Κύπρος: Η ανεπούλωτη “πληγή” του Ελληνισμού
25/07/2025
Τελικά, οι αρνητικές ιστορικές συγκυρίες έχουν κατατάξει τον μήνα Ιούλιο, ως τον χρόνο που έχουν επισυμβεί οι τραγικότερες στιγμές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ξεκινώντας από τα Ιουλιανά του 1965, που αποτέλεσαν το πλαίσιο για το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967, φθάσαμε στον Ιούλιο του 1974, όπου οι μικρόνοοι της επταετούς Χούντας παρέδωσαν χωρίς αντίσταση μεγάλο τμήμα της Μεγαλονήσου στους Τούρκους, παραμένοντας αυτό έως σήμερα το ανεπούλωτο τραύμα στα πλευρά του Ελληνισμού.
Είναι μάλιστα οδυνηρό το γεγονός, ότι η «επιβίβαση» των Τούρκων στη Μεγαλόνησο που οδήγησε στην παράνομη εισβολή και κατοχή συμπίπτει με τον εορτασμό για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και την έναρξη της Μεταπολίτευσης. Πενήντα ένα χρόνια όμως μετά ο απολογισμός στο Κυπριακό είναι τραγικός λόγω της πλήρους ενίσχυσης της τουρκικής κατοχής, οι δε συνθήκες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά και η κατάσταση στην ιθύνουσα οικονομική τάξη-ολιγαρχία με «πρωταγωνιστές» τον παρασιτισμό και την κλεπτοκρατία, θα έπρεπε για λόγους στοιχειώδους ευθιξίας, η εορτή για αποκατάσταση της δημοκρατίας να μετατραπεί σε ημέρα εθνικής περισυλλογής, για το ζοφερό παρόν και το αβέβαιο μέλλον του Ελληνισμού.
Η στρατιωτική «επιβίβαση» της Τουρκίας το 1974, στην απροστάτευτη Μεγαλόνησο, εξαιτίας της διπλής προδοσίας της Χούντας των Συνταγματαρχών, με την απόσυρση της Μεραρχίας, που είχε αποστείλει κρυφά ο Γεώργιος Παπανδρέου και, στη συνέχεια με το τραγικό πραξικόπημα κατά του, τότε, ηγέτη της Κύπρου Μακαρίου, εν γνώσει του φαιδρού τότε αρχηγού της ελληνικής Χούντας, Ιωαννίδη, ο οποίος ήξερε επακριβώς ότι οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στην Κυρήνεια και παρόλα αυτά προέκρινε τη μη αντίσταση, με συνέπεια την αιματηρή διχοτόμηση του νησιού, αποτελεί τον τελευταίο σταθμό της πορείας συρρίκνωσης του Ελληνικού Έθνους, που ξεκινά από την Μικρασιατική Καταστροφή.
Έτσι, το 1974 για πρώτη φορά, μετά το 1922 ο Ελληνισμός υπέστη στρατιωτική ήττα και απώλεσε εθνικό έδαφος, χωρίς μάλιστα ουσιαστική μάχη, κάτι που πλέον έχει παγιωθεί, αφού σύμφωνα με την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, ό,τι κερδίζεται στο πεδίο της μάχης, πολύ δύσκολα επανακτάται μόνο με διαπραγματεύσεις. Η εθνική αυτή απώλεια εμπεριέχει και το επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο, ότι η μισή Κύπρος χάθηκε χωρίς στην ουσία να έχουμε πολεμήσει, κάτι που δημιούργησε την υποδόρια αίσθηση της αδυναμίας έναντι της Τουρκίας, που αποτελεί και το βασικό στοιχείο της δημιουργίας του φοβικού συνδρόμου από το οποίο κατατρύχονται το Ελληνικό και το Κυπριακό πολιτικό προσωπικό εξουσίας.
