Τα μοιραία στραβοπατήματα του αμερικανικού “βούβαλου” – Από τον Κένεντι στην Ουκρανία
13/06/2025
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς σήμερα τις ραγδαίες εξελίξεις στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή εσωτερική κρίση, με ορατό τον κίνδυνο του εμφυλίου να απειλεί να τις συντρίψει κυριολεκτικά.
Η αξιακή κρίση, που τείνει σήμερα να διαλύσει εκ των έσω τις ΗΠΑ, σίγουρα δεν ήρθε εξ ουρανού, ούτε αποτελεί σημείο των καιρών 9βλ. δολοφονία Κένεντι, όπως θα δούμε). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι διαχρονικά λάθη, ατυχείς πόλεμοι, σε συνδυασμό με τη διαπλοκή οργανωμένων συμφερόντων στη λειτουργία των θεσμών, σταδιακά ναρκοθέτησαν, σε βάθος χρόνου, τόσο το αμερικανικό όνειρο όσο και την αμερικανική ισχύ, στην οποία μάταια σήμερα ελπίζει το σύνολο του δυτικού κόσμου.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, ώστε να θυμηθούμε τα μεγάλα ιστορικά στραβοπατήματα του αμερικανικού γίγαντα, προκειμένου να κατανοήσουμε το πλαίσιο στο οποίο η κακοδαιμονία της πολιτικής εξέθρεψε το τέρας που ακούει στο όνομα «Αξιακή Κρίση».
Η δολοφονία Κένεντι (1963)
Η δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι στις 22 Νοεμβρίου 1963 στο Ντάλας δεν ήταν μόνο η απώλεια ενός χαρισματικού ηγέτη, αλλά και το πρώτο βαθύ ρήγμα στην εμπιστοσύνη των Αμερικανών προς το κράτος και τους θεσμούς. Ο Κένεντι συμβόλιζε την ελπίδα, την πρόοδο και το «Νέο Σύνορο» (New Frontier), και η βίαιη δολοφονία του δημιούργησε ένα κενό που δεν καλύφθηκε ποτέ. Η Επιτροπή Γουόρεν, που συστάθηκε για να διερευνήσει την δολοφονία Κένεντι, κατέληξε ότι ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ έδρασε μόνος του.
Ωστόσο, οι ασυνέπειες στην έρευνα, οι θεωρίες συνωμοσίας (CIA, Μαφία, εσωτερικά συμφέροντα) και η έλλειψη διαφάνειας τροφοδότησαν μια μακροχρόνια καχυποψία. Η αίσθηση ότι η αλήθεια αποκρύπτεται έγινε ο καταλύτης για την αμφισβήτηση της θεσμικής ακεραιότητας. Ενώ η Αμερική είχε ήδη βάλει το πόδι της στη λάσπη του Βιετνάμ με περιορισμένη εμπλοκή από τη δεκαετία του 1950, ήταν η δολοφονία Κένεντι, που είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την κλιμάκωση του πολέμου, που άνοιξε τον δρόμο για την επόμενη μεγάλη κρίση. Η απόφαση του Λύντον Τζόνσον να στείλει χιλιάδες στρατεύματα από το 1965 και μετά σηματοδότησε την πορεία προς την οριστική ήττα και την εδραίωση της αξιακής κρίσης.
Ο Πόλεμος του Βιετνάμ (1965-1975)
Αν η δολοφονία του Κένεντι έσπειρε την αμφιβολία, ο Πόλεμος του Βιετνάμ την πότισε με το αίμα χιλιάδων στρατιωτών και την οργή μιας διχασμένης κοινωνίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως την πτώση της Σαϊγκόν το 1975, ο πόλεμος αποτέλεσε μια στρατιωτική, πολιτική και κοινωνική καταστροφή για τις ΗΠΑ. Η ήττα από μια μικρότερη, λιγότερο εξοπλισμένη δύναμη (Βόρειο Βιετνάμ και Βιετκόνγκ) διέλυσε το αφήγημα της αμερικανικής «ανίκητης υπερδύναμης» που είχε καλλιεργηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι εικόνες από το μέτωπο και οι απώλειες 58.000 Αμερικανών στρατιωτών δεν υποδηλώνουν απλώς μια στρατιωτική ήττα, αλλά αποτελούν ένα χτύπημα στο αμερικανικό όνειρο, στις αξίες της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας» που οι ΗΠΑ μέχρι τότε προέβαλαν. Η Αμερική βγήκε από το Βιετνάμ γυμνή από το αφήγημα της υπεροχής της, με τους θεσμούς της πιο ευάλωτους από ποτέ.
