“Μάρκο: Μια επινοημένη αλήθεια”: Η σκανδαλώδης ιστορία του Ενρίκ Μάρκο
05/09/2025
Μία αληθινή ιστορία, αρκετά εντυπωσιακή, ένα ανθρωποκεντρικό σκάνδαλο πολιτικό-κοινωνικών διαστάσεων του Ενρίκ Μάρκο, με τίτλο “Μάρκο: Μια Επινοημένη Αλήθεια” (Marco, la Verdad Inventada/Marco, the Invented Truth) των Αϊτόρ Αρεγκί (Aitor Arregi) και Τζον Γκαράνιο (Jon Garaño), που συμμετέχουν και στο σενάριο. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας, ο πρωταγωνιστής Εντουάρντ Φερνάντεζ (Eduard Fernández), ο οποίος και θα βραβευτεί επάξια με Γκόγια για την ερμηνεία του (και αρκετά ακόμα σχετικά βραβεία).
Το βιογραφικό δράμα των Αϊτόρ Αρεγκί και Τζον Γκαράνιο ανασυνθέτει με μία αφηγηματική συνέπεια την σκανδαλώδη περίπτωση του Ενρίκ Μάρκο, ενός ηλικιωμένου άνδρα, ο οποίος επί τρεις δεκαετίες προσποιούνταν τον επιζώντα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Ο Μάρκο θα καταφέρει για χρόνια να είναι και ο πρόεδρος του σχετικού συλλόγου Ισπανών εκτοπισθέντων στα σχετικά στρατόπεδα και θα καταφέρει να έρθει σε επαφή με υψηλά πολιτικά πρόσωπα (υπουργό εξωτερικών και οριακά τον πρωθυπουργό Θαπατέρο λίγο πριν αποκαλυφθεί το σκάνδαλο), εκπροσωπώντας το σύλλογο και τους εκτοπισθέντες.
Θα καταφέρει να δώσει δεκάδες ομιλίες σε σχολεία, σχετικά φόρουμ, να δώσει συνεντεύξεις στον Τύπο ή κανάλια, να εκδώσει την αυτοβιογραφία του, ως ένας επιζών της ναζιστικής φρίκης των στρατοπέδων του ολοκαυτώματος. Οι αφηγήσεις του πείθουν και εντυπωσιάζουν τους ακροατές, συγκινούν. Με τον τρόπο του, ο σύλλογος θα καταφέρει αρκετά, ο ίδιος εξαιρετικά δραστήριος, ηλικιωμένος, αλλά ακούραστος, έχει μπει στο πετσί του ρόλου, που ο ίδιος επινόησε. Όλα αυτά αρχίζουν να καταρρέουν όταν ένας ιστορικός ανακαλύπτει το ψευδές των ισχυρισμών του.
Οι δύο σκηνοθέτες, με ερμηνευτικά φλας μπακ, καταφέρνουν να αναπτύξουν ως ένα μυστήριο τη βιογραφική ταυτότητα και την ιστορική μνήμη του Ενρίκ Μάρκο, και ό,τι υπάρχει γύρω από αυτόν. Η αποκάλυψη ότι ο Μάρκο δεν είχε ποτέ σχέση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ότι, αντιθέτως, είχε βρεθεί στη Γερμανία στη διάρκεια του πολέμου εθελοντικά, ως εργατικό προσωπικό, θα κλονίσει τον ίδιο τον σύλλογο εκτοπισθέντων και γενικά όλη τη σύγχρονη Ισπανία (το σκάνδαλο θα ξεσπάσει το 2005, ενώ ο Μάρκο παρουσιάζεται παντού με αυτή την πλαστογραφημένη ταυτότητα ήδη από τη δεκαετία του 1970).
Στην πραγματικότητα, πριν παρουσιαστεί ως θύμα της ναζιστικής θηριωδίας, ο Μάρκο, τη δεκαετία του 1960, είχε επίσης παρουσιαστεί σε ομάδες αριστερών ως αναρχικός αντιστασιακός απέναντι στον Φράνκο, πριν τον πόλεμο. Μέσα σε αυτούς τους κύκλους και τις σχετικές πρώτες του συζητήσεις και επινοήσεις, θα επινοήσει και τη δεύτερη παραπλανητική ταυτότητα, του εκτοπισθέντα θύματος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αυτό που καταφέρνει αυτή η συνεπής αφηγηματικά και χρονολογικά βιογραφία που περιγράφει είναι η προσωπικότητα ενός ανθρώπου που το ψέμα έχει γίνει τόσο αληθινό, ώστε παύει να διακρίνει το όριο μεταξύ εκείνων που έπραξε και εκείνων που επινόησε ότι έπραξε. Παράλληλα, αναπτύσσει και την προβληματική της γενικότερης εθνικής ή κοινωνικής ταυτότητας μεταξύ των Ισπανών πολιτών, οι οποίοι ζουν μεταξύ πολλών αντικρουόμενων συναισθημάτων σε ιστορικές περιόδους, όπως η δικτατορία του Φράνκο και ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος.
