Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης στη δυναστική κομματοκρατία
03/08/2025
Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της πολιτικής ευθύνης η εκλόγιμη μοναρχία των ημερών μας έχει κατά βάση κληρονομήσει το καθεστώς της απολυταρχίας που διαδέχθηκε. Η πολιτική ευθύνη δεν αποτελεί διακεκριμένη αρμοδιότητα από την εκλογική διαδικασία. Θεωρείται ότι με την εναλλαγή στην εξουσία, δηλαδή με την πράξη επιλογής του μελλοντικού μονάρχη και του συνάδοντος πολιτικού προσωπικού από το κοινωνικό σώμα αποσβέννυται η όποια ευθύνη για τα πεπραγμένα τους.
Τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται, ωστόσο, σε ορισμένες χώρες η διστακτική έστω εισαγωγή της έννοιας της πολιτικής ευθύνης για την παραβατική συμπεριφορά του πολιτικού προσωπικού, δηλαδή ως προς ορισμένες αξιόποινες πράξεις (διαφθορά, παράβαση νόμου κ.λπ.) που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κοινού αστικού/ποινικού δικαίου. Όμως, για τις ασκούμενες πολιτικές του αιρετού μονάρχη και των συνοδών μελών (υπουργών, βουλευτών κ.λπ.) του πολιτικού συστήματος δεν τίθεται ζήτημα. Οι φορείς της πολιτικής πράξης είναι εγκατεστημένοι υπεράνω του νόμου. Μπορούν να καταστρέψουν τη χώρα, να εφαρμόσουν πολιτικές ταξικής ή άλλης κατεύθυνσης, αντίθετες προς το κοινό συμφέρον ή τη βούληση της κοινωνίας χωρίς συνέπειες.
Επομένως, από τις θεμελιώδεις αρχές της αντιπροσώπευσης και, πολλώ μάλλον, της δημοκρατίας, η εκλόγιμη μοναρχία υιοθετεί μόνο την αρχή της εκλογής του στενού πυρήνα του πολιτικού προσωπικού. Δεν εμπεριέχεται ο έλεγχος, η ευθύνη ως διακεκριμένη αρμοδιότητα, η ανάκληση του εντολοδόχου εάν δεν εκπληρώνει τα καθήκοντά του, εάν οι πολιτικές του αντιβαίνουν το κοινό συμφέρον και, μάλιστα, τη βούληση της κοινωνίας.
Ο έλεγχος του πολιτικού
Στον αντίποδα, στην αντιπροσώπευση και, ιδίως, στη δημοκρατία η πολιτική ευθύνη αποτελεί διακεκριμένη αρμοδιότητα, δηλαδή ο πολιτικός ελέγχεται:
- Για τη γνώμη/εισήγηση (ή για τις προγραμματικές θέσεις) που διατυπώνει ως προς την ακολουθητέα πολιτική, εφόσον αποδειχθεί βλαπτική για το κοινό συμφέρον και τη χώρα.
- Για την παραβατική συμπεριφορά αλλά και για τις πολιτικές που εφαρμόζονται, καθώς αξιολογούνται με ενιαίο μέτρο τη βλάβη που συνεπάγονται για την κοινωνική συλλογικότητα και τη χώρα.
- Καθολική αρχή της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας είναι να μην αξιολογείται το πολιτικό έγκλημα με βάση την αρχή του ιδιωτικού δικαίου, εάν ο πολιτικός είχε πρόθεση να βλάψει ή όχι. Το πολιτικό έγκλημα κρίνεται αποκλειστικά δυνάμει του αποτελέσματός του, δηλαδή της βλάβης που προκάλεσε αυτό καθεαυτό.
- Ομοίως το πολιτικό έγκλημα τιμωρείται πολύ αυστηρότερα σε σχέση με το ίδιο έγκλημα που διαπράττει ένας ιδιώτης. Και τούτο διότι το πολιτικό έγκλημα βλάπτει πολλούς έναντι του ιδίου εγκλήματος ενός ιδιώτη.
- Με βάση τις πρόνοιες περί του πολιτικού εγκλήματος κρίνεται επίσης πέραν του πολιτικού προσωπικού και ο ιδιώτης, ο οποίος συμμετείχε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην τέλεση του αδικήματος, δηλαδή της βλάβης του κοινωνικού συνόλου ή της χώρας.
- Μια άλλη παράμετρος που διαφεύγει της εκλόγιμης μοναρχίας είναι η ευθύνη της αντιπολίτευσης. Στην αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία αξιολογείται και ο προγραμματικός λόγος και η πολιτική πράξη της αντιπολίτευσης. Το γεγονός ότι δεν απορρέει από αυτήν ο κορυφαίος πολιτειακός παράγων δεν την απαλλάσσει από τις ευθύνες της για τις θέσεις και τις συνέπειές τους για τη χώρα (λ.χ. η συμμετοχή στην ψήφιση νόμων, οι πολιτικές θέσεις κλπ.).
- Η αθέτηση προγραμματικής πολιτικής, η παράκαμψη, ή η εναντίωση στην κοινωνική βούληση αξιολογείται ως πολιτικώς κολάσιμη πράξη, εκτός εάν δικαιωθεί εντέλει η επιλογή του πολιτικού!
