Πότε ένας πολιτικός μπορεί να κατηγορείται για εσχάτη προδοσία;
07/06/2025
Η εσχάτη προδοσία είναι ένα έγκλημα που προϋποθέτει δόλον και επίγνωση της αδικοπραξίας. Ο δόλος δεν σημαίνει αναγκαίως προσωπικό όφελος – αν και τελικώς η εξυπηρέτηση φίλων και υποστηρικτών, που κατέληξε στην κάρπωση της εξουσίας, η οποία πάντοτε διαφθείρει, διευρύνει όχι μόνο την έννοια του ενδεχομένου δόλου αλλά τον καθιστά πολύ πιθανόν.
Η ικανότης προς αδικοπραξία ή προδοσία, από την άλλη είναι αποτέλεσμα μιας επικινδύνου καταστάσεως όπου ο εγκληματίας είτε δεν είναι εις θέσιν να γνωρίζει τις συνέπειες είτε τις αποδέχεται λόγω χαλαράς συνειδήσεως. Και γι’ αυτό είναι πιο επικίνδυνη.
Η διαρκής μάλιστα ανικανότης αυτοσυνειδησίας καθιστά τον ακαταλόγιστο ικανό δια σωρείαν αδικημάτων. Π.χ. τον εμπρηστή μεταβάλλει σε δολοφόνον αλλά και συγκαλύπτην και παρακωλητήν της δικαιοσύνης. Κι αλλά παρεπόμενα, όπως σκληρότητα απέναντι στα θύματα ή τους συγγενείς των ή και εγκληματική αδιαφορία ακόμη και προκλητικότητα όπως η επιβράβευση των υπευθύνων με συμπερίληψη στους εκλογικούς καταλόγους.
Σε τελική ανάλυση σημασία αποκτά αυτή καθ’ εαυτή η κατηγορία. Εάν πρόκειται για μία προσωπική διαφορά, μικρόν το κακό. Αν όμως για προσβολή ενός συλλογικού αγαθού, όπως το κράτος-δικαίου ή την αξιοπιστία ηγέτη, ακόμη η αξιοπρέπεια του κατηγορουμένου, το πράγμα διαφέρει έστω κι αν πρόκειται για εξόφθαλμη αδικία. Διότι πώς ο κατηγορούμενος επί εσχάτη προδοσία θα χειρισθεί εθνικά συμφέροντα όταν οι διεκδικούντες αυτά, γνωρίζουν ότι η προσωπικότης του αμφισβητείται ακόμη και από 33 συμπατριώτες του.
Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία εύκολα εκτοξεύεται η κατηγορία αλλά πέραν του ότι υπάρχουν πολλά που την στοιχειοθετούν , το να ευρίσκονται όχι ένας αλλά 33 βουλευτές να υπογράφουν την παραπομπή, μπορεί μεν η πλειοψηφία να την απορρίπτει αλλά το πρόσωπο που κατηγορείται χάνει την ακεραιότητα αν δεν αμαυρούται. Κι αυτό είναι το σημερινό πρόβλημα που μόνον η παραίτηση το εξαλείφει.