Η επερχόμενη κρίση σε Γαλλία και Ευρώπη
22/07/2025
Το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη στις νέες συνθήκες των παγκόσμιων και ευρωπαϊκών ανακατατάξεων και μετασχηματισμών (κυριαρχία της ψηφιακής τεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης, των ενεργειακών πόρων, των σπάνιων γαιών, κ.λ.π.) που συντελούνται, κατά την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, απώλεσε σε σημαντικό βαθμό τις κινητήριες δυνάμεις του.
Έτσι αυτό το μοντέλο κληρονομεί σήμερα στην ΕΕ περιορισμένο γεωπολιτικό εκτόπισμα, υπερκερδοφορία του κεφαλαίου, αποβιομηχάνιση, τεχνολογική υστέρηση, ανισότητες, φτωχοποίηση, ανασφάλεια, αβεβαιότητα, κ.λ.π., τα οποία αναδεικνύουν σοβαρούς προβληματισμούς για το γεωπολιτικό, γεωοικονομικό, κοινωνικό, τεχνολογικο-παραγωγικό και αμυντικό μέλλον της Ένωσης. Στο νέο αυτό διεθνές περιβάλλον, που δημιουργείται στις μέρες μας, η ΕΕ –ανέτοιμη, κατακερματισμένη και με περιορισμένη γεωπολιτική, γεωοικονομική και γεωτεχνολογική επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο– αποφασίζει ότι ο αναπροσανατολισμός των νέων στρατηγικών της απαιτείται να περιλαμβάνει, εκτός της εμπορικής διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ για το νέο επίπεδο των δασμών, τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από 1/1/2025, το σχέδιο επανεξοπλισμού (ReArm Europe Plan) 800 δισ. ευρώ και το σχέδιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2028-2034.
Αναφορικά με τα οικονομικά στοιχεία της μακροπρόθεσμης υλοποίησης του σχεδίου επανεξοπλισμού, από το συνολικό ποσό των 800 δισ., τα 150 θα αποτελούν ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο δανεισμού των κρατών-μελών για κοινές αμυντικές δαπάνες, που θα εγγυάται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για στρατιωτικές δαπάνες. Το υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα των 650 δισ. θα αφορά τους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών με την ενεργοποίηση μίας ρήτρας παρέκκλισης (1,5%) επιπλέον από τους κανόνες (3% του ΑΕΠ) για το έλλειμμα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Επιπλέον προβλέπεται τόσο η δυνατότητα χρηματοδότησης των κρατών-μελών από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Συνοχής για τη πραγματοποίηση επενδύσεων στον αμυντικό τομέα, όσο και η χρηματοδότηση στρατιωτικών έργων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Ένωση Αποταμίευσης και Επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων.
Όμως είναι εφικτό σ’ ένα αβέβαιο και ασταθές –πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά– διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, με την χρηματοδότηση αυτή η ΕΕ να προσδοκά χωρίς πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις την αυτονομία της στην ασφάλεια και την άμυνα; Κι αυτό επειδή, μεταξύ άλλων, οι στρατιωτικές δαπάνες ως αντιπαραγωγικό κεφάλαιο με περιορισμένο εύρος πολλαπλασιαστικών διακλαδικών διασυνδέσεων και επιδράσεων στην οικονομία θα στερήσει σημαντικούς πόρους από παραγωγικούς και αναπαραγωγικούς τομείς (υποδομές, ενεργειακή και κλιματική κρίση, ψηφιακή τεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, κοινωνικό κράτος, κ.λ.π) της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η πρόταση Ντράγκι για την ΕΕ
Η πρόταση Ντράγκι προέβλεπε ετήσιες επενδυτικές δαπάνες 800 δισ. ευρώ στους προαναφερόμενους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να αυξηθεί το επίπεδο παραγωγικότητας στην ΕΕ-27. Στις συνθήκες αυτές, η Ursula von der Leyen πρότεινε (Ιούλιος 2025) Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό 2028-2034 (Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο) 1,8 τρισ. (1,2% του ΑΕΠ της ΕΕ-27) από 1,2 τρισ. της περιόδου 2020-2027. Από μία πρώτη προσέγγιση, η πρόταση υπολείπεται της αναγκαιότητας χρηματοδότησης και κατανομής για την αντιμετώπιση των επιτακτικών παραγωγικών, ερευνητικών, τεχνολογικών και κοινωνικών ελλειμμάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η πρόταση για τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τον πενταπλασιασμό των στρατιωτικών δαπανών και από την μείωση των κονδυλίων (εκτός από την ενοποίηση των τριών ευρωπαϊκών Ταμείων και την διαμόρφωση ενός “εθνικού φακέλου”) της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, της Περιφερειακής Συνοχής κι του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Τούτων δοθέντων, εκτός από την Γαλλία που υποστηρίζει τη συγκεκριμένη πρόταση, την Γερμανία που προτείνει να μην επιβληθούν νέοι φόροι, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις, δεκατρία κράτη-μέλη εγγράφως έχουν εκφράσει την αντίθεση τους στο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2028-2034.
Στο ευρωπαϊκό αυτό περιβάλλον της περικοπής των δαπανών που αφορούν, κατά βάση, την οικονομία, την έρευνα, την τεχνολογία και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών στην ΕΕ-27 προς όφελος των στρατιωτικών δαπανών και της αυστηρής τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, η Γαλλία (πρωθυπουργός Francois Bayrou) παρουσίασε (15/7/2025) τον γαλλικό Προϋπολογισμό του 2026 και τους τομείς (εργασίας, ανεργίας και υγείας) των περικοπών των δαπανών με σκοπό την εξοικονόμηση 43,8 δισ. ευρώ.