Η αξιολόγηση της πολιτικής ευθύνης
Η αξιολόγηση της πολιτικής ευθύνης γίνεται σε δύο στάδια. Το ένα κατά την άσκηση της διακυβέρνησης. Η άλλη απολογιστικά με το τέλος της θητείας, για το σύνολο του έργου ή για επιμέρους ζητήματα που προκύπτουν κατά τον έλεγχο των πεπραγμένων. Είναι άξιον προσοχής ότι στην αρμοδιότητα της πολιτικής ευθύνης υπάγεται τόσο η θετική πράξη όσο και η παράλειψη, λ.χ. η μη μέριμνα για την ορθή λειτουργία του κράτους, ή για την άσκηση ελέγχου στον επιφορτισμένο με συγκεκριμένα καθήκοντα υπάλληλο ή φορέα του δημοσίου.
Ερώτημα γεννάται ποιος κατέχει την αρμοδιότητα του πολιτικού ελέγχου. Για να είμαστε ρεαλιστές, δεν επικαλούμαι τη δημοκρατία ή ακόμη και την αντιπροσώπευση κατά την οποία το ευθύνειν του πολιτικού προσωπικού ανήκει στον δικαιούχο της πολιτικής, δηλαδή στην πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία. Σε μια απλώς κατά προσομοίωση της αντιπροσώπευσης εκλόγιμη μοναρχία, όπου η κοινωνία διατηρεί το καθεστώς του απλού ιδιώτη, η αρμοδιότητα του ευθύνειν ανήκει για τη μεν παραβατική συμπεριφορά του πολιτικού στην κοινή δικαστική εξουσία.
Αυτή όμως είναι επιφορτισμένη να εφαρμόζει τον πολιτικό νόμο –όπως είδαμε, ορίζει να γίνεται η αξιολόγηση του πολιτικού αποτελέσματος με βάση όχι την πρόθεση να βλάψει την κοινωνία και τη χώρα, αλλά το αποτέλεσμά της– ενώ για το πολιτικό έγκλημα (παράβαση του Συντάγματος, πρόκληση βλάβης στην κοινωνία, παράβαση εντολής κ.λπ.) οφείλει να επιφορτισθεί για την ώρα ένα μικτό δικαστικό σώμα αποτελούμενο από κατά πλειοψηφίαν κληρωτούς πολίτες και δικαστικούς.
Οι εκλογές σαν πλυντήριο
Υπενθυμίζω ότι στην αντιπροσώπευση και, ιδίως, στη δημοκρατία τα δικαιοδοτικά όργανα, όπως και η Πολιτεία εν μέρει ή εν όλω, αποσπώνται από το κράτος και περιέρχονται στην πολιτικά συντεταγμένη κοινωνία. Επίσης, στις Πολιτείες αυτές το πολιτικό έγκλημα, δηλαδή αυτό που βλάπτει το δημόσιο/κοινό συμφέρον, είναι απαράγραπτο. Αρκεί να αναφέρω ότι οι δικτάτορες της 21ης Απριλίου δικάστηκαν για την μεθάρμοση της εκλόγιμης μοναρχίας σε αυταρχικό καθεστώς, όχι για το εθνικό έγκλημα της Κύπρου!
Υπό το πρίσμα αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην ελληνική περίπτωση, όπου το σύνολο του ευθύνειν, εάν δεν ταυτίζεται με τη στιγμιαία εκλογική στιγμή, η οποία λειτουργεί ως πλυντήριο για την απολογιστική αποκάθαρση του πολιτικού προσωπικού, όχι μόνον για τις πολιτικές του αλλά και για την παραβατική του συμπεριφορά, παραδίδεται στη Βουλή η οποία, ενδεδυμένη τη δικαστική εξουσία, αποτελεί την επιτομή της μεταβολής της εκλόγιμης μοναρχίας σε μια εκφυλισμένη εκδοχή δεσποτικού κράτους.
Άλλωστε, η πραγματικότητα αυτή συμπληρώνεται με την καθολική παραβίαση του Συντάγματος από τους επιφορτισμένους την τήρησή του, τους φορείς της κομματοκρατίας, και στο βάθος από προκλητικές στιγμιαίες παραγραφές (την ώρα που το ιδιωτικό έγκλημα παραγράφεται μετά 20ετία!) και τη μεθερμήνευση της αρχής του πολιτικώς ευθύνειν σε αδίκημα του ιδιωτικού δικαίου, προκειμένου να πρέπει ο πολιτικός να αποδειχθεί ότι είχε πρόθεση να βλάψει την κοινωνία και τη χώρα.