Η διαίρεση της Κύπρου
Η αιτία για αυτή τη μεγάλη εθνική καταστροφή ήταν τα ολέθρια διαχρονικά λάθη των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών, ξεκινώντας από το 1915 όταν η Ελλάδα αρνήθηκε τη συμμετοχή στην εκστρατεία της Καλλίπολης με απόφαση του φιλοβασιλικού επιτελείου και του τραγικού άνακτα Κωνσταντίνου Α’, αφού τότε διατυπώθηκε για πρώτη και τελευταία φορά ως πρόταση από την Αγγλία η παραχώρηση χωρίς όρους της Κύπρου στην Ελλάδα, εν συνεχεία ο άθλιος ρόλος της Βρετανίας, με τον αταλάντευτο στόχο της της διαίρεσης του νησιού, με εκτελεστή αυτού του σχεδίου τον προδοτικό ρόλο της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Σε όλη αυτή την περίοδο, η λαβωμένη Κύπρος διέπρεψε οικονομικά και έγινε μέλος της ΕΕ ως Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να λύσει το ακανθώδες πρόβλημα της διαίρεσης και της τουρκικής κατοχής, παρά τα καταψηφιστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Και αυτό γιατί απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια μια σοβαρή εθνική στρατηγική, που θα είχε ως στόχο την συνεχή διεθνοποίηση του Κυπριακού, το επίμονο αίτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των αυτονόητων ρυθμίσεων για όλα τα σύγχρονα κράτη. Και παράλληλα, τη δημιουργία ενός σημαντικού αναλογικού στρατιωτικού ισοδύναμου με εξοπλισμό με έξυπνα όπλα και τις κατάλληλες διεθνείς στρατιωτικές συμμαχίες.
Αντιθέτως, οι υποτελείς πολιτικοοικονομικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ένα διμερές ελληνοτουρκικό πρόβλημα με συνέπεια την ημέρα πένθους του Ελληνισμού, που είναι η τουρκική επιβίβαση-απόβαση, ο Τούρκος πρόεδρος δίκην «Οθωμανού σουλτάνου» να επισκέπτεται τα κατεχόμενα και να εμφανίζεται ως «ειρηνοποιός σωτήρας» δήθεν των Τουρκοκυπρίων.
Το Κυπριακό και η εθνική παράδοση
Το Κυπριακό είναι χαρακτηριστική περίπτωση της πολιτικο-διπλωματικής και στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδος στη Νεότερη Ιστορία της. Το δίκαιο και νόμιμο αρχικό αίτημα της Ένωσης ενταφιάστηκε για πάντα από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με την αναγνώριση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης και με ένα ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε τον «διάδρομο» για την διχοτομική κατάληξη του νησιού.
Αποτελεί, αναμφισβήτητα, στρατηγική ήττα του πολιτικού κατεστημένου της Χώρας και της «παρασιτικής» οικονομικής ολιγαρχίας, τους οποίους χαρακτηρίζει διαχρονικά το σύνδρομο του «ενδοτισμού». Με τις πολιτικές τους, αφού αποδέχθηκαν την de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, στην συνέχεια μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, σε ένα διμερές εσωτερικό Ελληνοτουρκικό πρόβλημα, «νομιμοποιώντας» έτσι έμμεσα την τουρκική κατοχή. Υποδόρια και συστηματικά καλλιεργήθηκε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), η αποδοχή της ήττας.
Παρά το γεγονός ότι ο κυπριακός λαός αντιστάθηκε στις πολυποίκιλες πιέσεις του διεθνούς παράγοντα και των εσωτερικών δυνάμεων και απέρριψε το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν, το οποίο θα οδηγούσε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία Συνομοσπονδίας, που αποτελεί στρατηγικό στόχο της Τουρκίας, αφενός για να κατοχυρώσει τα παράνομα κεκτημένα της Τουρκίας από την εισβολή του 1974 και αφετέρου για να μπορεί, μέσω της χαλαρής κεντρικής κυβέρνησης, να ασκεί και τον πολιτικό έλεγχο στο ελεύθερο κομμάτι της Μεγαλονήσου, ποτέ δεν υπήρξε ο απεγκλωβισμός από αυτή την αδιέξοδη εμμονή – πρόσχημα στη λεγόμενη «διζωνική Ομοσπονδία», που πέραν του ατελέσφορου της, αποτελεί και την «Κερκόπορτα» για τη Συνομοσπονδία.
Η Κύπρος ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση
Είναι τόσο βιωματικά ριζωμένη αυτή η αντίληψη, που δεν άλλαξε στο παραμικρό ακόμα και στις ιδιαίτερες συνθήκες, που προκάλεσε η ρωσική εισβολή την Ουκρανία, η οποία ενεργοποίησε τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους μέσω του ΝΑΤΟ, με βασική σημαία την εναντίωσή τους στον αναθεωρητισμό εντός της Ευρώπης. Και ενώ η κατοχή της Κύπρου αποτελεί τον πρώτο ακρωτηριασμό ευρωπαϊκού κράτους, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν συνέδεσαν ξεκάθαρα το κυπριακό με το ουκρανικό ζήτημα.
