“Το Φοινικικό Σχέδιο”: Μία ταινία με εκπληκτική σκηνοθεσία
13/06/2025
Ένα ακόμα σκηνογραφικό και κινηματογραφικό γεωμετρικό επίτευγμα από τον εξαιρετικό στιλίστα Γουές Άντερσον (Wes Anderson), που γράφει και το σενάριο μαζί με το μόνιμο συνεργάτη του Ρόμαν Κόπολα (Roman Coppola). Στο “Φοινικικό Σχέδιο” (The Phoenician Scheme) στήνει έναν ιδιαίτερο κόσμο γεμάτο μαύρο, υπόγειο χιούμορ και ίσως κάμποσα πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα, που μάλλον μας αφορούν.
Αν και δεν ενθουσιάζει αυτή τη φορά ο Άντερσον (σκηνοθέτης του εξαιρετικού “Ξενοδοχείο Grand Budapest”, 2014, και πολλών άλλων: “Asteroid city”, 2023, “French dispatch”, 2021, κ.ά.) καταφέρνει να σε εισάγει σε έναν πολύ ιδιαίτερο κόσμο που έχει τις δικές του ιδιότητες ή ακόμα και φυσικούς νόμους. Στο “Φοινικικό Σχέδιο”, ο πρωταγωνιστής Ζα-Ζα Κόρντα (Μπελίσιο Ντελ Τόρο), ένας διάσημος (και μάλλον αντιπαθής) μεγιστάνας, προσπαθεί να εισάγει ένα σχέδιο αναβάθμισης μίας υποβαθμισμένης Μεγάλης Ανεξάρτητης Φοινίκης και γυρίζει με το αεροπλάνο τον κόσμο συναντώντας, διαπραγματευόμενος, τα ποσοστά συμμετοχής άλλων επενδυτών στο μεγαλεπήβολο σχέδιό του.
Παράλληλα, θα καταστήσει την καλόγρια κόρη του μοναδικό του κληρονόμο και θα προσπαθήσει να τη μυήσει για το σχέδιό του και να φτιάξει τη σχέση της μαζί του. Ωστόσο, με έναν τραγελαφικό σουρεαλιστικό τρόπο έχει γλιτώσει έξι αεροπορικά ατυχήματα, όλα απόπειρες δολοφονίας απέναντί του. Ο πρωταγωνιστής, μάλλον, φιγουράρει ως μία κλασική καρικατούρα πλούσιου μεγιστάνα, που παραπέμπει ίσως σε σύγχρονες μορφές μεγιστάνων που μονοπωλούν την πολιτική σκηνή.
Σε αυτό το αφηγηματικό ντελίριο, με ένα αρκετά γρήγορο και ρηξικέλευθο μοντάζ, σε παρασύρει από φαινομενικά άσχετους διαλόγους σε περασμένη δεκαετία (1950), ενώ παράλληλα παίζει σε μπασκετικά σουτ το ποσοστό χρηματοδότησης με δύο από τους επενδυτές. Πάμπλουτοι μεγιστάνες μετατρέπουν τα καπιταλιστικά επενδυτικά σχέδια σε ένα ρεσιτάλ σουρεαλιστικής φάρσας. Κάπως έτσι διακινείται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας: οι ληστές με τα καλάζνικοφ, που αφαιρούν τιμαλφή από ανυποψίαστους πελάτες ακριβού ρεστοράν στη Μέση Ανατολή, θορυβούν τον ιδιοκτήτη όχι για τη ληστεία αυτή καθαυτή, αλλά για τους πυροβολισμούς που του χάλασαν το ταβάνι του.
Μπλεγμένη πλοκή
Παραδόξως, η ταινία με πολλά μετωπικά πλάνα και κάμποσα κατοπτικά, εμπλουτισμένα με εξαιρετική χρωματική παλέτα, ορθογωνισμένα όλα, γεωμετρικά άψογα, με λεπτομέρειες που σοκάρουν, ο Άντερσον δημιουργεί ένα σινεμά αρχιτεκτονικής αισθητικής πλαστικότητας και με καστ που θα ζήλευε το ακριβότερο blockbuster στο Χόλιγουντ. Με εξαιρετική μαεστρία χειρίζεται τους ηθοποιούς του, αφήνει σε όλους το περιθώριο να υπονοούν το χιούμορ ή την ειρωνεία που συνήθως κρύβεται σε κάθε σκηνή. Ο Ντελ Τόρο δικαιωματικά κλέβει το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, αλλά παράλληλα μοιάζει ο ρόλος να του ταιριάζει άψογα.
