Η Διάσκεψη Κορυφής ΕΕ-Κίνας – Πως διαμορφώνονται οι σχέσεις
21/07/2025
Σε μια εποχή ιστορικών γεωπολιτικών μεταβολών και παγκόσμιων οικονομικών ανακατατάξεων, η Διάσκεψη Κορυφής ΕΕ-Κίνας, που θα πραγματοποιηθεί στο Πεκίνο στις 24 Ιουλίου, αποκτά εξαιρετική στρατηγική σημασία και βαθύτερο πολιτικό συμβολισμό.
Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη διεθνή κοινότητα, όπου οι δεσμοί παραδοσιακών συμμαχιών τίθενται υπό αμφισβήτηση, οι εμπορικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων φτάνουν σε νέα ύψη και οι διεθνείς θεσμοί φαίνεται να χάνουν σταδιακά την ικανότητα τους να διατηρήσουν την παγκόσμια σταθερότητα, αυτή η συνάντηση κορυφής αναδεικνύεται ως δοκιμασία ηθικού και πολιτικού μεγέθους.
Το αποτέλεσμα της συνάντησης θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό κατά πόσο η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη μια, και της Κίνας από την άλλη, έχουν την πολιτική βούληση και την ιστορική συνείδηση να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στη διεθνή κοινότητα, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή εποικοδομητικής συνεργασίας σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο διχαστικός και κινδυνεύει να οδηγηθεί σε μεγαλύτερη ένταση και αστάθεια.
Σε ένα ιδιαίτερα επισφαλές διεθνές περιβάλλον, γεμάτο αβεβαιότητες και αμφισβητούμενες ισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί μια διττή και συχνά αντιφατική στάση απέναντι στην Κίνα. Από τη μια, χαρακτηρίζει το Πεκίνο ως “συστημικό αντίπαλο”, τονίζοντας τις θεμελιώδεις διαφορές στις πολιτικές αξίες και τον οικονομικό ανταγωνισμό. Από την άλλη, αναγνωρίζει την Κίνα ως “απαραίτητο εταίρο” σε κρίσιμους τομείς, όπως η κλιματική κρίση και η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα. Αυτή η διπλή ρητορική αποκαλύπτει όχι μόνο την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά και τα βαθιά διλήμματα που βασανίζουν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Η ΕΕ φαίνεται να παγιδεύεται ανάμεσα σε δύο ασύμβατες απαιτήσεις: Από τη μια πλευρά, την αμερικανική πίεση για αυστηρότερο γεωπολιτικό και τεχνολογικό περιορισμό της Κίνας, με αντάλλαγμα την αμερικανική παροχή συλλογικής ασφάλειας (ΝΑΤΟ). Από την άλλη, την ανάγκη να διατηρήσει ουσιαστικές οικονομικές σχέσεις με το Πεκίνο, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η οποία παραμένει κρίσιμη για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, τις εξαγωγές και την ενεργειακή ασφάλεια.
Αυτή η δύσκολη ισορροπία μεταξύ γεωπολιτικής ευθυγράμμισης και οικονομικού ρεαλισμού δεν είναι απλώς μια στρατηγική επιλογή – είναι ένα αναγκαίο τέχνασμα επιβίωσης σε έναν κόσμο, όπου οι μεγάλες δυνάμεις ωθούνται όλο και περισσότερο προς τον ανταγωνισμό. Η Ευρώπη, ωστόσο, δεν μπορεί να παραμείνει αιώνια σε αυτό το διχασμένο δρόμο. Ενδεχομένως, η ώρα των σκληρών επιλογών να πλησιάζει.
Οι πιθανοί κοινοί τόποι ΕΕ-Κίνας και οι προκλήσεις
Σε αυτό το ιδιαίτερα πολύπλοκο γεωπολιτικό σκηνικό, η επερχόμενη Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Κίνας αποτελεί μια κρίσιμη δοκιμασία για την ικανότητα και των δύο πλευρών να διατηρήσουν – και ενδεχομένως να ενισχύσουν – έναν εποικοδομητικό δίαυλο διαλόγου και συνεργασίας, παρά τις όποιες ιδεολογικές και στρατηγικές διαφορές τις διαχωρίζουν.
Πιο συγκεκριμένα, η συνάντηση αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως δείκτης για δύο θεμελιώδη ζητήματα, αφενός, κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει την πολιτική βούληση και τη στρατηγική οξυδέρκεια να διαμορφώσει μια αυτόνομη στάση απέναντι στην Κίνα, που θα υπερβαίνει την αμερικανική ατζέντα και θα αντικατοπτρίζει τα πραγματικά ευρωπαϊκά συμφέροντα και αφετέρου, κατά πόσο η κινεζική ηγεσία είναι διατεθειμένη να επιδείξει μεγαλύτερη πολιτική ευελιξία, κάνοντας πραγματικά βήματα προς το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς και τη βελτίωση των συνθηκών για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στην τεράστια, αλλά συχνά “δύσκολη” κινεζική αγορά.
Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της συνάντησης δεν θα έχει μόνο άμεσες διμερείς επιπτώσεις, αλλά θα επηρεάσει σε βάθος τη δυναμική των διεθνών σχέσεων, αλλά και τον ρόλο που θα παίξουν η ΕΕ και η Κίνα στη διαμόρφωση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, σε μια εποχή αυξανόμενης παγκόσμιας αστάθειας. Σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες δυνάμεις τείνουν προς τον ανταγωνισμό και οι ΗΠΑ επιλέγουν όλο και πιο μονομερή πολιτική, η ικανότητα της ΕΕ και της Κίνας να διατηρήσουν έναν παραγωγικό διάλογο μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός παράγοντας για τη διατήρηση ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή στη διεθνή πολιτική και οικονομία.
Ένας τομέας που θα μπορούσαν ΕΕ-Κίνα να βρουν κοινό τόπο είναι η οικονομία και το εμπόριο, καθώς η Κίνα είναι ένας από τους κύριους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, με μεγάλες ευκαιρίες για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σε μία καταναλωτική αγορά 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Το περαιτέρω “άνοιγμα” της κινεζικής αγοράς θα ήταν μια σημαντική διέξοδος για την ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, η συνεργασία σε τομείς, όπως οι σπάνιες γαίες, οι πράσινες τεχνολογίες και η ψηφιακή οικονομία μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη και στις δύο πλευρές. Όσον αφορά την πολυμερή σταθερότητα, τόσο η Κίνα όσο και η ΕΕ έχουν συμφέρον να διατηρήσουν ένα καθεστώς διεθνών κανόνων, π.χ. WTO, κλιματικές συμφωνίες, έναντι της αμερικανικής μονομερούς πολιτικής. Επιπλέον, η Κίνα μπορεί να στηρίξει την ΕΕ σε θέματα όπως η μεταρρύθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF).
Επίσης, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και την τεχνολογία η συνεργασία Κίνας-ΕΕ, οι οποίες είναι οι κύριοι παίκτες στην μετάβαση στην πράσινη οικονομία (ανανεώσιμες πηγές, ηλεκτρικά οχήματα) θα μπορούσε να ωφελήσει και τις δύο πλευρές, καθώς κοινές πρωτοβουλίες σε τεχνητή νοημοσύνη (AI) και ψηφιακά πρότυπα θα μπορούσαν να καθορίσουν τα παγκόσμια πρότυπα. Όμως κι όσον αφορά τη γεωπολιτική ισορροπία, η ΕΕ δεν θέλει να ευθυγραμμιστεί πλήρως με την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας, καθώς αυτό θα μείωνε την ευρωπαϊκή αυτονομία.
Ταυτόχρονα, η Κίνα μπορεί να βρει στην ΕΕ έναν εταίρο για την προώθηση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης. Η επερχόμενη Σύνοδος θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των εμπορικών διαφορών, όπως π.χ. τις κρατικές επιδοτήσεις, την πρόσβαση στις αγορές, τα εμπορικά ελλείμματα, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να επαναφέρει στο τραπέζι των συζητήσεων την Comprehensive Agreement on Investment (CAI) με τροποποιημένους όρους.
Οι προκλήσεις για Κίνα-ΕΕ
Χωρίς αμφιβολία, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο πλευρές είναι σημαντικές, αλλά οι συνέπειες μιας πιθανής αποτυχίας θα ήταν ακόμα σημαντικότερες. Μια άκαρπη σύνοδος θα σήμαινε, επιδείνωση του εμπορικού προστατευτισμού με νέα δασμολογικά μέτρα και περιορισμούς, που θα έπλητταν τις ήδη καταπονημένες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, νέες γεωπολιτικές εντάσεις σε μια περίοδο που ο κόσμος αδυνατεί να απορροφήσει νέες κρίσεις, κι επιπλέον χτύπημα στην παγκόσμια οικονομία, που δοκιμάζεται ήδη από πληθωριστικές πιέσεις και ενεργειακές ανακατατάξεις.
Από την άλλη, μια επιτυχημένη συνάντηση θα μπορούσε να ανοίξει νέους δρόμους συνεργασίας σε κρίσιμους τομείς, όπως η πράσινη μετάβαση και η ψηφιακή οικονομία και να συνθέσει ένα νέο μοντέλο διαφοροποιημένης, αλλά ταυτόχρονα εποικοδομητικής αλληλεπίδρασης, πέρα από το δίπολο “σύγκρουση ή πλήρης εξάρτηση”, κι επιπλέον να συμβάλλει στην παγκόσμια σταθερότητα σε μια εποχή διεθνούς ανασφάλειας.
Σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες δυνάμεις τείνουν όλο και περισσότερο προς την αντιπαράθεση, η ικανότητα της ΕΕ και της Κίνας να διατηρήσουν έναν εποικοδομητικό διάλογο μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική – όχι μόνο για τις δικές τους οικονομίες, αλλά και για την ευρύτερη παγκόσμια τάξη. Παρά τις διαφορές τους, η ΕΕ και η Κίνα έχουν κοινά συμφέροντα. Μια δομημένη συνεργασία μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην αστάθεια που προκαλεί η αμερικανική μονομερής πολιτική και οι παγκόσμιες κρίσεις.