Πώς η Αλάσκα από ρωσική αποικία έγινε αμερικανική Πολιτεία
16/08/2025
Η Αλάσκα, μια περιοχή που σήμερα αποτελεί τη βορειοδυτική εσχατιά των Ηνωμένων Πολιτειών, κατέχει μια μοναδική θέση στην παγκόσμια γεωπολιτική και ιστορική σκηνή. Η επιλογή της ως τόπου συνάντησης δύο ηγετών δεν είναι τυχαία, καθώς η ιστορία της Αλάσκας, από την εποχή της ρωσικής αποικιοκρατίας, μέχρι την ενσωμάτωσή της στις ΗΠΑ, φέρει συμβολισμούς, που συνδέονται με τη διπλωματία, τη γεωστρατηγική και την ισορροπία ισχύος.
Αξίζει με αφορμή τη πρόσφατη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, που πραγματοποιήθηκε στην Αλάσκα, να ερευνήσουμε την ιστορική πορεία της Αλάσκας, από την περίοδο της ρωσικής κυριαρχίας έως την απόκτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναλύοντας τα γεγονότα που οδήγησαν στη μεταβίβασή της για να κατανοήσουμε τη σημασία της ως τόπο της πρόσφατης συνάντησης των δύο ηγετών. Η Αλάσκα αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, γνωστή ως “Ρωσική Αμερική”.
Η ρωσική παρουσία στην περιοχή ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, με την εξερεύνηση του Βίτους Μπέρινγκ το 1741. Ο Βίτους Μπέρινγκ (Vitus Jonassen Bering, 1681–1741), Δανός εξερευνητής και αξιωματικός του Ρωσικού Ναυτικού, γνωστός για τις σημαντικές του συνεισφορές στην εξερεύνηση της Αλάσκας και του Βόρειου Ειρηνικού, υπό την αιγίδα του Τσάρου Πέτρου Α ́, χαρτογράφησε τις ακτές της Αλάσκας.
Οι Ρώσοι έμποροι και εξερευνητές, κυρίως μέσω της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας (Russian-American Company), εγκαθίδρυσαν αποικίες και εμπορικούς σταθμούς, με επίκεντρο το εμπόριο γούνας, ιδίως της θαλάσσιας ενυδρίδας. Η πρωτεύουσα της Ρωσικής Αμερικής, το Νόβο-Αρχάνγκελσκ (σημερινό Σίτκα), έγινε ο πυρήνας της διοίκησης και του εμπορίου. Παρά την αρχική κερδοφορία, η ρωσική παρουσία στην Αλάσκα αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις.
Η απομακρυσμένη γεωγραφική θέση, οι δυσμενείς κλιματικές συνθήκες και η έλλειψη υποδομών καθιστούσαν τη διοίκηση και την εκμετάλλευση της περιοχής δαπανηρή. Επιπλέον, η εξάντληση των φυσικών πόρων, ιδίως των πληθυσμών της θαλάσσιας ενυδρίδας, μείωσε την οικονομική βιωσιμότητα της αποικίας. Η Ρωσία, εξασθενημένη από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και αντιμέτωπη με εσωτερικές οικονομικές δυσχέρειες, άρχισε να επανεξετάζει τη σκοπιμότητα διατήρησης της Αλάσκας.
Μετά την ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και αντιμέτωπη με οικονομικές δυσχέρειες, η Ρωσία, υπό την ηγεσία του Τσάρου Αλεξάνδρου Β ́, αναγνώρισε ότι η διατήρηση της Αλάσκας ήταν στρατηγικά και οικονομικά ασύμφορη, καθώς η περιοχή θεωρούνταν ευάλωτη σε πιθανή βρετανική κατάληψη λόγω της εγγύτητας με τις βρετανικές κτήσεις στον Καναδά. Επιπλέον, η Ρωσία επιθυμούσε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούνταν φιλικός εταίρος έναντι της Βρετανίας.