Sex, Drugs & Rock ‘n’ Roll (τέλη 1960s-αρχές 1970s)
Το «Sex, Drugs & Rock ‘n’ Roll» δεν είναι απλώς ένα σλόγκαν, αλλά η επιτομή της αντικουλτούρας που άνθισε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1960, με αποκορύφωμα γεγονότα όπως το Φεστιβάλ του Woodstock (1969) και την έκρηξη της ψυχεδελικής μουσικής και της ελεύθερης έκφρασης. Αυτή η κίνηση, που συνδέθηκε με το χιπισμό, την αμφισβήτηση της εξουσίας και την απελευθέρωση από τις παραδοσιακές κοινωνικές νόρμες, αντικατόπτριζε την απόρριψη των συντηρητικών αξιών της μεταπολεμικής Αμερικής (οικογένεια, πατριωτισμός, υλισμός).
Η μαζική χρήση ναρκωτικών (LSD, μαριχουάνα), η σεξουαλική επανάσταση (ελεύθερος έρωτας, αντισύλληψη) και η ροκ μουσική (Jimi Hendrix, Janis Joplin, The Doors) έγιναν σύμβολα μιας γενιάς που γύρισε την πλάτη στους θεσμούς και αναζήτησε νέες μορφές ελευθερίας.
Η αντικουλτούρα του «Sex, Drugs & Rock ‘n’ Roll» διεύρυνε το χάσμα μεταξύ γενεών και ιδεολογιών, ενισχύοντας την πόλωση που είχε ξεκινήσει με το Βιετνάμ. Επιπλέον, η αντικουλτούρα, ενώ απέτυχε να αλλάξει ριζικά την κοινωνία, άφησε κληρονομιά την αμφισβήτηση της εξουσίας και την έμφαση στην ατομική ελευθερία, που επηρεάζουν τη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα.
Το Σκάνδαλο Watergate (1972-1974)
Το σκάνδαλο Watergate ξεκίνησε με την παράνομη διάρρηξη στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο συγκρότημα Watergate τον Ιούνιο του 1972, από ανθρώπους που συνδέονταν με την εκστρατεία επανεκλογής του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον.
Οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν, κυρίως μέσω των ερευνών της Washington Post, έδειξαν ότι η κυβέρνηση Νίξον είχε εμπλακεί σε εκτεταμένες παράνομες δραστηριότητες: παρακολουθήσεις, κατάχρηση εξουσίας, απόπειρες συγκάλυψης και χρήση κρατικών θεσμών (όπως το FBI και η CIA) για πολιτικούς σκοπούς. Η παραίτηση του Νίξον το 1974, μετά την απειλή μομφής, ήταν η πρώτη φορά που ένας Αμερικανός πρόεδρος παραιτήθηκε, σφραγίζοντας την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.
Το Watergate τροφοδότησε μια κουλτούρα κυνισμού και καχυποψίας, οι πολίτες άρχισαν να βλέπουν την πολιτική ως παιχνίδι εξουσίας και διαφθοράς, ενώ τα ΜΜΕ απέκτησαν νέο ρόλο ως «φύλακες» της δημοκρατίας, αλλά και ως πηγή περαιτέρω πόλωσης.
Ο Πόλεμος του Κόλπου (1990-1991)
Όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ το 1990, οι ΗΠΑ, υπό τον Τζορτζ Μπους, έστησαν μια πολυεθνική συμμαχία, πούλησαν την ιδέα της «νέας παγκόσμιας τάξης» και έριξαν έξυπνες βόμβες σε ζωντανή μετάδοση από το CNN. Μέσα σε 100 ώρες, το Κουβέιτ απελευθερώθηκε, η τέταρτη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του κόσμου διαλύθηκε, και οι Αμερικανοί χειροκροτούσαν την «καθαρή» τους νίκη.
