Το κόκκινο τετράδιο του Παπαηλία από την Γιαλούσα
15/08/2025
Μια συγκλονιστική κατάθεση του ιερωμένου που βίωσε με την οικογένεια του και τους συγχωριανούς του το βίαιο πρόσωπο του Αττίλα. Σε ένα κόκκινο τετράδιο, αυτό των μαθητικών μας χρόνων, ο διάκος τότε Παπαηλίας από την κατεχόμενη Γιαλούσα, έγραφε τα όσα βίωνε ο ίδιος, η οικογένεια του και οι συγχωριανοί του, εκείνο το καλοκαίρι του 1974.
Έζησαν, δύσκολα, πέτρινα χρόνια, υπό κατοχή. Ήταν δύσκολο για όλους. Ιδιαίτερα, όμως, για τους εγκλωβισμένους. Πιο δύσκολα ήταν για έναν ιερέα, καθώς πάντα μπαίνει στο στόχαστρο του κατακτητή. Σε εκείνο το κόκκινο τετράδιο, το σχολικό, ο Παπαηλίας έδωσε ψυχή και πόνο στις σελίδες του. Μετέφερε αυτά που έζησαν οι εγκλωβισμένοι, τα όσα βίωσαν από τους Τούρκους κατακτητές.
Το πολύτιμο αυτό ημερολόγιο, σε συνδυασμό με προσωπικές αφηγήσεις του πατέρα του κι άλλων χωριανών, περιέλαβε σε βιβλίο ο καλός συνάδελφος, Μάριος Παπαηλίας. Το 1974 ήταν δυόμιση χρόνων, όταν εκδιώχθηκαν από την κατεχόμενη Γιαλούσα σχεδόν έξι. Έζησε μαζί με την οικογένεια του τραυματικές εμπειρίες.
Ο Παπαηλίας, η σύζυγος του Δέσποινα και τα τρία παιδιά τους, ο Μιχάλης, ο Παναγιώτης και ο Μάριος, πέρασαν στιγμές τρόμου, φόβου, καταπίεσης στο κατεχόμενο χωριό τους. Το βιβλίο «Ο δρόμος του ξεριζωμού, η φυγάδευση των εκκλησιαστικών κειμηλίων της Γιαλούσας», του Μάριου Παπαηλία, πρόκειται μια βιωματική κατάθεση, αλλά και μια οφειλόμενη τιμή και αναγνώριση στον πατέρα του. Είναι μια μαρτυρία, που δεν περιορίζεται στα προσωπικά βιώματα, αλλά και σε μια, όχι και τόσο γνωστή πτυχή. Καταγράφονται οι προσπάθειες φυγάδευσης των εκκλησιαστικών κειμηλίων από τα κατεχόμενα. Για να γλυτώσουν από τον κατοχικό στρατό και τους άρπαγες, τους κλέφτες κατακτητές.
Η δεύτερη φάση της εισβολής
Οι αναφορές στο ημερολόγιο ξεκινούν από την 15η Ιουλίου 1974, ημέρα του προδοτικού πραξικοπήματος. Επιλέξαμε από το πολύτιμο κόκκινο τετράδιο, το ημερολόγιο του Παπαηλία μερικά αποσπάσματα: «14η Αυγούστου, ημέρα Τετάρτη, η ώρα 4.30 το πρωί, άρχισαν τα αεροπλάνα να έρχονται. Σηκωθήκαμε από τα κρεβάτια μας με φόβο και με τρόμο. Ετοίμασα μερικά ρούχα, τρόφιμα και τα βάλαμε στο αυτοκίνητο.
Δεν ξέραμε πού να πάμε. Ο στρατός που υπήρχε τον μετέφεραν στην επαρχία Λάρνακας. Ο κόσμος όταν είδε το στρατό να φεύγει δεν ήξερε τίποτε. Μετά που έφυγε ο στρατός ξεκίνησαν πάρα πολλοί να φύγουν αλλά τους έκλεισαν τον δρόμο και επέστρεψαν. Δεν κοιμηθήκαμε καθόλου εκείνη τη νύκτα γιατί περιμέναμε να έλθουν να μας σκοτώσουν».
