Πώς ο Μητσοτάκης κατάφερε να δυσαρεστήσει τους πάντες στο Ουκρανικό
27/08/2025
Οι συζητήσεις για την επόμενη φάση του Ουκρανικού παραμένουν στη σφαίρα της θεωρίας, αλλά -επί του παρόντος- το μόνο βέβαιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση αποτυγχάνει στις περισσότερες επιλογές της.
Ουδείς είναι πραγματικά ικανοποιημένος από τη στάση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα χάνει διαρκώς ερείσματα και δεν μπορεί να διεκδικήσει άξια λόγου ανταλλάγματα κατά την ειρηνευτική διαδικασία ή στη μεταπολεμική περίοδο.
Αφετηρία των λαθών ήταν το τρίμηνο πριν από την εισβολή του Φεβρουαρίου 2022, καθώς ο κ. Μητσοτάκης, παρά τις απόρρητες αμερικανικές προειδοποιήσεις, εγκαινίαζε συνεργασία με τη Μόσχα στον τομέα της αεροπυρόσβεσης και δεν αναζητούσε εναλλακτικούς προμηθευτές φυσικού αερίου πέραν της Gazprom. Το Μέγαρο Μαξίμου διέρρεε ακόμα και ψιθύρους περί μεσολάβησης του κ. Μητσοτάκη, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, κατά τη συνάντηση με τον πρόεδρο Πούτιν, στο Σότσι, στις 7 Δεκεμβρίου 2021.
Η εν συνεχεία επιλογή της «σωστής πλευράς της ιστορίας» και οι υπερβολές στις δημόσιες δηλώσεις και στην αποστολή ελληνικής βοήθειας στο Κίεβο θεωρήθηκαν από την Ουάσιγκτον ως αυτονόητες κινήσεις ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ, χωρίς να κρίνονται άξιες επιβράβευσης. Τα υπηρεσιακά στελέχη του Στέιτ Ντηπάρτμεντ, του Πενταγώνου και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας προτιμούν να αξιολογούν, ψυχρά, μόνον τις πράξεις της Αθήνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, καταγράφουν ότι, πρώτον, η ελληνική πλευρά δεν τήρησε τις περσινές υποσχέσεις της, προς τη διοίκηση Μπάιντεν, για την αποστολή συγκεκριμένου τύπου πυρομαχικών στο Κίεβο. Και, δεύτερον, ότι -επί Προεδρίας Τραμπ πλέον- η κυβέρνηση δεν αποδέχθηκε αμερικανική πρόταση για μετακίνηση, στην Ουκρανία, της πυροβολαρχίας Patriot της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας που έχει αποσταλεί στη Σαουδική Αραβία εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια.
Σε ελεύθερη μετάφραση, το αμερικανικό σκεπτικό είναι ότι, ακόμη κι αν -μετά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την προσέγγιση με τον πρόεδρο Ερντογάν- υφίσταται άμεση τουρκική απειλή στο Αιγαίο, το ίδιο το Μαξίμου την υποβαθμίζει ντε φάκτο. Διαφορετικά, δεν θα είχε την «πολυτέλεια» να διατηρεί ένα αντιαεροπορικό σύστημα εκτός Ελλάδος, ικανοποιώντας την ηγεσία του Ριάντ και αγνοώντας το Κίεβο.
Τραγελαφική η πολιτική Μαξίμου
Το τραγελαφικό στοιχείο της πολιτικής του Μαξίμου είναι ότι ούτε και ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Ζελένσκι, παρά την πλούσια βοήθεια που έχει λάβει, είναι ευχαριστημένος. Το Κίεβο απορεί γιατί ο κ. Μητσοτάκης είναι ο μόνος εκ των ηγετών της ΕΕ που δεν αποτολμά, εδώ και δέκα μήνες, να καταθέσει προς κύρωση στη Βουλή της χώρας του την υπογεγραμμένη διμερή Συμφωνία Ασφαλείας. Η ελληνική δικαιολογία περί «αναζήτησης διακομματικής συναίνεσης» δεν πείθει.