Τα μέτρα
Σ’ ένα περιβάλλον διπλασιασμού των στρατιωτικών δαπανών, η φτώχεια (μηνιαίο εισόδημα κάτω των 1.288 ευρώ) θα αυξηθεί από 14,4% το 2022 σε 15,4% το 2023, δηλαδή οι φτωχοί θα αυξηθούν κατά 650.000 άτομα, προσεγγίζοντας στην Γαλλία τα 9,8 εκατ. άτομα, (Στατιστική Υπηρεσία Γαλλίας 7/7/2025). Θα αυξηθούν επίσης και οι ανισότητες, που έχουν ήδη αυξηθεί κατά την τελευταία επταετία. Η κυβέρνηση επιδιώκει, διαμέσου της λιτότητας, να μειώσει με τον Προϋπολογισμό του 2026 σταδιακά το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Πιο συγκεκριμένα (A. Fisne-Koch – S. Foulon – V. Grimault, Alternatives Economiques, 16/7/2025), μεταξύ άλλων, προβλέπεται:
- Η αύξηση των ημερών εργασίας κατά δύο ημέρες αφαιρώντας δύο ημέρες (Δευτέρα του Πάσχα και 8η Μαΐου), αργιών, με το επιχείρημα ότι “το έθνος πρέπει να εργάζεται περισσότερο”. Ο Γάλλος πρωθυπουργός θεώρησε ότι περισσότερη εργασία σημαίνει περισσότερος παραγόμενος πλούτος, περισσότερα έσοδα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, περισσότερο εισόδημα και κατανάλωση και περισσότερα έσοδα στα ταμεία του κράτους.
- Η μη αναπροσαρμογή με το επίπεδο του πληθωρισμού, όπως συμβαίνει σήμερα, των συνταξιοδοτικών παροχών και των κοινωνικών επιδομάτων (συντάξεις, επιδόματα στέγασης, οικογενειακά επιδόματα, κ.λ.π). Με το μέτρο προσδοκά, κατά το 2026, εξοικονόμηση πόρων της τάξης των 7,1 δισ. Το μέτρο αυτό θα επιφέρει διεύρυνση των ανισοτήτων και επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού, δεδομένου ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά εξαρτώνται περισσότερο και συχνότερα από τα κοινωνικά επιδόματα. Η σχετική έρευνα (Pierre Madec, 2025) ανέδειξε ότι το φτωχότερο 5% των νοικοκυριών από την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου για ένα έτος θα έχανε το 1% του διαθέσιμου εισοδήματός του.
- Η παράταση της περιόδου εργασίας που απαιτείται για την απόκτηση του επιδόματος ανεργίας (σήμερα είναι έξι μήνες εργασίας σε χρονικό διάστημα 24 μηνών) και μείωση της μέγιστης διάρκειας χορήγησης του επιδόματος σε 18 μήνες για όσους είναι κάτω των 53 ετών. Το επιχείρημα του Γάλλου πρωθυπουργού είναι η αναγκαιότητα αύξησης του αριθμού των εργαζομένων διαμέσου της ομάδας των ατόμων, που αναζητούν εργασία και αγνοούν γενικά και ειδικά τη προσφορά εργασίας, προκειμένου οι επιχειρήσεις –προφανώς χωρίς να βελτιώνουν τους όρους εργασίας και το επίπεδο των αμοιβών– να μπορούν να βρίσκουν εργαζόμενους, όταν αναζητούν υποψήφιους για εργασία.
- Η περικοπή της χρηματοδοτικής κάλυψης των φαρμάκων μακροχρόνιων παθήσεων (14 εκατ. άτομα) που δεν σχετίζονται με την δηλωμένη πάθηση ή έχουν μικρή ιατρική επίδραση, καθώς και την αφαίρεση από αυτό του καθεστώτος ασθενών, των οποίων η κατάσταση υγείας δεν το δικαιολογεί. Το επιχείρημα του Γάλλου πρωθυπουργού είναι ότι χωρίς αυτό το μέτρο οι δημόσιες δαπάνες υγείας, κατά το 2026, θα αυξηθούν κατά 10 δισ., ενώ με την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου η αύξηση τους θα περιοριστεί στα 4,5 δισ.
- Η ομαδοποίηση κοινωνικών παροχών και κοινωνικών επιδομάτων σ’ ένα ενιαίο κοινωνικό επίδομα με κίνδυνο να μειωθεί το επίπεδό του εάν δεν εναρμονιστούν δίκαια, λεπτομερώς και επιμελώς οι όροι και οι προϋποθέσεις τους.
- Η μείωση 3.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, καθώς και η περικοπή 1.000-1.500 θέσεων εργασίας διαμέσου συγχωνεύσεων δημόσιων υπηρεσιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο της δημόσιας απασχόλησης στην Γαλλία στη συνολική απασχόληση μειώθηκε από 22% το 1989, σε 19,6% το 2022. Παράλληλα, έχει αυξηθεί ο αριθμός των συμβασιούχων και επισφαλούς απασχόλησης δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος από 16,7% του εργατικού δυναμικού των δημοσίων υπηρεσιών το 2011, αυξήθηκε σε 23,3% το 2023.
Με άλλα λόγια, αυτό το οποίο προδιαγράφεται στην ΕΕ, στα κράτη-μέλη και ειδικά στην Γαλλία είναι ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της μακροχρόνιας λιτότητας –προς όφελος μη παραγωγικών, ερευνητικών, ψηφιακών και κοινωνικών στρατηγικών και πολιτικών– θα προκαλέσει, κατά την τρέχουσα και την επόμενη δεκαετία, επιφορτισμένες συνθήκες κοινωνικοπολιτικών κρίσεων στην Ένωση.