Tι προσφέρει η μελέτη της Ιστορίας σήμερα
18/05/2025
Η αέναη ροή του παρόντος προς το αυτοσυγκροτούμενο παρελθόν συγκροτεί ό,τι ο άνθρωπος προσδιορίζει ως διαδοχή και συνέχεια στο χρόνο και κατ’ επέκταση ως ενότητα, ως “είναι”. Μέσα σε αυτό το “είναι” ζει και ο ίδιος ως, επίσης, “αυτοσυγκροτούμενο Εγώ”, που ενοποιεί τα πράματα ως εικόνα, έννοια, λόγο, οργανώνοντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του και τον κόσμο.
Ορίζοντας το “είναι” συγκροτείται ταυτόχρονα ο ίδιος ως υποκείμενο, ως υποκείμενο που γνωρίζει, στηριζόμενο στις βασικές δομές που αποτελούν τα πρότυπα με τα οποία λειτουργεί ο νους και οι οποίες μπορούν να συστοιχηθούν προς αντίστοιχες δομές, οι οποίες βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια των ανθρώπινων πράξεων και μας βοηθούν να αποκωδικοποιήσουμε τη λειτουργία του ανθρώπου, του ενταγμένου σε ένα οργανωμένο πλαίσιο, αλλά και ό,τι βρίσκεται έξω και πέρα από τον ίδιο, και τους αντιληπτικούς του μηχανισμούς. Το υποκείμενο αυτό είναι το υποκείμενο της γλώσσας που χρησιμοποιεί και μέσω αυτής συνδέεται με τον πολιτισμό και την κοινωνία στην οποία ανήκει.
Άμεση πρόσβαση στη γνώση το υποκείμενο δεν έχει και οι Freud και Lacan το απομακρύνουν ακόμα περισσότερο από την αλήθεια. Ο μεν Freud με τη θεωρία του υποσυνειδήτου αποκαλύπτει ένα αδύνατο γνωστικό εγώ, ο δε Lacan, συμπληρώνοντας τον Freud, θεωρεί το υποσυνείδητο οργανωμένο ως γλώσσα και η γνώση, γι’ αυτόν, περνάει πλέον μέσα από τον Άλλον και τη διυποκειμενικότητα. Γνώση και αλήθεια είναι έννοιες αλληλένδετες και οι αποδομιστές δυσκολεύουν περαιτέρω τη θέση τους, η αλήθεια ρευστοποιείται και ο άνθρωπος το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι πολλαπλές αναγνώσεις με ισοδύναμες αλήθειες.
Μόλις και μετά βίας ο Wittgenstein διασώζει το νόημα τονίζοντας ότι είναι αδιαχώριστο με το νου και, τουλάχιστον, στο Tractatus μας απαλλάσσει από τη γοητεία του σολιψισμού που παρεισφρύει ανεπαισθήτως σε πλείστες όσες θεωρίες υποτιμούν την αίγλη του και τη δύναμή του, φλερτάρουν, όμως, με το μυστικισμό και ίσως τον αποκρυφισμό.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που αντιλαμβανόμαστε ως παρελθόν μια διαρκή ροή του “είναι” που χάνεται, κατανοούμε ότι το παρελθόν αυτό είναι άπειρο και αποτελείται από άπειρες στιγμές, τις οποίες η ανθρώπινη συνείδηση αδυνατεί να εισπράξει στην ολότητά τους και να τις διασώσει μέσω της μνήμης ως ανάμνηση. Η ενοποίηση του χρόνου, όμως, στη συνείδησή του αποτελεί μια σταθερή της διάσταση και είναι συστατικό στοιχείο των αξιών και των θεσμών της ανθρώπινης κοινωνίας, ενώ η αίσθηση που αποκτά ο άνθρωπος για το παρελθόν διασφαλίζει τη συνοχή της συνείδησής του στο χρόνο και συγκροτεί την ατομική του μνήμη και ταυτόχρονα τον καθιστά μέρος της συλλογικής μνήμης της κοινότητας μέσα στην οποία ανήκει.
Ο άνθρωπος εύκολα ταυτίζεται με το παρελθόν, προσπαθεί να το συντηρήσει, πολλές φορές το εξιδανικεύει. Είναι ο ρόλος του ιστορικού να θέσει στη βάσανο των τεκμηρίων αυτό το παρελθόν, προκειμένου από το χαοτικό χτες να προκύψει γνώση τέτοια που θα προσπεράσει και ίσως και αξιοποιήσει τις μυθολογίες της ατομικής μνήμης και της προσωπικής πρόσληψης και αφήγησης των γεγονότων. Και παρά το γεγονός ότι τα τελευταία ρεύματα στη σκέψη αμφισβητούν τις ολικές και καθολικές αναγνώσεις ιστορικών περιόδων, τις θεωρούν αφηγήσεις λογοτεχνικές περισσότερο παρά επιστημονικές, η προσήλωση στο προσωπικό, στο υποκειμενικό και στο μερικό αντανακλά μόνο ένα συγκεκριμένο ρεύμα στην Ιστορία και όχι το σύνολό της. Η Ιστορία αξιοποιώντας τις κατακτήσεις και των λοιπών επιστημών, ιδίως των ανθρωπιστικών, διαθέτει μία πληθώρα εργαλείων ανάγνωσης του αντικειμένου της.