Η επιτυχία στην ερμηνευτική-σκηνοθετική προσέγγιση
Και είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ερμηνευτικά ο πρωταγωνιστής Εντουάρντ Φερνάντεζ (εξαιρετικός πρωταγωνιστής και σε μία ακόμη αληθινή ιστορία, το “47”, του Μαρσέλ Μπαρένα), προσεγγίζει την προσωπικότητα του Ενρίκ Μάρκο, ο οποίος καταφέρνει να αφήνει πάντα αυτή την αμφιθυμία περί τι ακριβώς είναι αλήθεια και τι ψέματα σε όσα έλεγε ή επινόησε. Αυτή η ασάφεια αναδύεται εύστοχα στην ταινία, κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Φερνάντεζ, αλλά και της επιλογής των γεγονότων, που αφήνουν να εννοηθούν ή να παρουσιάσουν οι σκηνοθέτες. Φλερτάρουν εύστοχα με την επικαιρότητα, δείχνουν την επίδραση αυτής της επινοημένης προσωπικότητας στην ισπανική κοινωνία.
Ο Μάρκο δε ζητά συγνώμη, υπερασπίζεται το ψέμα του, ανακατεύει τα λόγια του, ζητά δικαίωση (;) ως ένας “απατεώνας”, που δεν κόστισε τίποτα σε κανέναν, αλλά βοήθησε σε έναν καλό σκοπό. Οι δημιουργοί της ταινίας, μάλλον αφήνουν κάμποσα ανοιχτά ερωτήματα στο θεατή, ώστε να καταδικάσουν εκείνοι, ή όχι, την προσωπικότητα του Μάρκο, ο οποίος συγκρούεται καθοριστικά και με την οικογένειά του στην αποκάλυψη των ψεμάτων του.
Το στίγμα του απατεώνα του Μάρκο θα εμπνεύσει ένα ντοκιμαντέρ, ένα μυθιστόρημα ντοκουμέντο με το σχετικό τίτλο “Ο Απατεώνας” του Χαβιέρ Θέρκας, και φυσικά την ταινία των Αϊτόρ Αρεγκί και Τζον Γκαράνιο, οι οποίοι δηλώνουν στο τέλος πιστοί στην αλήθεια των γεγονότων με μυθοπλαστικές παρεμβάσεις όπου χρειάστηκε. Πολυβραβευμένοι στο παρελθόν (δέκα Γκόγια για τον “Γίγαντα” το 2017), οι δύο σκηνοθέτες επιλέγουν μία αρκετά διεκπεραιωτική σκηνοθεσία, με συχνά θεατρικό ύφος, ειδικά στις στιγμές που ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί ότι εκτέθηκε, παίζοντας με ένα Καραβάτζιο κιαροσκούρο στιλ σε μετωπικά ή πλαγιομετωπικά πλάνα, αποδίδοντας εξαιρετικά την αγωνία ή τη σκοτεινότητα της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή.
Αυτή η σκοτεινότητα μοιάζει να αφήνεται ανοικτή, όπως και ο λόγος που έγιναν όλα αυτά από τον ίδιο. Τα πλάνα που αναδεικνύουν αυτό το μυστηριώδες της προσωπικότητας του Μάρκο έχουν μία δροσερή επινοητικότητα, χωρίς γενικότερα να αφήνεται τίποτε στην τύχη, ενώ ο ρυθμός της ταινίας καταφέρνει να κρατά τον θεατή, όπως ένα αστυνομικό θρίλερ σε μία δημιουργική ροή για την εξέλιξη της αφήγησης, η οποία μοιάζει κατά τα άλλα προδιαγεγραμμένη, όχι απαραίτητα, όμως, πεζή ή φτωχή.
Εν τέλει, η ίδια η ιστορία του Ενρίκ Μάρκο και ο τρόπος που κατάφερε να πείσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τόσους πολλούς ανθρώπους, ως και τα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής ζωής της Ισπανίας, μοιάζει εντυπωσιακή για να την αφηγηθεί κάποιος. Οι δύο σκηνοθέτες καταφέρνουν να δώσουν πολύ πειστικά ό,τι χρειάζεται, για να πετύχουν το σκοπό τους και να αναδείξουν με αρκετή αμφιθυμία αυτή την παράξενη προσωπικότητα, που δεν μπορείς εύκολα να αποφασίσεις αν θα συμπαθήσεις ή θα αντιπαθήσεις.