Όμως, οι ΗΠΑ σταμάτησαν τον πόλεμο χωρίς να ανατρέψουν τον Σαντάμ, αφήνοντάς τον να σφάζει Κούρδους και Σιίτες που είχαν πιστέψει τις υποσχέσεις για ελευθερία. Οι κυρώσεις που ακολούθησαν βύθισαν τον ιρακινό λαό στην ανθρωπιστική κρίση, ενώ ο Σαντάμ τις εκμεταλλεύτηκε για να κατηγορεί τις ΗΠΑ. Η «νίκη» του Κόλπου, αντί να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη, έδειξε ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να κερδίσουν μάχες, αλλά όχι την ψυχή ενός έθνους που είχε μάθει να μην πιστεύει πια στις υποσχέσεις της εξουσίας.
Πόλεμος του Κοσόβου (1999)
Ο Πόλεμος του Κοσόβου ήταν η στιγμή που η Αμερική και το ΝΑΤΟ έδειξαν στον κόσμο ότι το “ανθρωπιστικό” τους προσωπείο ήταν φτιαγμένο από απεμπλουτισμένο ουράνιο. Το 1999, με πρόσχημα την προστασία των Αλβανών του Κοσόβου από τη “γενοκτονία” του Μιλόσεβιτς, το ΝΑΤΟ, υπό την καθοδήγηση του Μπιλ Κλίντον, εξαπέλυσε 78 ημέρες αεροπορικών βομβαρδισμών στη Σερβία, χωρίς έγκριση του ΟΗΕ. Βομβάρδισαν νοσοκομεία, σχολεία, γέφυρες, ακόμα και τρένα με επιβάτες, σκοτώνοντας εκατοντάδες αμάχους και ισοπεδώνοντας υποδομές αξίας 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι “έξυπνες” βόμβες του Κόλπου έγιναν «ανθρωπιστικές» βόμβες διασποράς, αφήνοντας πίσω ραδιενεργά συντρίμμια και καρκίνους. Η Σερβία, η τελευταία γωνιά της Ευρώπης που δεν είχε γονατίσει στον αμερικανικό νεοφιλελευθερισμό, ταπεινώθηκε, ενώ το Κόσοβο, υπό τη στήριξη του ΝΑΤΟ, έγινε βάση για τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στα Βαλκάνια. Η δικαιολογία της «εθνοκάθαρσης» αποδείχθηκε αμφιλεγόμενη, με τον UCK να κατηγορείται για δικά του εγκλήματα. Οι Σέρβοι, που έχασαν το Κόσοβο, έμαθαν ότι η “δημοκρατία” της Δύσης έρχεται με πυραύλους Cruise, ενώ ο κόσμος είδε καθαρά ότι η “νέα παγκόσμια τάξη” του Μπους ήταν απλώς ιμπεριαλισμός με καλύτερο μάρκετινγκ.
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήταν το χτύπημα που έριξε την Αμερική στα γόνατα. Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η υπερδύναμη ένιωσε γυμνή και ευάλωτη. Η κυβέρνηση Μπους υποσχέθηκε εκδίκηση και ασφάλεια, αλλά ο Πατριωτικός Νόμος του 2001, με τις μαζικές παρακολουθήσεις και την κατάργηση ελευθεριών, έδειξε ότι η «δημοκρατία» ήταν διαπραγματεύσιμη.
Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» οδήγησε στο Αφγανιστάν και, το 2003, στο Ιράκ, με ψευδείς ισχυρισμούς για όπλα μαζικής καταστροφής που θύμιζαν τα Pentagon Papers του Βιετνάμ. Η Αμερική που βγήκε από την 9/11 δεν ήταν πια η ίδια – όχι μόνο πληγωμένη, αλλά και πιο κυνική, πιο διχασμένη, πιο απομακρυσμένη από το όνειρο της ελευθερίας που κάποτε πούλησε στον κόσμο.
