Προσκύνημα στη Μονή της Αχωρήτου Χώρας στην Πόλη
08/07/2025
Όταν φτάσαμε σε μια απόμερη και ήσυχη γειτονιά στην περιοχή Εντιρνέ Καπού στα νότια του Κερατίου Κόλπου, κάπου στον έκτο λόφο της Κωνσταντινούπολης και σε απόσταση αναπνοής από τα περίφημα νέα τείχη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄, τίποτα δεν προμήνυε πως θα ζούσαμε μια τόσο ευχάριστη έκπληξη. Έκπληξη καλλιτεχνική, ιστορική και θρησκευτική, σχεδόν κρυμμένη πίσω από καλοδιατηρημένα ξύλινα οθωμανικά σπίτια.
Πρόκειται για την περίφημη Ιερά Μονή της Χώρας, με το ιδιαίτερο χρώμα της, την μεγάλη ιστορία και τους έξι τρούλους της, που από το 1985 θεωρείται Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Στη Μονή που εκτός από λατρευτικός χώρος αποτελεί κι ένα από τα κλασικά παραδείγματα ότι «η ζωγραφική βούληση του Βυζαντίου ήταν ένα παμμέγιστο γεγονός στην ιστορία του κόσμου γενικά!» Και αυτό όχι μόνο σε συγκεκριμένα έργα τέχνης, αλλά και σαν «πνευματική δημιουργία», τόσο «αυτονόητη όσο και η δημιουργία του λόγου».
Αρκεί να παρατηρήσει κανείς προσεχτικά ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του θαυμαστού «κόσμου» της Μονής! Tην απαράμιλλη «Δέηση», τοποθετημένη σε μεγαλύτερη κλίμακα από πολλά άλλα κομψοτεχνήματα στο νάρθηκα του ναού, και να αντιληφθεί αμέσως για ποιο λόγο η βυζαντινή ζωγραφική, τόσο στην κλασική έννοια του όρου όσο και σαν ψηφιδωτά-μωσαϊκά, υπήρξε «η αφετηρία και η προϋπόθεση» για τη «διαμόρφωση του ευρωπαίου ανθρώπου», έστω «στο πλαίσιο της ιταλικής ζωγραφικής του 13ου και 14ου αιώνα».
Πρόκειται για μια εξαιρετική σύνθεση από μικροσκοπικές ψηφίδες και με μια μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων που «εκφράζει απόλυτα την υψηλή πραγματικότητα, αλλά και τον πεσιμισμό των ύστερων παλαιολόγειων χρόνων. Ο Χριστός εμφανίζεται απόμακρος, αμέτοχος στο επερχόμενο δράμα, ενώ η Παναγία, μελαγχολική, τυπικά μόνο μεσιτεύει, ουσιαστικά όμως έχει αποδεχτεί το μοιραίο». Μπροστά μας φάνηκε ο σχετικά μικρός, σταυρόσχημος ναός, με την αρχική ονομασία “Ἐκκλησία του γιου Σωτῆρος ἐν τῃ Χώρᾳ”, ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, χτισμένο το 1077-81 από την Μαρία Δούκαινα, πεθερά του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στη θέση παλαιότερων κτισμάτων που χρονολογούνται από τον 6ο και 9ο αιώνα.
Εντούτοις, τίποτα στον εξωτερικό περίγυρο δεν προμήνυε ακόμη την ψυχική ένταση που προκαλούν τα αριστουργήματα που θα αντικρίζαμε σε λίγο, ούτε την πνευματική ανάταση από την αγιότητα και τη χάρη της “τρισδιάστατης” εικόνας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βοηθά ούτε η ευνοϊκή διανοητική προδιάθεση, ούτε ο ενθουσιασμός από παλαιότερα διαβάσματα για την Μονή της Χώρας. Πόσο μάλλον όταν ήταν γνωστό πως αυτή η συνάντηση με μια καθαγιασμένη αλλά και “σκλαβωμένη” τέχνη, με έντονα πνευματικά χαρακτηριστικά, θα γίνει υπό την άμεση αστυνομική παρουσία και σχεδόν επί τροχάδην, μέσα σε ελάχιστο για ένα προσκύνημα χρονικό περιθώριο.
Η είσοδος για τις γυναίκες σε αυτό το σημαντικότερο ίσως μνημείο της Παλαιολόγειας Αναγέννησης έγινε υποχρεωτικά με μαντήλα. Τα 20 ευρώ της εισόδου αφορούσαν την επίσκεψή μας αποκλειστικά στα σχετικά λίγα τετραγωνικά μέτρα επιφάνειας, στον Εξωνάρθηκα του ναού και στο Παρεκκλήσι. Από τον Αύγουστο του 2020 η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να μετατρέψει, χωρίς ιδιαίτερες διεθνείς αντιδράσεις, το καθολικό της Μονής από μουσείο σε τζαμί και έτσι δεν επιτρέπεται πλέον η πρόσβαση στους “άπιστους”.
