“Όταν Έρθει το Φθινόπωρο”: Ένα ανατρεπτικό, οικογενειακό δράμα
19/07/2025
Ένα οικογενειακό δράμα ‘Όταν Έρθει το Φθινόπωρο’ (‘Quand vient l’automne’ / ‘When Fall is Coming’), του Φρανσουάζ Οζόν (François Ozon), εξελίσσεται σε ένα αξιοσημείωτο θρίλερ, με μία δημιουργική ασάφεια να απλώνεται σε όλη την αφήγηση, προβληματίζοντας τον θεατή για την ανθρώπινη ψυχολογία και τις προθέσεις της. Ανακατεύεται το έγκλημα, το ατύχημα, το απρόβλεπτο, η αγάπη, η μοναξιά, η ηθική, σε ένα συνεχές δράμα με ανατροπές, που, όσο εξελίσσεται η ταινία, τόσο πιο ενδιαφέρουσα γίνεται. Ο Φρανσουά Οζόν δείχνει ακόμα μία φορά τη μαεστρία του να αφηγείται ιστορίες φαινομενικά αθόρυβες, ενώ τις μεγεθύνει ουσιαστικά στην ανατομία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Η αφήγηση της ταινίας φαίνεται απλή. Η γιαγιά Μισέλ (Hélène Vincent) ζει σε ένα πανέμορφο χωριό που έχει αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια, μακριά από τη βουή του Παρισιού και δίπλα στη φύση που προτιμά. Η καθημερινότητά της αρχικά περιγράφεται με σχολαστική λεπτομέρεια από τον Οζόν, όχι όμως ανούσια, όπως αποδεικνύεται παρακάτω. Η Μισέλ περιμένει με αδημονία τον εγγονό της και την κόρη της για να περάσουν διακοπές μαζί της. Ένα αναπάντεχο γεγονός ανατρέπει τα πάντα. Τα μανιτάρια που μαγειρεύει δηλητηριάζουν την κόρη – μόνο εκείνη τα τρώει – όπου παραλίγο να τη σκοτώσουν. Η κόρη θεωρεί ότι υπήρχε πρόθεση στη μητέρα της. Παίρνει τον γιο της, απαγορεύοντας στη γιαγιά να ξαναδεί τον εγγονό της.
Η ταινία έχει πολλές αρετές, και χαίρει της εξαιρετικής ερμηνείας της γιαγιάς Μισέλ που αφήνει απλόχερα αυτό που χρειάζεται ο χαρακτήρας που ερμηνεύει, μία αμφιταλαντευόμενη ψυχολογία απέναντι σε ό,τι αναπάντεχο και δραματικό συμβαίνει, χωρίς να ξεκαθαρίζεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας η συμμετοχή της στο θάνατο της κόρης της. Το εύρημα της παρουσίας της νεκρής κόρης που συνομιλεί με τη γιαγιά περιπλέκει τα πράγματα. Η γιαγιά δεν ήταν και τόσο αθώα. Αυτή ακριβώς η διάσταση, όπου η Μισέλ καταφεύγει σε ψευδείς δηλώσεις στην αστυνομία, αλλά παράλληλα επιδεικνύει αναπάντεχη ειλικρίνεια για το παρελθόν της, που ήταν το μήλον της έριδος για τις σχέσεις της με την κόρη της, ότι δηλαδή εργαζόταν ως πόρνη στο Παρίσι έως τη σύνταξή της για να τη μεγαλώσει, δείχνει και την περίπλοκη ψυχοσύνθεσή της.
Αυτή η διάσταση, που με μία παράλληλη θρησκευτική προσέγγιση, έστω και ακροθιγώς, ο Οζόν, αναδεικνύει και την διάσταση της ηθικής στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό που διαφαίνεται, όμως, στην ταινία δεν είναι και τόσο ηθικό. Ο Βενσάν (Pierre Lottin), προσφάτως αποφυλακισθείς, γιος της αγαπημένης φίλης της (και συναδέλφου της στην πορνεία στο μακρινό παρελθόν), Μαρί-Κλώντ (Josiane Balasko), θα δώσει άλλη διάσταση στο δράμα, εφόσον εμπλέκεται ενεργά στο ‘ατύχημα’ που θα επιφέρει το θάνατο της κόρης της Μισέλ, της Βαλερί (Ludivine Sagnier). Ο εγγονός Λούκας (Garlan Erlos) θα καταλήξει να μεγαλώνει με τη γιαγιά Μισέλ στο χωριό, ενώ ο Βενσάν και η Μισέλ αναπτύσσουν μία σχέση αμοιβαίων συμφερόντων. Ο Βενσάν στην ουσία εκπληρώνει τις κρυφές επιθυμίες της Μισέλ; Το ερώτημα μένει εν μέρει ανοιχτό.
Ο ίδιος χρηματοδοτείται από τη Μισέλ για να ανοίξει το μπαρ που ονειρεύεται στο χωριό και την ημέρα των εγκαινίων, λίγο μετά το θάνατο της Βαλερί, όλοι χορεύουν αναπάντεχα χαρούμενοι, μέχρι εξαντλήσεως. Οι αντιφάσεις αυτές οδηγούν σε μία τύπου ‘ομερτά’ μεταξύ των εμπλεκομένων. Η Μισέλ όταν η αστυνομία ανακαλύψει ότι ο θάνατος της Βαλερί δεν είναι ατύχημα, θα δώσει άλλοθι στον Βενσάν, η φίλη της και μητέρα του Βενσάν θα καλύψει το γιο, και ο εγγονός Λούκας, επίσης θα καλύψει τον Βενσάν, που έχει γίνει εν τω μεταξύ μοναδικός του φίλος, που τον προσέχει και μεγαλώνει μαζί του. Το δράμα αποκτά πτυχές αναπάντεχα περίπλοκες. Οι ανθρώπινη ψυχολογία εμπλέκει αλλόκοτες εκφάνσεις, ενώ μία ιδιότυπης μορφής οικογένεια αναπτύσσεται μεταξύ των εμπλεκομένων.