Αντίθετα η σημερινή ελληνική κυβέρνηση επιδόθηκε σε ακατανόητη επίδειξη αντιρωσικής ρητορικής, προκειμένου να εμφανιστεί βασιλικότερη του βασιλέως στην προηγούμενη διοίκηση των ΗΠΑ, θερίζοντας σήμερα τις θύελλες που έσπειρε με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία και την απενοχοποίηση της Ρωσίας από αυτόν. Αντιθέτως, η Τουρκία συνεχίζοντας χωρίς καμία έκπτωση τη στρατηγική σχέση με τη Ρωσία, που της προσφέρει γεωπολιτικό βάθος, λειτουργεί παράλληλα ανενόχλητη λαμβάνοντας και σχετικά «δώρα» από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, που πλέον λαμβάνουν και συγκεκριμένη μορφή όπως η πώληση των Eurofighters, καθώς και η πιθανή επάνοδός της στα F-35.
Πριν την ολοκλήρωση της καταστροφής της Κύπρου, κάτι που θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Ελληνισμού, απαιτείται η άμεση και πλήρης αλλαγή της πολιτικής μας στο Κυπριακό ζήτημα. Προϋπόθεση της λύσης του είναι η πλήρης διεθνοποίησή του, με παράλληλη αξιοποίηση του σημαντικού γεωπολιτικού αποτυπώματος αυτής στις σημερινές ρευστές γεωπολιτικές συνθήκες, χωρίς παρωπίδες.
Χρειάζεται άμεσα η συγκρότηση και η εφαρμογή μιας νέας εθνικής στρατηγικής, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, την επιθετική διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος, την πολύπλευρη διπλωματική πολιτική προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις δυνάμεις, που μπορεί να έχουν αμιγώς στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή και την άμεση υλοποίηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος – Κύπρου, που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια μετά την ακύρωση της εγκατάστασης των S-300 στη Κύπρο, κάτι που δίνει την αίσθηση στη Τουρκία ότι μπορεί να δρα ανενόχλητα στη Μεγαλόνησο.
Παράλληλα με τα παραπάνω αυτό που θα αλλάξει τη σημερινή βαλτώδη κατάσταση και την έμμεση νομιμοποίηση της τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα του νησιού και θα ταρακουνήσει τους διεθνείς γεωπολιτικούς παίκτες, λόγω της καίριας στρατηγικής σημασίας της Κύπρου, θα είναι η κατάθεση δήλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ, σε συνεννόηση με την Ελλάδα, ότι μετά την επιμονή της Τουρκίας περί δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών ως τη μοναδική λύση, ο στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η πλήρης ανάκτηση της κυριαρχίας της επί του βορείου κατεχόμενου τμήματος από την Τουρκία.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γίνει κατάθεση και εκτενή δημοσιοποίηση σχεδίου λύσεως του Κυπριακού από την ελληνοκυπριακή πλευρά στον ΟΗΕ και την ΕΕ με βασικά στοιχεία την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
Εξυπακούεται ότι εκ των ουκ άνευ προϋποθέσεων είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου και η ολοκλήρωση της ηλεκτρικής σύνδεσης που έχει ανασταλεί λόγω των τουρκικών αντιδράσεων.
Η καρδιά του Ελληνισμού και η Κύπρος
Σε αυτή την κρίσιμη στροφή της «οδύσσειας» του Κυπριακού, η Ελλάδα οφείλει να αναθεωρήσει πλήρως τη στρατηγική της για την προστασία των συμφερόντων του Ελληνισμού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, η αμυντική προστασία της Κύπρου πρέπει να αποτελέσει βασικό στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή. Η συνέχιση της απαράδεκτης έως τώρα διαχρονικής λογικής, ότι η Κύπρος βρίσκεται μακράν και ότι η Ελλάδα είναι απλά παρατηρητής και απλός συμπαραστάτης εκ του μακρόθεν είναι ανιστόρητη και επικίνδυνη. Και αυτό, γιατί στην Κύπρο χτυπάει η καρδιά του Ελληνισμού και σε αυτήν δοκιμάζεται η αντοχή του.
Είναι πλέον προφανές, ότι τυχόν αποδοχή νέων τετελεσμένων διά της διολισθήσεως πλέον θα οδηγήσει τον Ελληνισμό στο μαλακό υπογάστριο της φινλανδοποίησης, κάτι που αποτελεί το μακροπρόθεσμο στρατηγικό στόχο της Τουρκίας.