητα του Αιγαίου, αλλά και του κυπριακού ζητήματος, ούτε καν την προοπτική τουρκοποίησης της Κύπρου. Αυτή δεν είναι η Αριστερά του ΕΑΜ, ούτε της Εθνικής Αντίστασης, ούτε του λαϊκού πατριωτισμού της Μεταπολίτευσης. Είναι ένα αμήχανο ιδεολογικό μόρφωμα χωρίς ιστορική μνήμη και χωρίς κοινωνικό έρεισμα.
Η Αριστερά σήμερα
Η Αριστερά με την οποία συνδέθηκε ιστορικά η ελληνική κοινωνία, ακόμη και στα πιο σκληρά χρόνια, δεν ήταν αυτή που ισορροπεί μεταξύ της τηλεοπτικής ρητορικής και της θεσμικής συναλλαγής. Ήταν εκείνη που ταυτίστηκε με τέσσερις αδιαπραγμάτευτες αξίες: αντιεξουσιαστική, φιλολαϊκή, δημοκρατική, πατριωτική. Αυτές οι αρχές δεν χωρούν στις σημερινές αφηγήσεις «αποδόμησης» του έθνους, ούτε στις εμμονές περί πολυπολιτισμικότητας που μετατρέπουν την εθνική ταυτότητα σε ύποπτη έννοια.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η ασυγχώρητη ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται κρίσιμα ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Οι ίδιοι χώροι θεωρούν τον Ελληνικό Στρατό περίπου “προβληματικό μηχανισμό”, υπεύθυνο μόνο για “ξένες αποστολές”, αδιαφορώντας για τον αποτρεπτικό του ρόλο.
Η Αριστερά οφείλει πρώτα να είναι πατριωτική, να εδράζεται στον λαό, στην ιστορική ταυτότητα και στην κυριαρχία του και μετά διεθνιστική. Μόνο ένας κυρίαρχος λαός μπορεί να συνάψει αυθεντικές σχέσεις διεθνιστικής αλληλεγγύης. Αλλιώς, η Αριστερά μετατρέπεται είτε σε διανοουμενίστικο μηδενισμό, είτε σε υπηρέτη υπερεθνικών ελίτ. Ο πατριωτισμός δεν πρέπει να συγχέεται με εθνικισμό ή απομόνωση.
Όσο η Αριστερά απομακρύνεται από την πατρίδα, τόσο πιο αδύναμη γίνεται και εξαρτημένη από εξωτερικές επιρροές. Η αδυναμία άρθρωσης ενός στρατηγικού πατριωτικού λόγου οδηγεί σε αντιφάσεις, πολιτικό καιροσκοπισμό και ηθικό αποπροσανατολισμό. Ο πατριωτισμός δεν είναι φασισμός. Είναι προϋπόθεση δημοκρατικής κυριαρχίας και η άμυνα του κράτους δεν είναι ταξική καταπίεση, είναι αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης.
Η βαθύτερη αιτία, όμως, είναι ιδεολογική. Η ελληνική Αριστερά δεν κατάφερε ποτέ να συγκεράσει τον διεθνισμό με έναν γνήσιο, προοδευτικό πατριωτισμό, όπως έκαναν άλλες Αριστερές στην Ευρώπη (βλ. Φρανσουά Μιτεράν, Ανδρέας Παπανδρέου, οι Καγκελάριοι του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD), ακόμα και οι σκανδιναβικές σοσιαλδημοκρατίες). Η μεταπολιτευτική Ελληνική Αριστερά, δεν ανέπτυξε ποτέ μια αφήγηση που να συνδέει την εθνική κυριαρχία με τα λαϊκά συμφέροντα, την άμυνα με τη δημοκρατία και την αποτροπή με την ειρήνη. Αν η ελληνική Αριστερά θέλει να είναι δύναμη ευθύνης και όχι διαρκούς υπεκφυγής, οφείλει να αποδείξει ότι μπορεί να είναι και πατριωτική και ρεαλιστική, χωρίς εισαγωγικά και αστερίσκους.