Κάποιοι “πιστοί” είχαν μπει όμως ήδη μέσα στο κυρίως ναό, περιμένοντας καθισμένοι στα κόκκινα χαλιά τον ιμάμη για την προσευχή. Παρ΄ όλα αυτά όμως στα αριστερά του κυρίως ναού διακρίνονται από μακριά η παράσταση με τον Ιησού να κρατά ανοιχτό Ευαγγέλιο με την επιγραφή: «Οι κουρασμένοι και οι βεβαρημένοι ελάτε σε μένα να σας δώσω την ειρήνη». Το ίδιο και στα αριστερά όπου δεσπόζει σκεφτική η “Παναγία Οδηγήτρια” να κρατά στην αγκαλιά της τον Χριστό.
Τα αριστουργήματα της Μονής
Δεδομένου ότι η ανυπέρβλητη σε κάλος Μονή της Χώρας είναι σχετικά πολύ μικρή σε μέγεθος και τα μοναδικά της καλλιτεχνήματα, τοιχογραφίες και μωσαϊκά, παραμένουν για πολλούς αιώνες σχεδόν άθικτα, είναι κατ΄ αρχάς άξιο απορίας που οι Τούρκοι την μετέτρεψαν και αυτήν, μετά την Αγία Σοφία, και πάλι σε τζαμί, όταν στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν εκατοντάδες μεγάλα τζαμιά για τους πιστούς. Ακόμα και η Αγία Σοφία που αποτελεί πλέον για την Τουρκία όχι μόνο πηγή εσόδων, αλλά και σύμβολο κατάκτησης.
Έτσι και εδώ, προφανώς οι Τούρκοι, σταθερά συνεπείς με τον νεοοθωμανικό αναθεωρητισμό τους, δίνουν μεγάλη σημασία στον συμβολισμό τέτοιων πράξεων. Γνωρίζουν μάλιστα πολύ καλά ότι μέσα στο κυρίαρχο πνεύμα κατευνασμού και διαχρονικής υποχωρητικότητας της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ μπορούν να επιβάλλουν τη θέλησή τους, ιδιαίτερα τώρα που κυριαρχεί το πνεύμα της –έξωθεν επιβεβλημένης– ελληνοτουρκικής “επαναπροσέγγισης” με δεδομένη την καθιέρωση της δήθεν πολιτικής των “ήρεμων νερών”.
Όμως, όλες αυτές οι αρνητικές και βασανιστικές σκέψεις παραμερίστηκαν γρήγορα. Όλα τα “κορυφώματα” για την παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης ψηφιδωτά ήταν όντως εκεί ψηλά μέσα σε έξι ημικύκλια, πάνω σε τοίχους και σε τρούλους. Τοποθετημένα με τεχνική τελειότητα, εκπέμποντας μια ζωντανή πνευματικότητα εντελώς ανεπηρέαστη από οποιοδήποτε δυτική επιρροή. Όπως για παράδειγμα η “Γέννηση του Ιησού”, με τον μάρτυρα άγιο Ανδρόνικο από την Κιλικία στα αριστερά και από πάνω την “Μαρτυρία του Βαπτιστή Ιωάννη για τον Χριστό”.
Τα απαράμιλλα ψηφιδωτά και οι μοναδικής τεχνοτροπίας διακοσμητικές νωπογραφίες που αναπαριστούν κυρίως τη ζωή και τα θαύματα του Χριστού στο εξωτερικό του νάρθηκα και τον βίο της σεπτής Παναγίας στο εσωτερικό. Μια καταπληκτική ποικιλία εικόνων, σχετικά μικρών διαστάσεων, δίνουν την αίσθηση του καλλιτεχνικού συνωστισμού που δεν αφήνει και τόσο εύκολα τον απαραίτητο χρόνο εμπέδωσης του έργου. Μόνο στους δύο προθαλάμους ο προσεκτικός επισκέπτης αντικρίζει είκοσι εικόνες από τη ζωή της Παναγίας και πάνω από σαράντα από τη ζωή του Παντοκράτορα, όπως αυτή στο νότιο θόλο, με τους προγόνους του Ιησού τοποθετημένους στα χωρίσματα του θόλου, περιτριγυρισμένο με εικόνες από τα θαύματά του. Στο παρακείμενο Παρεκκλήσι εντυπωσιάζουν οι σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη και την “Ημέρα της Κρίσεως”.