Γι’ αυτό, σε μία μορφή αντιποίνων, η ουκρανική πλευρά κωλυσιεργεί στις επαφές για τα μελλοντικά συμβόλαια ανοικοδόμησης, οι οποίες διεξάγονταν με ταχύτατο ρυθμό μέχρι πριν από λίγους μήνες. Παράλληλα, Ευρωπαίοι διπλωμάτες στην ελληνική πρωτεύουσα σημειώνουν τη διγλωσσία και επαμφοτερίζουσα στάση του κ. Μητσοτάκη ως προς τη «Συμμαχία των Προθύμων».
Στις αρχές του έτους, όταν η Αθήνα δεχόταν το ερώτημα γιατί δεν στηρίζει το ενδεχόμενο αποστολής δυνάμεων στην Ουκρανία, η απάντηση ήταν λίγο-πολύ «πώς να το δικαιολογήσουμε στην ελληνική κοινή γνώμη, αφού δεν καλείτε τον Πρωθυπουργό ούτε στις συνόδους των Προθύμων»;
Λίγο αργότερα, ο κ. Μητσοτάκης όντως κλήθηκε στη σύνοδο του Παρισιού της 27ης Μαρτίου 2025 και συζητήθηκαν –πριν και μετά σε επίπεδο ηγετών και αρμόδιων στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων- ως και γεωγραφικά σημεία πιθανής ανάπτυξης ελληνικών δυνάμεων. Όμως, μετά την ικανοποίηση των «επικοινωνιακών ανησυχιών» με την κοινή εμφάνιση με άλλους ηγέτες στο Παρίσι, ο κ. Μητσοτάκης άλλαξε γραμμή, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα «δεν είναι έτοιμη» να στείλει δυνάμεις.
Στο εσωτερικό, η δήλωση παρουσιάστηκε σαν διαβεβαίωση μη αποστολής στρατευμάτων, αλλά στο εξωτερικό αξιολογήθηκε ως αναξιοπιστία της Αθήνας. Έκτοτε, η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως «θα συνδράμουμε με άλλο τρόπο», εννοώντας την ανασυγκρότηση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και την ασφάλεια πτήσεων και πλόων. Η «μεσοβέζικη» αυτή διατύπωση, ασφαλώς, δεν σημαίνει ανάπτυξη στρατευμάτων επί του εδάφους, αλλά και πάλι απαιτεί εμπλοκή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η παρακαταθήκη Μητσοτάκη και η Ρωσία
Πέραν όλων αυτών, το μείζον πρόβλημα που θα κληροδοτήσει ο σημερινός Πρωθυπουργός στον επόμενο -ή και στους πολλούς επόμενους- είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία. Ο κ. Μητσοτάκης, για να διορθώσει το λάθος του ανοίγματος προς τη Μόσχα στις παραμονές του πολέμου, έφτασε στο άλλο άκρο, υποστηρίζοντας ότι «διεξάγουμε πόλεμο εναντίον της Ρωσίας».
Υπερέβη ακόμα και το δόγμα του ΝΑΤΟ που δεν αναφέρει τίποτα για «πόλεμο», αλλά ότι «η Ρωσία παραμένει η πιο σημαντική και άμεση απειλή για την ασφάλεια των Συμμάχων» ταυτόχρονα με την ανησυχία για τη συνεργασία της με την Κίνα. Οι επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό θα είναι μεγάλες, αν ληφθεί υπόψη και μια δήλωση του υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, τον Οκτώβριο του 2020, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα.
Το Μαξίμου τότε πανηγύριζε, επειδή ο κ. Λαβρόφ προέβη στην, επί της αρχής, θετική τοποθέτηση ότι «σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, κάθε συμβαλλόμενο κράτος έχει δικαίωμα να καθορίζει το εύρος των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια».
Ωστόσο, ο κ. Λαβρόφ είχε προσθέσει ότι η άσκηση του ελληνικού δικαιώματος πρέπει να γίνει «φυσικά, υπολογίζοντας τις προβλέψεις της ελάχιστης κοινής λογικής και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες». Υπαινίχθηκε, δηλαδή, ότι το Αιγαίο ίσως και να αποτελεί ειδική περίπτωση, όπως υποστηρίζει η Άγκυρα από τη δεκαετία του ‘70. Προφανώς, η δήλωση Μητσοτάκη περί «πολέμου» έκανε -και θα κάνει- τα πράγματα χειρότερα.