WikiLeaks και η Αποκαθήλωση των Δημοκρατικών
Οι αποκαλύψεις του WikiLeaks αποτέλεσαν το «τελικό καρφί στο φέρετρο» της εμπιστοσύνης στους Δημοκρατικούς και το αμερικανικό κατεστημένο. Το WikiLeaks ήταν ο καθρέφτης που έδειξε την Αμερική γυμνή, χωρίς το φωτοστέφανο της «αγιοσύνης» που οι Δημοκρατικοί πούλησαν στον κόσμο. Από το 2007, ο Τζούλιαν Ασάνζ και η Τσέλσι Μάνινγκ έριξαν φως στα σκοτάδια της υπερδύναμης: οι Δημοκρατικοί, που παρουσιάζονταν ως φάρος προοδευτισμού, χειραγώγησαν τις προκριματικές για να στεφθεί η Χίλαρι Κλίντον, η «βασίλισσα» του κατεστημένου, ενώ τα emails της έδειχναν συναλλαγές με τράπεζες και εταιρείες.
Η δίωξη του Ασάνζ και της Μάνινγκ, που κράτησε χρόνια, έδειξε ότι η Αμερική δεν συγχωρεί όσους λένε την αλήθεια. Το WikiLeaks δεν έριξε μόνο το προσωπείο της «δημοκρατίας» – έδειξε ότι το αμερικανικό όνειρο ήταν πια ένας εφιάλτης, όπου οι θεσμοί, είτε Δημοκρατικοί είτε Ρεπουμπλικανοί, υπηρετούσαν την εξουσία, όχι τον λαό.
Ουκρανία: Το μεγάλο φιάσκο της Δύσης
Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να παρουσιαστεί ως το «κύκνειο άσμα» της δυτικής ηγεμονίας, όπου η επιμονή της Δύσης και μέχρι πρότεινος των Δημοκρατικών της Αμερικής να πριμοδοτεί έναν ατελέσφορο πόλεμο αποκαλύπτει την ηθική και στρατηγική της χρεοκοπία.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022, η Δύση, με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ μπροστά, υποσχέθηκε να υπερασπιστεί τη «δημοκρατία» με δισεκατομμύρια σε όπλα, κυρώσεις και ηθικολογίες. Τρία χρόνια μετά, το 20% της Ουκρανίας παραμένει κατεχόμενο, 7 εκατομμύρια πρόσφυγες περιπλανώνται, και η «ελίτ» 155η Ταξιαρχία, εκπαιδευμένη από το ΝΑΤΟ, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, με λιποτάκτες να σκορπίζουν στη Γαλλία. Οι πολίτες, από την Αθήνα ως την Ουάσινγκτον, αναρωτιούνται γιατί τα λεφτά τους πάνε σε drones αντί για νοσοκομεία, ενώ η καχυποψία για τα κίνητρα του ΝΑΤΟ φουντώνει. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλώς μια σύγκρουση – είναι η ταφόπλακα της δυτικής «αγιοσύνης», που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ποτέ τίποτα περισσότερο από ένα καλοστημένο θέατρο ισχύος
Σήμερα η Αμερική, η κάποτε κραταιά υπερδύναμη, στέκεται αντιμέτωπη με το αμαρτωλό της παρελθόν. Οι αυξανόμενες ανισότητες, η πολιτική υποκρισία και οι αλλεπάλληλες αξιακές κρίσεις αποκαλύπτουν μια αυτοκρατορία που σαπίζει από μέσα. Τ ο κρίσιμο ερώτημα του 2025 δεν είναι αν η Αμερική μπορεί να κρατήσει το στέμμα της, αλλά αν διαθέτει την διάννοια, τα εργαλεία και τις κοινωνικές δυνάμεις για μια γενναία αυτοκάθαρση. Οι χρόνιες πληγές της – τα ψέματα, η διαφθορά, το αίμα – ζητούν δικαίωση. Μέχρι τότε, η «δημοκρατία» της παραμένει ένα καλοσκηνοθετημένο ψέμα, στο οποίο ούτε η ίδια δεν μπορεί πια να πιστέψει.