Χαρακτηριστικό δείγμα “Η Ανάσταση ή Η εις Άδου Κάθοδος”! Τοποθετημένη στην κόγχη στο ημιθολίου του Παρεκκλησίου, αποτελεί μια εξόχως ιδιαίτερη περίπτωση βυζαντινής τέχνης. Ο αναστημένος Χριστός, “αναβαλλόμενος το φως ως ιμάτιον”, ντυμένος στα ολόλευκα σπάει τις θύρες του Άδη τραβώντας μαζί του, έξω από τους τάφους τους, τους πρωτόπλαστους Αδάμ και Εύα. Με μια σαγηνευτική ελευθερία κίνησης και ένα πλήθος ζωντανών χρωμάτων, υποδηλώνοντας έτσι την κλασική υπερβατική πνευματική διάσταση της βυζαντινής τέχνης, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν έχει ουδεμία σχέση με τον ρεαλισμό ή την προοπτική των Ιταλών καλλιτεχνών εκείνης της εποχής.
Σε όλες όμως τις συνθέσεις εκπέμπεται το συναίσθημα, επικρατεί η αξιοπρέπεια και κυριαρχεί η κίνηση στις γραμμές, όπως και τα πλούσια, έντονα κι ευαίσθητα χρώματα. Αυτό που κάνει ξεχωριστή τη Μονή της Χώρας, σε αντίθεση και με παλαιότερες τεχνικές των ψηφιδωτών σε άλλες εκκλησίες και μονές, είναι το ανθρώπινο και στοχαστικό πρόσωπο του Χριστού, της Παναγίας αλλά και όλων των αγίων. Η πρώτη μεγάλη “αναταραχή” –φαντάζομαι σε όλους τους παρευρισκόμενους– έγινε στην ανατολική πρόσοψη του Εξωνάρθηκα του Καθολικού. Εκεί όπου απεικονίζονται ίσως τα δύο σημαντικότερα ψηφιδωτά της Μονής: ο Παντοκράτωρ Χριστός ως “Χώρα των Ζώντων”, να συμβολίζει, σχεδόν με ντροπαλό ύφος, το μεγαλείο και την θεότητα του Θεανθρώπου. Από πάνω μπορούσε να διακρίνει κανείς ακόμα “Το θαύμα της Εν Κανά της Γαλιλαίας” και την “Ευλογία των άρτων”.
Η εμφάνιση του Χριστού εδώ σχετίζεται μάλλον και με την παρακείμενη, πάνω από την αψίδα της κυρίας εισόδου, Παναγία ως “Χώρα του Αχωρήτου”. Και ίσως γι’ αυτό ο ναός αυτός της “Χώρας” είναι αφιερωμένος ταυτόχρονα στο Ζωοδότη Σωτήρα και στην “χωρήσασα” τη ζωή Παναγία. Συμβολικά αυτές οι δύο παραστάσεις “θυμίζουν τη σύλληψη, τη Γέννηση του Σωτήρα και τη μεταμόρφωσή του σε Εκκλησία, δηλαδή σε χώρο των ζώντων και των σωζομένων από την αμαρτία”.
Το καλλιτεχνικό θαύμα των Βυζαντινών
Και όπως το ήθελε η ιστορία των Βυζαντινών προγόνων μας αυτό το καλλιτεχνικό και πνευματικό θαύμα συντελείται σε μια περίοδο –πρωτόγνωρη στην ιστορία των πολιτισμών– που όλα δείχνουν ότι η υπερχιλιετής αυτοκρατορία φτάνει στο ιστορικό της τέλος, ανίσχυρη, αβοήθητη, ασθμένουσα, σχεδόν εξαθλιωμένη. Όλοι οι ιστορικοί της Τέχνης ομολογούν, όμως, ότι αυτή η τελευταία περίοδος ακμής της βυζαντινής ζωγραφικής είναι αυτή που «θα τεθεί υπό το έμβλημα του “ακτίστου θαβωρείου φωτός”». Δικαίως, και το βλέπει όταν βρίσκεται κανείς στη Μονή της Χώρας!
Η εικόνα της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας αντικατοπτρίζεται όμως και στην αναπαράσταση του σχεδόν απελπισμένου πορφυρογέννητου Ισαάκιου Κομνηνού που προσφεύγει παρακαλώντας και αυτός στον Χριστό. Στον Εξωνάρθηκα, αριστερά της θύρας της εισόδου στον Ιερό Ναό βρίσκεται ο Άγιος Πέτρος, κρατώντας τα κλειδιά του Παραδείσου κι ένα τυλιγμένο χαρτί. Στο δεξιό μέρος της θύρας εικονίζεται ο Άγιος Παύλος με το Ευαγγέλιο στο χέρι. Εντυπωσιακός και ο εικονογραφημένος θόλος με τους προγόνους της Παναγιάς, τους δεκαέξι Εβραίους βασιλιάδες από το γένος του Δαυίδ.