Η Ιστορία, παρά ταύτα, δεν ξαναδιαβάζει το παρελθόν απλά μέσα από τα ιδεολογικά σχήματα της εποχής της, ούτε χρησιμοποίει τα νέα εργαλεία που προσπορίζεται από άλλες επιστήμες προς ιδία χρήση, αλλά αναδομείται η ίδια συνολικά. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως Ιστορία πλέον είναι ένα σύστημα ιδεών και μέσων οργανωμένων σε αδιάλειπτη ενότητα, που συγκροτείται από θεωρίες και γνώμες. Συγκροτείται, όμως, ως δομημένη ενότητα, αντιθετική και διαφορετική από τις άλλες επιστήμες όχι μόνο ως προς το πεδίο του επιστητού πάνω στο οποίο ασκείται, αλλά και ως προς την ιδιοσυστασία της ίδιας ως προς την ουσία της, που την καθιστά διακριτή και αυτόνομη.
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, για την Ιστορία δεν ξεκινά από το ενδιαφέρον του ανθρώπου για το παρελθόν του, αλλά από την προσπάθεια κατανόησης του παρόντος και του εαυτού του και σε αυτό απαντάει η Ιστορία, όχι με τα ερωτήματα που θέτει και τις απαντήσεις που δίνει, αλλά με αυτό που είναι η ίδια και στο σημείο αυτό έγκειται και η χρησιμότητά της. Η παιδική ηλικία της Ιστορίας είναι οι μεγάλες αφηγήσεις για το τι και πως συνέβη στο παρελθόν. Η αναπαράσταση, με λογοτεχνικές ουσιαστικά μεθόδους, επιπέδων οργάνωσης των κοινωνιών σε συνέχειες, σε νοητή σειρά τοποθετημένων. Οι θεματικοί άξονες οργάνωσής τους αποδίδουν την ιδιοτυπία της πρόσληψης του παρόντος του ίδιου του ανθρώπου που τη συγγράφει, θέτοντας ως κέντρο του τον Θεό, την οικονομία, την πολιτική, την πόλη, ευρύτερα σύνολα ή ό,τι ο καθένας εγγράφει στην πρακτική του ως κύριο μέσο θέασης του κόσμου.
H συμβολή της ιστορίας
Αυτό που συνιστά ιδιαιτερότητα για την εποχή μας και συμβολή της ιστορίας ταυτόχρονα είναι ότι στη θέση όλων των προαναφερόμενων δεν είναι πλέον η ιστορία, ο τρόπος, δηλαδή, ανάγνωσης, είναι ό,τι προσλαμβάνουμε ως ιστορία, το δομημένο ευδιάκριτο σύνολο που χτίζεται για να ερευνήσει κάτι, είναι αυτό που μας δίνει μια εικόνα του παρόντος μας, του εαυτού μας. Αυτό που ονειρεύτηκαν οι παλαιότεροι ιστορικοί, να προσδώσουν επιστημονικότητα στην Ιστορία, οδήγησε τουλάχιστον ακριβώς στο σημείο ώστε η ιστορία να αποτελεί ένα ευδιάκριτο μέσο προσπέλασης του είναι. Ένα ιστορικό κείμενο είναι τέτοιο, επειδή δεν αποκαλύπτει στον αναγνώστη μόνο τη δομή του, αλλά και το δομικό σκελετό του, το μοντέλο οργάνωσής του, πάνω στο οποίο χτίζεται, τη σκυτάλη, δηλαδή, της αυτοοργάνωσής του.
Αυτή η σκυτάλη συνιστά και την ιστορικότητά του, που αποκαλύπτει το είδος, αλλά και την εποχή που το παράγει. Για τη μελέτη, επί παραδείγματι, της ιστορίας των κοινών ανθρώπων, απαιτήθηκαν νέες τεχνικές έρευνας και μεγάλη εφευρετικότητα για την κατασκευή “μοντέλων” ανάγνωσής της, όπως μας λέει ο Eric Hobsbawm στο βιβλίο του “Για την Ιστορία”. Προσδιορίζει, δηλαδή, ως μοντέλο ένα ορθολογικό σχήμα που μας επιτρέπει να συνδυάσουμε τα διάφορα είδη συμπεριφοράς και να αποκαλύψουμε ένα σύνολο παραδοχών που δίνουν συνοχή στις συμπεριφορές αυτές. Είναι μια “αυθαίρετη κατασκευή”, την οποία η ιστορία δανείστηκε από την κοινωνική ανθρωπολογία, αλλά προϋποθέτει τη γνώση, την εμπειρία και τη φαντασία του ιστορικού για να λειτουργήσει, ώστε να προλαμβάνει αναχρονισμούς και αυθαιρεσίες.
