“Motel Destino”: Ένα σκοτεινό ερωτικό θρίλερ με προβληματική αφήγηση
26/07/2025
Ένα αισθησιακό νεο-νουάρ θρίλερ από τη Βραζιλία, όπου η μοίρα, το πάθος και το έγκλημα συγκρούονται μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους.
Ένα ερωτικό θρίλερ το ‘Motel Destino’, του Καρίμ Αϊνούζ (Karim Aïnouz), ξεχειλίζει από ερωτισμό και σκηνές ακραίου πάθους, σ’ ένα μίγμα παραβατικότητας, γκαγκστερισμού από τα παλιά, σεξουαλισμού και νέο-νουάρ αισθητικής και μυστηρίου, που κάπου στο φινάλε χάνεται σε κλισέ νέο-φιλοσοφικές ρηχές απαντήσεις περί μοίρας και πεπρωμένου, αλλά με την εξαιρετική χρωματική παλέτα της Ελέν Λουβάρ (Hélène Louvart), που φωτογραφίζει έξοχα τις σκηνές μίας σύγχρονης εκδοχής της βραζιλιάνικης ανθρωπογεωγραφίας και τοπιογραφίας.
Η αφήγηση βρίσκει στο κέντρο τον Εράλντο (Iago Xavier), έναν παραβατικό νέο 21 ετών που βρίσκεται στον κύκλο μίας εγκληματικής οργάνωσης που διευθύνει μία γυναίκα, η Μπαμπίνα (Fabiola Liper). Ο Εράλντο με τον αδερφό του θα αναλάβουν για χάρη της μία ένοπλη ληστεία. Το προηγούμενο βράδυ, μετά από ένα παθιασμένο one night stand, ο Εράλντο θα εγκλωβιστεί στο ξενοδοχείο Destino (που σημαίνει μοίρα, όχι τυχαία επιλογή του σκηνοθέτη), ώστε το επόμενο πρωί να μην προλάβει στο ραντεβού τον αδερφό του, ο οποίος και θα σκοτωθεί στη ληστεία. Η Μπαμπίνα θα κυνηγήσει τον Εράλντο, ως υπεύθυνο αυτής της αποτυχίας, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στο σεξο-ξενοδοχείο Destino, ως μία ‘μοιραία’ για τον ίδιο προοπτική και εξέλιξη.
Εξαιρετικό σαν εύρημα η ιδέα του Destino που φλέγεται στο πάθος των ενοίκων του. Σε όλο το χώρο ακούγονται μονίμως τα βογγητά των σεξουαλικών περιπτύξεών τους, ενώ οι ιδιοκτήτες, Ελιάς (Fábio Assunção) και Νταϊάνα (Nataly Rocha), σύζυγοι, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους απρόσκοπτα. Ο σκηνοθέτης στήνει έναν ενδιαφέροντα κλειστοφοβικό κόσμο με έναν χαρακτηριστικό ρεαλισμό. Το Destino λειτουργεί σα μία, τρόπον τινά, φυλακή. Πόρτες που κλειδώνουν απέξω, κρυφά παράθυρα για να παραδώσει κάποιος τις όποιες απαιτήσεις των ενοίκων, ή να παρακολουθήσει κρυφά ερωτικές περιπτύξεις ο ιδιόρρυθμος κακοποιητικός ιδιοκτήτης Ελιάς, και με ένα κλειστό κύκλωμα καμερών σε όλους τους χώρους, που λειτουργεί σαν τον Big Brother που δεν αφήνει τίποτε κρυφό ή στην τύχη του. Ο Εράλντο θα βρει για κάμποσο καιρό έναν τρόπο να ξεφύγει από τους μαφιόζους διώκτες του, ενώ μετατρέπεται σε εργατικό προσωπικό του ξενοδοχείου. Σταδιακά εμπλέκεται ερωτικά με την συνιδιοκτήτρια και σύζυγο του Ελιάς, Νταϊάνα, ανεβάζοντας τον κίνδυνο να πιαστεί το παράνομο ζευγάρι από έναν προβληματικό στη συμπεριφορά και αλλόκοτο ερωτικά Ελιάς. Στην εξίσωση και ένας ομοφυλόφιλος ρεσεψιονίστ (Yuri Yamamoto), ο οποίος και θα αποκαλύψει στον Ελιάς την παρανομία της συζύγου του. Το έγκλημα μοιάζει να πλησιάζει, χωρίς το τέλος να δικαιώνει καμία από τις απειλές των εμπλεκομένων.
Η ταινία αποτυπώνει νέο-νουάρ πτυχές, με μία δυναμική που προκύπτει από τις καλές, πολύ καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Ξεχωρίζει η φιγούρα του Ελιάς, ενώ ο Εράλντο στον κεντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το φυζίκ παρουσιαστικό που μπορεί να υποστηρίξει το ρόλο. Χωρίς να παρεκκλίνει ή να απογειώνει το ρόλο του, εκπληρώνει τις βασικές πτυχές του χαρακτήρα που υποδύεται. Το πρόβλημα στην αφήγηση είναι, οριακά, μία όχι τόσο πειστική εξήγηση σε πολλές από τις εμπλοκές του Εράλντο σε περιπέτειες, είτε ερωτικές είτε παραβατικές.