Η πώληση και ενσωμάτωση της Αλάσκας στις ΗΠΑ
Οι διαπραγματεύσεις για την πώληση της Αλάσκας από τη Ρωσία στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν επίσημα το 1866. Συγκεκριμένα, οι προκαταρκτικές συζητήσεις μεταξύ του Ρώσου διπλωμάτη, Έντουαρντ ντε Στόεκλ και του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Ουίλιαμ Σιούαρντ, άρχισαν το 1866, μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, όταν η Ρωσία αποφάσισε να προχωρήσει με την πώληση λόγω οικονομικών και γεωπολιτικών πιέσεων. Ο Σιούαρντ, ένθερμος υποστηρικτής της αμερικανικής επεκτατικής πολιτικής, είδε την απόκτηση της Αλάσκας ως ευκαιρία για την επέκταση της αμερικανικής επιρροής στον Ειρηνικό και την εξασφάλιση φυσικών πόρων.
Η αγορά, γνωστή ως “Seward’s Folly” ή “Seward’s Icebox” από τους επικριτές της, αντιμετώπισε αρχικά σκεπτικισμό στις ΗΠΑ. Πολλοί θεωρούσαν ότι η Αλάσκα ήταν μια “άχρηστη” έκταση πάγου, χωρίς σημαντική οικονομική ή στρατηγική αξία. Ωστόσο, η ανακάλυψη χρυσού στα τέλη του 19ου αιώνα (Klondike Gold Rush, 1896-1899) και, αργότερα, η εκμετάλλευση πετρελαϊκών κοιτασμάτων, κατέδειξαν τη στρατηγική διορατικότητα του Σιούαρντ. Η συμφωνία, γνωστή και ως Συνθήκη της Αλάσκας, υπογράφηκε το 1867, και η μεταβίβαση ολοκληρώθηκε έναντι 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Η επίσημη μεταβίβαση της Αλάσκας πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1867, με την τελετή παράδοσης στο Σίτκα. Η περιοχή διοικήθηκε αρχικά ως στρατιωτικός θύλακας, χωρίς επίσημο καθεστώς πολιτείας, μέχρι το 1912, όταν ανακηρύχθηκε Επικράτεια της Αλάσκας. Η πλήρης ενσωμάτωσή της ως 49η πολιτεία των ΗΠΑ έγινε το 1959, μετά από δεκαετίες σταδιακής ανάπτυξης και αναγνώρισης της γεωστρατηγικής της σημασίας.
Η Αλάσκα εξελίχθηκε σε έναν κρίσιμο γεωπολιτικό κόμβο, λόγω της εγγύτητάς της με τη Ρωσία (μόλις 55 μίλια χωρίζουν τη χερσόνησο Τσούκτσι από τη χερσόνησο Σιούαρντ μέσω των Στενών του Βερίγγειου) και της θέσης της στον Ειρηνικό. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Αλάσκα αποτέλεσε στρατηγικό προπύργιο των ΗΠΑ, φιλοξενώντας στρατιωτικές βάσεις και συστήματα παρακολούθησης.
Η επιλογή της Αλάσκας ως τόπος συνάντησης δύο ηγετών δεν είναι απλώς πρακτική, αλλά φέρει βαθιά συμβολική σημασία. Η περιοχή, που πέρασε από τη ρωσική στην αμερικανική κυριαρχία χωρίς τη μεσολάβηση άλλων εθνών, αποτελεί μοναδικό ιστορικό παράδειγμα σύγκλισης δύο υπερδυνάμεων.
Η γεωγραφική της θέση, στα σύνορα Ανατολής και Δύσης, και η ιστορία της ως αντικείμενο διπλωματικής συμφωνίας, την καθιστούν συμβολικό πεδίο διαλόγου. Στον σύγχρονο κόσμο των μεγάλων προκλήσεων, η Αλάσκα υποδηλώνει ότι οι δύο υπερδυνάμεις, Ρωσία και ΗΠΑ, επιλέγουν να συναντηθούν σε “δικό τους” έδαφος, μακριά από τρίτες δυνάμεις, για να καθορίσουν το μέλλον των διεθνών σχέσεων.