Τέλος, για να κατανοήσει ο ιστορικός στις μέρες μας το πως και κυρίως το γιατί του παρελθόντος που οδήγησε στο παρόν και πιθανόν να οδηγήσει και στο μέλλον, έχει στη διάθεσή του διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις που μπορεί να αξιοποιήσει κάθε φορά ανάλογα με το υλικό που διαθέτει και το ζητούμενο που θέτει. Αναζητώντας, όμως, ο ιστορικός το γιατί στο παρελθόν ή διαβάζοντας το παρόν σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό που στην ουσία επιζητεί είναι να αποκαλύψει, όπως λέει ο ίδιος, τις ζωές και τις σκέψεις των απλών ανθρώπων και να τις διασώσει από την «πελώρια συγκατάβαση των μεταγενεστέρων» (Thompson, E.,P., στο Hobsbawm,) όσον αφορά το παρελθόν, ενώ όσον αφορά το παρόν να ξεσκεπάσει «τις εξίσου αυθαίρετες παραδοχές όλων εκείνων που νομίζουν ότι ξέρουν πως έχουν τα πράγματα και ποιες είναι οι λύσεις που θέλουν να επιβάλουν στους ανθρώπους», αποδεχόμενος, όμως, και ο ίδιος, ότι δεν γνωρίζει «όλες τις απαντήσεις για την κοινωνία και πως η διαδικασία εξεύρεσης τους δεν είναι απλή».
Τα “μακρά κύματα Κοντράτιεφ”
Παρά ταύτα, θεμιτή και επιθυμητή παραμένει η ανάγκη του ανθρώπου να προβλέψει το μέλλον, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι αυτό και δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά και ότι ο ίδιος δεν έχει τη δυνατότητα να το προσεγγίσει. Πολλοί ιστορικοί, όμως, δεν απέφυγαν τον πειρασμό να προεικάσουν το μέλλον που προκύπτει, όχι ως αποτέλεσμα των αποφάσεων και των σχεδιασμών του παρόντος, που και αυτό είναι αβέβαιο, αλλά ως αποτέλεσμα της ισχύος νόμων που περιγράφουν μακρές περιόδους που ξεπερνούν τα στενά όρια της ζωής ενός ανθρώπου και αποτυπώνονται ως ευρύτερες τάσεις δύσκολα επαληθεύσιμες στο παρόν και στο εγγύς μέλλον.
Τέτοιες προβλέψεις, ιδίως στην οικονομία, με επιπτώσεις στην κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό, αποτελούν, επί παραδείγματι, τα “μακρά κύματα Κοντράτιεφ”, που αποκαλύπτουν περιόδους ύφεσης και ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας διάρκειας είκοσι έως τριάντα περίπου ετών.
Τα “μακρά κύματα Κοντράτιεφ” προέκυψαν ως αποτέλεσμα παρατήρησης στις αρχές του 20ου αιώνα και αποτέλεσαν μοτίβο, το οποίο χρησιμοποίησαν κάποιοι ιστορικοί για να ερμηνεύσουν τις περιοδικότητες οικονομικών, κυρίως, φαινομένων, στη βάση ύπαρξης μηχανισμών τους οποίους, όμως, αγνοούμε. Είναι πιθανό, λοιπόν, η λειτουργία της θεωρίας αυτής, όπως και άλλων μηχανιστικών μοντέλων πρόβλεψης της ιστορικής εξέλιξης, που, μερικά από αυτά, επιβεβαιώνουν απλά τα δεδομένα με τα οποία έχουν τροφοδοτηθεί, να είναι προτιμότερη από τις αστρολογικές προβλέψεις ή τις προφητείες παντός είδους.
Εκτός, όμως, από το ρόλο τους στην διαχείριση της αγωνίας του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο μέλλον, η αποτελεσματικότητά της παραμένει μικρή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι ο άνθρωπος θα σταματήσει να προσπαθεί να ανακαλύψει τους μηχανισμούς λειτουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών σε μακρύτερες διάρκειες, ή, μέσω της ανάλυσης των γεγονότων, να απαλλαγεί από αφελείς αντιλήψεις για την επανάληψη της ιστορίας ή προσωπικές επιθυμίες και προσδοκίες.
Όπως, όμως, είναι αδύνατον ο άνθρωπος να μην αξιοποιήσει την μνήμη του, την εμπειρία του και τη γνώση που προκύπτει από την ανάγνωση του παρελθόντος ως γέφυρα στο παρόν για να περάσει από το παρελθόν στο μέλλον, ταυτόχρονα, είναι απλοϊκό να θεωρήσει την ιστορία ως ένα μέσο πρόβλεψης του μέλλοντος, όταν ακριβώς η εργασία της πάνω στο παρελθόν είναι αυτή που μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι αυτό δεν εξαερώνεται, δεν χάνεται, δεν έχει απλά προβολές στο παρόν, ζει ανάμεσά μας, και όσον αφορά το απώτερο και όσον αφορά το πρόσφατο που φτάνει ως ιδεολογική και πολιτιστική κατασκευή σε εμάς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διαμόρφωση της συνείδησής μας αφενός και για τη συγκρότηση της ταυτότητα μας αφετέρου.