Η σημερινή μορφή της Μονής ανάγεται στην εποχή των Παλαιολόγων, όταν, μεταξύ 1316 και 1321, ο εύπορος λόγιος και ευρισκόμενος τότε στο απόγειο της πολιτικής ισχύος του μέγας λογοθέτης του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, έγινε όχι μόνο ο εμπνευστής της αναβάθμισης του ναού, αλλά ο χρηματοδότης και κτήτωρ της Μονής. Με δική του καθοδήγηση προστέθηκαν τότε στα δυτικά ο εξωνάρθηκας και στο νότιο το Παρεκκλήσι.
Δύο χαρακτηριστικές προσθήκες στην υστεροβυζαντινή ναοδομία, ενώ παράλληλα, διακοσμήθηκε και ο ναός με τα περίφημα σε όλο τον κόσμο ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, βασικά χαρακτηριστικά των οποίων ήταν «οι αρμονικές αναλογίες και η κλασική πλαστικότητα, αρετές που συνδυάζονται με κομψότητα και εκλέπτυνση». Όπως η Παναγία με τον Ιησού μέσα στο θόλο, περιτριγυρισμένη από 12 αγγέλους με παλατιανή ενδυμασία και ράβδο στο δεξί χέρι.
Μετά από σχεδόν μια ώρα περιήγησης, αποχωρήσαμε από τη Μονή και πάλι σιωπηλοί και σκεπτικοί. Αναλογιζόμουν αν όλα αυτά τα έξοχα κομψοτεχνήματα, τα οποία κατά ένα μεγάλο μέρος βρίσκονται σε άριστη κατάσταση μετά την αποκατάστασή τους από αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο το 1948, ήταν σαν να μας περίμεναν όντως για ένα μοναδικό θρησκευτικό και πνευματικό ταξίδι στο “αντιλεγόμενο Βυζάντιο”, όπως έλεγε ο Φώτης Κόντογλου: «ένα πράγμα που βρίσκεται έξω από τον τύπο που έχουνε τα συστήματα της ανθρώπινης κοινωνίας».
Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η υπέροχη βυζαντινή αγιογραφική τέχνη που εκφράζει και σήμερα αιώνιες αλήθειες είχε καλυφθεί επί Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) για αιώνες με ένα παχύ στρώμα κονιάματος, που μαζί με τους συχνούς σεισμούς στην περιοχή κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής διακόσμησης. Δίπλα μας μερικοί Σέρβοι και Γάλλοι τουρίστες αποχωρούσαν σχεδόν εκστασιασμένοι από την φοβερή αλληλουχία των θρησκευτικών παραστάσεων και των χρωμάτων. Ίσως να σκέφτονταν και αυτοί ότι «πρώτα το Βυζάντιο έφερε τη ζωγραφική στο κέντρο της πνευματικής και ηθικής ζωής ενός ολόκληρου λαού (και μάλιστα πολλών λαών)», συμβαδίζοντας όμως πάντα και με μια πολύ σπουδαία αρχιτεκτονική.
Παρεμπιπτόντως, στη Μονή της Χώρας είχε μεταφερθεί πριν την Άλωση «εις κοινήν απάντων προσκύνηση» το για αιώνες “Παλλάδιο” της Κωνσταντινούπολης, η εικόνα της “Παναγίας Οδηγήτριας”. Έργο, κατά την παράδοση, του Ευαγγελιστή Λουκά, το οποίο τον 5ο αιώνα μεταφέρθηκε στην Πόλη με πρωτοβουλία των αυτοκρατορισσών Ευδοκίας και Πουλχερίας. Κάθε φορά που η Πόλη πολιορκούνταν γίνονταν λιτάνευση στα τείχη της Πόλης με την “Παναγία Οδηγήτρια” να προηγείται της πομπής.
Εκείνη όμως την «αποφράδα ημέρα» του 1453 οι «αζάπηδες, ή και γενίτζαροι κέκληνται» αφού σύλησαν τον ναό, εντόπισαν την θαυματουργή εικόνα και την κατατεμάχισαν. Ευτυχώς που σώθηκαν πολλά αντίγραφά της. Ήδη, στον περίγυρο του ναού έφθασαν αρκετοί πιστοί μουσουλμάνοι, περιμένοντας την ώρα που θα αρχίσει η προσευχή τους. Φύγαμε για την επίσκεψη στην Μεγάλη Εκκλησία, μέσα μας όμως ήταν σαν η Πόλη μας να ζούσε ακόμη!