Παραβίαση του πολιτεύματος
Εάν όντως λειτουργούσε στοιχειωδώς η απλώς εκλόγιμη μοναρχία, η συντριπτική πλειοψηφία των εψηφισμένων νόμων θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί ανυπόστατη και το σύνολο των βουλευτών να είχε υποστεί τη δικαιοδοτική βάσανο της “γραφής παρανόμων”, δηλαδή της παραβίασης του πολιτεύματος, καθώς η έγκρισή τους γίνεται, ως γνωστόν, δι’ απλής αναγνώσεως –συχνά ούτε μ’ αυτή– των ονομάτων των βουλευτών, σε άδεια αίθουσα, όταν δεν επιστρατεύεται η καταφανώς επίσης αντισυνταγματική κομματική πειθαρχία.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε μια κατά προσομοίωση αντιπροσώπευσης εκλόγιμη μοναρχία εγκλήματα, όπως αυτά που έχουμε ζήσει, θα είχαν αποτελέσει αντικείμενο εμπεριστατωμένου ελέγχου από την πολιτειακή Δικαιοσύνη. Αναφέρομαι σε εγκλήματα, όπως εκείνα των Τεμπών (και της εν γένει απαξίωσης των σιδηροδρόμων), του ΟΠΕΚΕΠΕ (και του όλου των ευρωπαϊκών κονδυλίων), του οργίου των εργολαβικών αναθέσεων, της Μαγούλας, του Ματιού, του Χρηματιστηρίου, των Ολυμπιακών Αγώνων, της αποβιομηχάνισης της χώρας, της ιδιοποίησης και του εκφαυλισμού του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (αμυντική βιομηχανία, Ολυμπιακή, ΔΕΗ, ΟΤΕ, συνεταιρισμών κ.λπ.).
Παλαιότερα του σκανδάλου των φυγόστρατων ή του Παντείου, της πρωτοφανούς λεηλασίας και της πτώχευσης της χώρας και της παράδοσής της στους δανειστές, της διαχείρισης της σχέσης της χώρας με αυτούς, της “λίστας Λαγκάρντ”, του εξαναγκασμού πλέον του 1.500.000 Ελλήνων να εκπατρισθούν, της σκόπιμης ερήμωσης της υπαίθρου, των φαραωνικών απολαβών των πολιτικών, του καθεστώτος της διαπλοκής των ΜΜΕ και της χρηματοδότησής τους ή της διαχείρισης του συνόλου των εθνικών θεμάτων, της ίδιας της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και πλήθους άλλων.
Με βαριές κατηγορίες
Αντιλαμβάνεται κανείς, επομένως, ότι στο κλίμα αυτό, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού ομού με μεγάλο μέρος των ιδιωτών που διαπλέκονται μαζί του και με το κράτος θα είχε υποβληθεί στην κρίση της Δικαιοσύνης με βαριές κατηγορίες, ενώ εάν συνέτρεχε ήδη η ρήτρα του ευθύνειν (και του ανακαλείν) του πολιτικού προσωπικού (και των ιδιωτών που συναγελάζονται με το κράτος), η εικόνα και η κατάσταση της χώρας θα ήταν αναμφιβόλως διαφορετική.
Αρκεί να αναφέρω ότι μόνο το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ θα ήταν αρκετό για να στείλει στη Δικαιοσύνη με εξαιρετικά αυστηρό κατηγορητήριο όχι μόνο τους αρμόδιους υπουργούς, αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η δικαιολογία ότι δεν γνώριζε επιβαρύνει τη θέση του, δεν τον απαλλάσσει της ευθύνης. Η ιταμή δήλωση του Άδωνη Γεωργιάδη ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να λέει ό,τι θέλει, στον βαθμό που το πολιτικό προσωπικό έχει μεριμνήσει με το Σύνταγμα (και τη νομοθεσία) που αυτό επινόησε (άρθρο 86 κ.λπ.) να λευκαίνει εαυτό για τον ευτελισμό και την καταστροφή της χώρας –στον ενδιάμεσο χρόνο διά του πλυντηρίου της Βουλής (και της συνάγωγης δικαιοσύνης)– αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την αιτία και τις σταθερές του νεοελληνικού προβλήματος από καταβολής του ελλαδικού κράτους.
Εν ολίγοις, αποτελεί αξίωμα της ζωής, πολλώ δε μάλλον της πολιτικής, η όποια αρμοδιότητα (εν προκειμένω το εκλέγειν) εάν δεν συνοδεύεται από το ελέγχειν (και το ανακαλείν), δηλαδή από τον έλεγχο και την κύρωση των υπευθύνων, να απολήγει στη μεταβολή της πολιτικής ζωής σε ιδιωτικό χώρο με πρόσημο την ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού και σκοπό την απροσχημάτιστη δήωσή του.
Η τελευταία αυτή επισήμανση είναι σε επίπεδο ρητορικής εξαιρετικά χρήσιμη για να αντιληφθεί κανείς ότι η θεμελιώδης αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας είναι –σε αντίθεση με τις άλλες δυτικές χώρες, όπως έχω καταδείξει– το πολιτικό σύστημα της (καθόλα εκφυλισμένης) εκλόγιμης μοναρχίας, η οποία μεθαρμοσμένη σε δυναστική κομματοκρατία, έχει ιππεύσει επί του πολιτικού συστήματος και καταργήσει ακόμη και τα στοιχειώδη αντίβαρα που θα αναπλήρωναν, εν μέρει τουλάχιστον, τον αποκλεισμό της κοινωνίας από την Πολιτεία.