Η εμπλοκή του ερωτικά με τη συνιδιοκτήτρια του σεξο-ξενοδοχείου και η ανάπτυξη μεταξύ τους ενός ιδιαίτερου δεσμού δεν εξηγούν γιατί διακινδυνεύει τη ζωή του για μια γυναίκα που στο τέλος θα αφήσει μόνη στο ξενοδοχείο και αυτός θα προτιμήσει να φτυαρίζει χιόνι στο Σάο Πάολο, κι ενώ έχει βγει από το κάδρο ο ανταγωνιστικός και επιθετικός Ελιάς. Η Νταϊάνα, αρχικά, προσπαθεί να φέρει το νεαρό με τα νερά της και να τον οδηγήσει στο έγκλημα κι έτσι να ξεφύγει από την εριστική χειραγώγηση και κακοποιητική συμπεριφορά του συζύγου της Ελιάς.
Αυτό που, όμως, τελικά συμβαίνει δεν έχει σχέση με τους σχεδιασμούς της. Ό,τι προκύπτει, προκύπτει με κάπως τυχαίο τρόπο, που ο σκηνοθέτης ονομάζει πεπρωμένο. Και αυτό είναι ακόμα μία αδυναμία της αφήγησης, μία κοελικού τύπου εξήγηση των πάντων, όπου ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας οδηγείται από ένα αόρατο πεπρωμένο και μοίρα, που του καθορίζει το κάθε του βήμα, εξηγήσεις καθόλου πειστικές, χωρίς φαντασία ή κάποια βάση, μάλλον προς μία μορφή νέο-παγανιστικής μοιρολατρίας, που τρόπον τινά, έτσι, ο καθένας εύκολα μπορεί να εξηγεί και κάθε ηθική ή παραβατική παρέκκλιση.
Ο Εράλντο, όμως, ως χαρακτήρας, δεν αναπτύσσεται τόσο, ώστε να εξηγηθούν και οι ενίοτε ακραίες του παραβατικές συμπεριφορές, ή ο θυμός του. Η ιστορία που αφηγείται από την παιδική του ηλικία δεν φτάνει για να εξηγήσει ακριβώς τι τον ωθεί στην παραβατικότητα, αλλά και τι τον ωθεί στην αλλαγή πορείας του στο τέλος προς μία απλή καθημερινότητα. Επιπλέον, το κυνηγητό του Ελιάς σε αυτόν και την γυναίκα του, γυμνοί στο δρόμο, μπορεί να φαντάζει ευρηματικό, αλλά καθόλου εξηγήσιμο. Ο Ελιάς τους γδύνει με την προοπτική να τους σκοτώσει, αλλά ο τρόπος που γλιτώνουν δεν πείθει, ούτε και ο τρόπος που και ο διώκτης καταλήγει στο θάνατο. Επίσης, οι φόβοι του Εράλντο για την μαφιόζα Μπαμπίνα, που υποτίθεται τον κυνηγάει, δεν επιβεβαιώνονται πουθενά, μένει ένα μυστήριο που αιωρείται στην ταινία, αλλά πουθενά δεν ολοκληρώνεται, ενώ η μαφιόζα με τις εικαστικές της ανησυχίες, λειτουργεί ως παράδοξο, ευρηματικά μεν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επεξηγεί την εξέλιξη της αφήγησης.
Πέραν των παραπάνω, η ταινία έχει αυτή την ιδιότυπη βραζιλιάνικη ταυτότητα, το τραγούδι που χορεύουν στην πισίνα είναι χαρακτηριστικό, ή το έντονο σεξουαλικό στοιχείο, που ενίοτε επιλέγεται για να προκαλέσει παρά να επεξηγήσει ή να προβληματίσει. Οι κλειστοφοβικοί διάδρομοι και τα κλειστοφοβικά δωμάτια του Destino είναι ευρηματικά και πληρώνουν άψογα από την άλλη τη νουάρ αισθητική της ταινίας, όπως και το σκοτεινό γενικότερα ύφος του Εράλντο. Ο Αϊνούζ στήνει και κινηματογραφεί εξαιρετικά τους χώρους του και δημιουργεί τις συνθήκες για την ρεαλιστική διάσταση ενός θρίλερ.
Η ταινία, γενικότερα, έχει αρκετά περιεκτικά στοιχεία γι’ αυτή την αισθητική, με έναν ρεαλισμό που αφήνεται με ανάμεικτα συναισθήματα και ακροβατεί σε ασυνέχειες, αλλά με μία παρά ταύτα, συνέπεια στην ερωτική διάσταση του θρίλερ που παραμονεύει σε όλο το φάσμα της ταινίας. Υπό αυτήν την οπτική δεν περνά αδιάφορη, ούτε η έντονη σωματικότητα, ο ιδρώτας, η ζέστη, οι επαναλαμβανόμενοι ιδιαίτεροι σεξουαλικοί ήχοι, το φαντασιακό που αναπτύσσει υπόρρητα ή μία λανθάνουσα μορφή οικογενειακής θαλπωρής, έστω και αν έχει στοιχεία λανθάνουσας ερωτικής διάθεσης και από τους δύο συζύγους προς τον κεντρικό πρωταγωνιστή. Σε συνδυασμό των ρυθμών ενός δροσερού θερινού σινεμά σαν τον Ζέφυρο, η ταινία αιωρείται στους ρυθμούς ενός ζεστού καλοκαιριού, όπως το φετινό.