Για την κατάληψη της Γιαλούσας, ο Μάριος, αναφέρει ότι ο τουρκικός στρατός κατοχής έκανε την εμφάνισή του στις 17 Αυγούστου, ημέρα Σάββατο, με δυο ιδιωτικά οχήματα και μικρό λεωφορείο. Έκαναν αισθητή της παρουσίας τους πυροβολώντας στον αέρα. Πρώτη πράξη ήταν να καταστρέψουν την προτομή του ήρωα της ΕΟΚΑ, Σταύρου Στυλιανίδη και να υψώσουν την τουρκική σημαία. Στις 19 Αυγούστου, δυο στρατιωτικά τζιπ στάθμευσαν έξω από το καφενείο του Χρήστου Μαλακούνα. Ένας Τούρκος αξιωματικός διάβασε ένα κατάλογο εννέα ατόμων.
Τους συνέλαβαν για να τους ανακρίνουν και να τους φέρουν πίσω. Δεν επέστρεψαν ποτέ. Έγινε γνωστό ότι τους εκτέλεσαν! Μεταξύ αυτών και ο δικαστής Χρήστος Χατζηνικολάου, που περνούσε τις διακοπές του στο χωριό. Ο κατοχικός στρατός περιπολούσε στους δρόμους με τις κάννες των όπλων γυρισμένες κατά των αμάχων. Συχνά-πυκνά καλούσαν τον πληθυσμό σε συγκεντρώσεις για να τους φοβερίσουν. Συνεχίσθηκαν, παράλληλα και οι συλλήψεις.
Ο Μάριος Παπαηλίας μεταφέροντας τις αφηγήσεις, μαρτυρίες αναφέρει πως την Κυριακή, 25 Αυγούστου, άρματα μάχης και στρατιωτικά οχήματα πλημμύρισαν το χωριό και πάνοπλα πεζοπόρα τμήματα μάζευαν με τη βία, εκ νέου, τους συγχωριανούς και τους κατηφόριζαν προς την αυλή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Εκεί, αμέσως τους χώρισαν σε ηλικίες αλλά και φύλο. Ο διάκος Παπαηλίας, 27 χρόνων τότε, μπήκε στη σειρά με τους νέους. Συγχωριανοί του ζήτησαν να πάει με τους ηλικιωμένους: «Πήγαινε διάκο μήπως και γλυτώσουν κάποιοι να προσέχουν τις γυναίκες και τα παιδιά μας».
Προχώρησε προς την είσοδο του ναού, εκεί που ήταν οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα. Ο Μάριος και ο αδελφός του Παναγιώτης γαντζώθηκαν πάνω στον πατέρα τους. Ένας Τούρκος αξιωματικός τον πλησίασε και ο Παπαηλίας νόμιζε πως θα τον έστελνε πίσω στους νέους. Τότε, ο αξιωματικός για κάποιο ανεξήγητο λόγο, του έγνεψε να μείνει εκεί που ήταν. Κι όταν έδιωξαν τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα, τον έσπρωξε να φύγει μαζί τους, παρά το δισταγμό του ιερωμένου. Τους υπόλοιπους άνδρες του χωριού τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στο γκαράζ Παυλίδη, που μετατράπηκε σε χώρο για αιχμαλώτους. Κάποιους από αυτούς, που συγκέντρωναν στο γκαράζ Παυλίδη, τους μετέφεραν στην Τουρκία.
«Φθάνοντας στο σπίτι από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η πόρτα του σπιτιού μας έλειπε. Δεν γνωρίζαμε εάν είχε στρατιώτες μέσα. Ο πατέρας μου ξερόβηχε και κτυπούσε το πόδι του για να διαπιστώσει εάν το σπίτι ήταν άδειο για να μπούμε. Έβαλε τον σταυρό του και μπήκαμε. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς. Μόνο τα τανκς και τα φορτηγά έκαναν παρέλαση στο δρόμο», γράφει ο Μάριος.
Την ίδια ώρα, ο στρατός κατοχής λεηλατούσε τα σπίτια. Αυτές ήταν καθημερινές εικόνες, με κάποιους από αυτούς να περπατούν στους δρόμους φορτωμένοι χρυσαφικά. Από ορισμένους, όπως σαστισμένοι ήταν από το «βαρύ φορτίο», έπεφταν χρυσαφικά και επέστρεφαν για να τα πάρουν!