Ο Άντερσον δεν καταφέρνει στην αφήγησή του να συνεπάρει το θεατή, αρχικά στέκει αμήχανος στην συνολική δομή και το πρόβλημα που προκύπτει στον κυνικό πρωταγωνιστή. Μάλλον, εν τέλει, προσφεύγει σε λύσεις που πάνω-κάτω φαίνονται από πριν: η καλόγρια θα παρατήσει το ράσο, ο καθηγητής-γραμματέας είναι πράκτορας, κ.ά.. Και εκεί κάπου ο Άντερσον χάνει τη φρεσκάδα που προσπαθεί να βγάλει, η αφήγηση συνολικά μοιάζει μάλλον άνευρη και έωλη.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν σκηνές και πλάνα που παραπέμπουν σε μία Παρατζάνειο λογική (“Το χρώμα του ροδιού”, 1969), ειδικά οι σκηνές που ο Ντελ Τόρο φλερτάρει με το θάνατο, συνομιλεί με το Θεό δημιουργό, ενώ γίνεται ο Ποιμήν ο Μοσχοφόρος, με το μόσχο το σιτευτό να κρύβει νομίσματα, το χρήμα που για το μεγιστάνα κινεί τα πάντα. Η έννοια της μετά θάνατον ζωής προκαλεί μία συνεχή αναζήτηση για τον πρωταγωνιστή, όπως και της καλόγριας κόρης του, που φροντίζει αρχικά να ακολουθεί αυστηρή καλογερική ζωή.
Ο Άντερσον οδηγεί την πλοκή σε μία ανατροπή που δεν πείθει ιδιαίτερα: ο διώκτης και ο άνθρωπος που τον κυνηγάει να τον σκοτώσει είναι ο ετεροθαλής αδερφός του (Benedict Cumberbatch). Η εμπλοκή της κόρης του Κόρντα με τον θείο που ίσως είχε σχέση με τη μητέρα της και ενδεχομένως να είναι δική του κόρη, λειτουργεί μάλλον υπονομευτικά παρά λύνει το πρόβλημα του Κόρντα. Η ταινία οδηγείται έτσι κι αλλιώς σε λύσεις που οι πρωταγωνιστές αποπνέουν μία καρικατουρική πλευρά του εαυτού τους. Ο κόσμος του Άντερσον δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από ένα παιχνιδιάρικο πεδίο ψυχαγωγίας, καχυποψίας, αλλά και μεταφυσικών αναζητήσεων.
Εντυπωσιακή σκηνοθεσία του Άντερσον
Εντυπωσιάζει με τον τρόπο που σκηνογραφεί τα πλάνα και τις σκηνές του, τίποτε δε μένει στην τύχη απέξω ή τίποτε δεν εισέρχεται στο πλάνο τυχαία. Εξαντλητικά προσεγμένες λεπτομέρειες, που σε καμία περίπτωση δε σε αφήνουν αδιάφορο, αν και ο θεατής δεν προλαβαίνει να αναρωτηθεί πόσο προσεγμένα γυρισμένα είναι τα πλάνα του με το καταιγιστικό ρυθμό του μοντάζ. Επιπλέον, τα οσκαρικού επιπέδου κοστούμια της (βραβευμένης) Μιλένας Κανονέρο, όπως και η εξαιρετική πρωτοτυπία της μουσικής του Αλεξάντρ Ντεσπλά (επίσης βραβευμένος με Όσκαρ), συμπληρώνουν την ομάδα του Άντερσον για να φέρουν αυτό το τεχνικά και στιλιστικά εξαιρετικό οπτικό αφήγημα, συμπληρωμένο με την επίσης εξαιρετική φωτογραφία του Μπρουνό Ντελμπονέλ (Bruno Delbonnel).
Τα μειονεκτήματά του μένουν στην αφήγηση, χωρίς ιδιαίτερα φρέσκιες ή ενδιαφέρουσες ιδέες, οι διάλογοι συχνά σε υπνωτίζουν ή δείχνουν μία ασύνδετη φόρμα στο σύνολο, κυρίως λειτουργούν αποσπασματικά, όπως και πολλά από τα επεισόδια του πρωταγωνιστή, μοιάζει με παλίμψηστο μικρότερων αφηγηματικών κύκλων.
Ο Γουές Άντερσον δε χάνει τη γοητεία των εικόνων του ή της στιλιστικής του γεωμετρικής αρτιότητας, παραμένει ένας δημιουργός που καθόλα είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις ακόμα και αν (αυτή τη φορά) δεν ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες που έχει χρόνια καλλιεργήσει στο κοινό. Έχει όλα τα υλικά ενός σπουδαίου σε εικονοποιία και πλανοθεσία σκηνοθέτη, με φαντασία που ξεπερνάει το μέσο όρο, με εξαιρετική γνώση του κινηματογραφικού μέσου και ένα ευρύ γενικότερα αφηγηματικό σχέδιο. Όσοι δεν έχουν γίνει μέτοχοι άλλοτε αυτής της πανδαισίας σκηνών και φανταστικού παραμυθένιου κόσμου δε θα χάσουν, όσοι αποτελούν ήδη κοινό που τον ακολουθεί μάλλον θα απογοητευτούν. Παρόλα αυτά ακόμα και αυτοί δε θα χάσουν.