Τί μπορεί να αλλάξει το κόμμα Σαμαρά στο πολιτικό σύστημα;
25/05/2025
Σε προηγούμενο σημείωμα αναλύσαμε τα πιθανά πολιτικά σενάρια της επόμενης ημέρας. Ακούγονται πολλά για κόμμα Σαμαρά. Αυτό, υπό το φως της γενικής απογοήτευσης του εκλογικού σώματος από κυβέρνηση και αντιπολίτευση και της κρίσης θεσμών που διέρχεται η χώρα. Δε γνωρίζουμε πόσο πιθανό είναι ή πόσο εύκολο είναι να επιτύχει ένα τέτοιο εγχείρημα. Παρόλα αυτά, οι όποιες συγκρίσεις με την περίπτωση του 1993 είναι μάλλον αδόκιμες.
Άλλο 1993 και άλλο 2025: Το 1993 ο δικομματισμός ήταν πιο κραταιός από ποτέ, τα δύο μεγάλα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, συγκέντρωναν σταθερά άνω του 85%. Οι σχέσεις τους με την εκλογική τους πελατεία ήταν πολύ σταθερή. Μετά τα μνημόνια, το εκλογικό σώμα συμπεριφέρεται σαν κινούμενη άμμος, οι παραδοσιακές σχέσεις εξάρτησης μεταξύ κομμάτων και εκλογέων έχουν διαρραγεί. Κόμματα εκτοξεύονται και κατακρημνίζονται σε ελάχιστο χρόνο. Στη σημερινή συγκυρία η ΝΔ έχει απομακρύνει ένα σημαντικό μέρος της παραδοσιακής της βάσης. Αυτός ο κόσμος επιζητά νέο δεξιό φορέα έκφρασης.
Επίσης, η ΠΟΛΑΝ τότε είχε περάσει – ίσως εσφαλμένα – στον κόσμο ως ένα κόμμα μονοθεματικό, που αφορούσε το Μακεδονικό. Τώρα ο Σαμαράς έχει καταθέσει μια πιο ολοκληρωμένη, διακριτή, ιδεολογική πλατφόρμα, που εκτείνεται από τα ζητήματα ταυτότητας μέχρι τα εθνικά θέματα και την οικονομική πολιτική. Ταυτόχρονα έχει ρητώς αποστασιοποιηθεί από τους κυβερνητικούς χειρισμούς για τα Τέμπη. Τέλος, τότε ο Σαμαράς είχε το προφίλ του φερέλπιδα νέου πολιτικού που δεν ήταν μέρος του πολιτικού κατεστημένου και πρέσβευε την “υπέρβαση”. Τώρα, τριάντα δύο χρόνια μετά, ως γηραιός πολιτικός και με το ιστορικό της μνημονιακής διακυβέρνησης δεν μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο.
Τα προβλήματα και οι ευκαιρίες
Αυτό που είναι κοινό ανάμεσα στις δύο συγκυρίες είναι η αδυναμία του Σαμαρά να συνθέσει και να αποταθεί σε κόσμο πέραν της δεξιάς. Αυτό καθιστά απαγορευτική τη συγκρότηση πλειοψηφικού ρεύματος γύρω από το πρόσωπό του. Ο Σαμαράς, ως πολύπειρος πολιτικός, δεν μπορεί παρά να έχει συνειδητοποιήσει ότι μάλλον το εγχείρημά του δεν μπορεί να έχει προοπτικές εξουσίας. Παρόλα αυτά, στον ευρύτερο δεξιό χώρο ο Σαμαράς αποτελεί σημείο αναφοράς με συνεπείς ιδεολογικές συντεταγμένες.
Στη σημερινή συγκυρία που το πολιτικό εκκρεμές γέρνει πανευρωπαϊκά προς τα δεξιά, αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η επιτυχία του εγχειρήματός του θα κριθεί από την ικανότητά του να συσπειρώσει το μεγαλύτερο μέρος των παραδοσιακών δεξιών ψηφοφόρων. Αυτούς που αισθάνονται αποξενωμένοι και προδομένοι από τη ΝΔ του Μητσοτάκη, δηλαδή ένα διόλου ευκαταφρόνητο 20% του εκλογικού σώματος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ουσιαστικά θα απέκλειε το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας της ΝΔ.
Το Μαξίμου έχει αφουγκραστεί τον κίνδυνο. Εξ’ου και οι συνεχείς επιθέσεις προς το Σαμαρά (Μπακογιάννη, φιλοκυβερνητικός Τύπος). Εξάλλου, είναι χαρακτηριστική η απουσία ερωτήματος “για την απήχηση του κόμματος Σαμαρά” από τις δημοσκοπήσεις, ενώ παραδοσιακά σε περιπτώσεις φημολογούμενων νέων κομμάτων, αυτό ερωτάται.
Ενδοπαραταξιακός ελιγμός
Το σημαντικό είναι ότι αν αυτό το σενάριο επαληθευτεί, τότε οδεύουμε σε μετεκλογική συγκυβέρνηση του νέου φορέα και της ΝΔ. Η συγκυβέρνηση που λογικά θα ακολουθήσει την εκλογική πτώση της ΝΔ προϋποθέτει αλλαγή αρχηγού στη ΝΔ και επιλογή νέου πρωθυπουργού κοινής αποδοχής.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, το κόμμα Σαμαρά δεν πρέπει να ιδωθεί ως μια στρατηγική κίνηση για αντικατάσταση της ΝΔ ως κύριου φορέα της Δεξιάς. Αντιθέτως, είναι πιθανότερο να είναι κυρίως μια κίνηση τακτικής απόσχισης για προσωρινή αλλαγή των συσχετισμών στη δεξιά παράταξη με προοπτική άμεσης επανασυγκόλλησης, όταν αλλάξει ο αρχηγός της ΝΔ. Έτσι, και η επόμενη κυβερνητική λύση αναμένεται λογικά να προέλθει από το χώρο της Δεξιάς. Αυτό το σενάριο ενισχύεται και από την εικόνα της Κεντροαριστεράς, που δε δείχνει να μπορεί να προσφέρει εναλλακτική πρόταση εξουσίας.