Οι 120 Γιαλουσίτες, που είχαν συλληφθεί επέστρεψαν στις 3 Οκτωβρίου. Ο τουρκικός στρατός τους είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο. Βασανιστήρια και ξυλοφόρτωμα. «Εάν σας συλλάβουμε ξανά θα εκτελεστείτε», έλεγαν και ξανάλεγαν οι Τούρκοι στους Γιαλουσίτες και ήταν προφανές ότι ήθελαν να τους εκφοβίσουν ώστε να εγκαταλείψουν το χωριό και να μεταβούν στις ελεύθερες περιοχές.
Ήταν σαφές το σχέδιο, όχι μόνο για αυτό το χωριό αλλά για όλη την κατεχόμενη περιοχή. Σχέδιο εθνοκάθαρσης. Και η συμφωνία της Βιέννης; Η Τουρκία ουδέποτε εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα. Τη Γιαλούσα ήθελαν να την εποικίσουν με Τούρκους που έμεναν στα Κόκκινα και τη μετονόμασαν σε Μάλτεπε και στη συνέχεια Γενί Ερενκόι, που σημαίνει «Νέα Κόκκινα».
Η μεγάλη αποστολή φυγάδευσης θρησκευτικών κειμηλίων
Φρόντισε από πολύ νωρίς ο διάκος, σε συνεργασία με τη δασκάλα Δώρα Στεργίδου, που είχε έλθει στο πλαίσιο της συμφωνίας της Τρίτης Βιέννης από τη Βρετανία στο χωριό για να εργαστεί στο σχολείο, τη φυγάδευση των θρησκευτικών θησαυρών. Οι εικόνες και τα θρησκευτικά κειμήλια ανήκαν στις εκκλησίες της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Θύρσου, της Αγίας Σολομονής, της εκκλησίας της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Γεωργίου. Παρόμοιοι σχεδιασμοί έγιναν για τη φυγάδευση εικόνων και από άλλες εκκλησίες του χωριού που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν άλλοι ιερείς με συγχωριανούς μας.
Είναι σαφές, όπως θα αντιληφθεί ο αναγνώστης, ότι η ιστορία της φυγάδευσης των εκκλησιαστικών εικόνων της Γιαλούσας στις ελεύθερες περιοχές αποτελεί μια συγκλονιστική μαρτυρία θάρρους και αφοσίωσης των Γιαλουσιτών στην πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο εγχείρημα καθώς ανά πάσα στιγμή μπορούσε να συλληφθούν από τους Τούρκους και γνώριζαν τι σήμαινε αυτό. Επρόκειτο, πάντως, για ένα μελετημένο σχέδιο. Γινόταν μια πλήρης καταγραφή ποιος μεταφέρει τι. Τα κατέγραφαν και τα μετέφεραν όσοι από τους χωριανούς μετέβαιναν στις ελεύθερες περιοχές. Ο καθένας κρατούσε από μία εικόνα, ένα κανδήλι, ένα δισκοπότηρο ή ένα εξαπτέρυγο κι ό,τι άλλο υπήρχε. Ο Παπαηλίας είχε ετοιμάσει επί τούτο δελτίο παραλαβής και παράδοσης.
Σε μια περίπτωση, όπως περιγράφει, εντοπίσθηκε η κολυμβήθρα μέσα στο φορτηγό. Εντοπίσθηκε από τον Τούρκο διοικητή, που ζήτησε να μάθε τι ήταν αυτό. Ο νεαρός Τουρκοκύπριος στρατιώτης, που μετάφραζε, απευθύνθηκε στον Παπαηλία για να λύσει την απορία του διοικητή. Ο τελευταίος του είπε, δίνοντας του 100 τουρκικές λίρες (δηλαδή 54 δικά μας σελίνια), να πει στον Τούρκο διοικητή ότι ήταν «χαρτζί που κάνουμε χαλούμια». Το πίστεψε και τους άφησε να το μεταφέρουν.