Η ανατρεπτική εξέλιξη της ταινίας
Τίποτα δεν προμηνύει την εξέλιξη στην ταινία, ενώ η αλήθεια γίνεται μία παραμορφωτική συνθήκη. Η αφήγηση είναι εξαιρετικά ευρηματική, ο Οζόν καταφέρνει και πάλι να εκπλήσσει. Αυτό που αρχικά φαίνεται καθημερινό και αθώο, αποκτά άλλη διάσταση. Η Μισέλ ενσαρκώνει ένα διττό πρόσωπο, του καλού και του κακού, του αθώου και του πονηρού. Η παραβατικότητα εν μέρει δικαιολογείται. Παράλληλα, η απουσία ισχυρής πατρικής φιγούρας δεν περνά απαρατήρητη. Σε όλες τις περιπτώσεις οι γυναίκες μεγαλώνουν τα παιδιά μόνα τους, ενώ κανείς δεν πολυενδιαφέρεται να δημιουργήσει οικογένεια.
Οι μονογονεϊκές οικογένειες μεσουρανούν με το θηλυκό στοιχείο να μοιάζει να έχει το πάνω χέρι. Αυτή η σύγχρονη δυτική διάσταση στο έργο του Οζόν, περιπλέκεται, όταν διακρίνουμε πτυχές όπως η μοναξιά, ειδικά της τρίτης ηλικίας, η κατάθλιψη, η έλλειψη όρεξης για ζωή. Αυτά, όλα, η Μισέλ τα ξανακερδίζει όταν ο εγγονός της έρχεται εν τέλει να μεγαλώσει μαζί της. Η εξέλιξη αυτή της δίνει χαρά, ενώ η θλίψη για το θάνατο της κόρης της και οι τύψεις της σταδιακά εξαλείφονται. Το ερώτημα παραμένει: οργάνωσε τη δολοφονία της κόρης της η Μισέλ;
Σε τίποτα ο Οζόν δε θέλει να ξεκαθαρίσει το μέγεθος της εμπλοκής ή μη της Μισέλ στο θάνατο της κόρης της. Κι αυτό είναι μέρος της ευρηματικότητας της αφήγησης της ταινίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κάλυψη της Μισέλ στον Βενσάν, δίνοντάς του άλλοθι για τη μέρα του θανάτου της κόρης της, την καθιστά συνειδητά συνένοχη. Χωρίς να μαθαίνουμε πολλά, η Μισέλ και ο ρόλος της ως η γιαγιά που λύνει τα προβλήματά της με τον πιο πρακτικό τρόπο, ενδέχεται να αναπτύσσει μία περσόνα που λειτουργεί, όταν χρειάζεται, αρκετά δόλια, καθώς παράλληλα τα αισθήματά της για τον εγγονό της τρέφονται από μία παθολογική σχέση προσκόλλησης, ενώ η σχέση με την κόρη της Βαλερί παρέμενε άκρως προβληματική, λόγω των ηθικών παρεκκλίσεων της Μισέλ στο παρελθόν της.
Ο θάνατος αντιμετωπίζεται στην ταινία ως ένα καθημερινό αναπόφευκτο φαινόμενο. Οι σκηνές αποφεύγουν να είναι βαριά μελοδραματικές, αλλά παραμένουν εξίσου δραματικές και σκληρές: η γιαγιά χάνει την κόρη, ο εγγονός τη μάνα, ο γιος τη μάνα. Οι τρεις κεντρικοί ήρωες Μισέλ-Βενσάν-Λούκας έχουν από μία ισχυρή απώλεια. Στο τέλος η ταινία τους βρίσκει μαζί, αγαπημένους, σε μία βόλτα στο δάσος, πολλά χρόνια μετά από τα σκληρά γεγονότα των απωλειών τους, όπου η μεταφυσική παρουσία της κόρης Βαλερί, έρχεται να πάρει μαζί της την αρκετά, πλέον, γερασμένη Μισέλ.
Η Μισέλ θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο δάσος κοντά στο αγαπημένο της χωριό. Αυτά τα ήσυχα χωριά πόση πονηριά και ασχήμια κρύβουν, πόσα κρίματα και πόσα εγκλήματα, ενώ η οικογένεια ως ζητούμενο θα μεταλλαχθεί σε μία εντελώς αλλόκοτη και καινοτόμα συνθήκη, χωρίς απαραίτητα σταθερές, παρά μόνο ισχυρές ατομικότητες. Συνολικά η κοινωνία μοιάζει να κινείται ήσυχα σε κάτι διαφορετικό από ό,τι είχαμε συνηθίσει.
Ο Οζόν εύστοχα πιάνει τον παλμό αυτής της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ περίτεχνα αναλύει τις ανθρώπινες ηθικές και ψυχολογικές ισορροπίες μεταξύ καλού, κακού, ηθικού, δίκαιου ή αδίκου. Τίποτε δε λύνεται και τίποτε δε μένει άλυτο. Οι ερμηνείες συνολικά τον δικαιώνουν (ο Βενσάν ξεχωρίζει, πέραν της Μισέλ), αλλά και ο ισορροπημένος τρόπος που διαχειρίζεται και φιλμογραφεί το υλικό του, γοητεύοντας το θεατή, με λεπτομέρειες που ενίοτε κουράζουν, αλλά δε μένουν ποτέ χωρίς νόημα.