Αγία Σοφία: Τα μοναδικά ψηφιδωτά και η πικρή γεύση
08/09/2025
Η “καρδιά” της Ορθοδοξίας για πάνω από εννιακόσια χρόνια, η “πολυδάκρυτη” Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ήταν ο επόμενος ιερός τόπος στο κωνσταντινοπολίτικο προσκύνημά μας. Και μόνο με την σκέψη ότι σε λίγο θα βρισκόμασταν μέσα στο μεγαλύτερο και ομορφότερο οικοδόμημα της Χριστιανοσύνης και “Παλλάδιο της Ορθοδοξίας”, στον Ιερό Ναό της Σοφίας του Θεού, ένοιωθα ήδη την “κορύφωση” του προσκυνηματικού μας ταξιδιού στη Πόλη (το άρθρο αποτελεί το Β’ μέρος του αφιερώματος).
Χρυσάργυρα ψηφιδωτά και πολύχρωμα μάρμαρα: Η πρώτη υπέροχη χρυσή ψηφιδωτή προσωπογραφία που αντικρίσαμε στην Αγία Σοφία, σε άριστη κατάσταση, ήταν του άσημου αυτοκράτορα Αλέξανδρου, αδελφού του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού, στο διάχωρο του νότιου “κατηχουμένειου” του υπερώου.
Από ψηλά έβλεπα, με μια αρνητική, αλήθεια, διάθεση, κάτι σαν παράταιρο, τα στρωμένα πράσινα χαλιά στο ισόγειο του μεσαίου κλίτους του ναού που σκέπαζαν τα πολύχρωμα αυθεντικά μάρμαρα από οφίτη, ίασπι, αλάβαστρο και πορφυρίτη του δαπέδου. Τις “θαμμένες” πλούσιες χρωματικές εναλλαγές, που επιβεβαίωναν για μια ακόμα φορά την προτίμηση των Βυζαντινών στην πολύτιμη και αστραφτερή πολυχρωμία.
Η πρώτη όμως μεγάλη “ανταμοιβή” ως πνευματικό γεγονός και εσωτερίκευσης μας ήρθε όταν, σχεδόν στο ίδιο ύψος που βρισκόμασταν στον γυναικωνίτη, είδαμε κρυμμένη, πίσω από άσπρες κουρτίνες, την ψηφιδωτή εικόνα της “Πλατυτέρας των Ουρανών”. Η Ένθρονη Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος στα γόνατά της, τοποθετημένη στην κεντρική κόγχη της αψίδας του Ιερού Βήματος, δορυφορούμενη από δύο αγγέλους, που με δυσκολία μπορούσα να διακρίνω.
“Η Πλατυτέρα των Ουρανών” με τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, αλλά και με τη μητρική, πονεμένη τρυφερότητα, απεικονισμένη με ένα εξαίσιου κάλους ποικιλόχρωμο βυζαντινό ψηφιδωτό από τον 9ο -10ο αιώνα, επί μακεδονικής δυναστείας. Ένα “αριστούργημα της Πίστεως του Γένους” με τα “βγαλμένα” κάποτε μάτια της (και του γιου της) φαντάζει από αιώνες πιο ανθρώπινη στην “τυφλότητα” της. Ίσως γι’ αυτό στο θαυμάσιο έπος “Η Φλογέρα του Βασιλιά”, ο Κωστής Παλαμάς “ζωγραφίζει” την “σημαδεμένη” “Πλατυτέρα”, στην πιο αγνή και αυθεντική μορφή της: «(…) μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της, / μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα / σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη…».
Προχωρούσα με ανάμικτα συναισθήματα αγανάκτησης και απογοήτευσης για τον τρόπο που οι Τούρκοι αντιμετωπίζουν τέτοιες “ιερές καταστάσεις”, ακόμα και σε επίπεδο υψηλής τέχνης. Βαδίζαμε σχετικά γρήγορα, σαν να βιαζόμασταν να φύγουμε από ένα ιερό τόπο, που γνωρίζαμε ότι κάποτε βεβηλώθηκε και πως εξακολουθεί και σήμερα κατά κάποιο τρόπο να βεβηλώνεται. Λίγο δεξιότερα της “Πλατυτέρας”, κρυμμένοι πίσω από μουσουλμανικές επιγραφές με τα ονόματα του Αλλάχ, του Μωάμεθ και των τεσσάρων πρώτων Χαλίφηδων, ήταν το εξαιρετικής ομορφιάς ψηφιδωτό, που απεικόνιζε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και την “ευσεβεστάτη” Αυγούστα Ζωή, δίπλα στον ευλογούντα Ένθρονο Ιησού.
Παραδίπλα, από την εποχή των Κομνηνών, ήταν και η θαυμάσια ψηφιδωτή εικόνα με την Παναγία, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό τον πορφυρογέννητο και την Αυγούστα Ειρήνη. Πάνω από την εικόνα, υπήρχε ένα ακόμη χαρακτηριστικό δείγμα εντυπωσιακής ορθομαρμάρωσης, που βλέπει κανείς σε διάφορα σημεία του ναού.
“Η Δέηση της Θεοτόκου”
Σε λίγο, στο νότιο υπερώο, βρεθήκαμε μπροστά στην περίφημη ψηφιδωτή εικόνα της “Δέησις”, με την Θεοτόκο στα αριστερά του Ιησού και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στα δεξιά του. Εκπληκτικής ωραιότητας ψηφιδωτά συνδεδεμένα “με μια φιλοσοφική παράδοση ριζωμένη στην Ελλάδα” που έμελλε να κάνουν την Βυζαντινή Τέχνη “Διδασκάλισσα, σε Ανατολή και Δύση” και τα “βυζαντινά μοντέλα” να φθάσουν μέχρι και στην βόρεια Ευρώπη, στο Κίεβο και στο Νοβγκορόντ, στο Καντερμπέρι και στο Γουίντσεστερ.
Ακόμα και η σκανδιναβική εκκλησιαστική τέχνη επηρεάστηκε σε τεχνοτροπία και εικονογραφία, όπως δείχνει το παράδειγμα της εκκλησίας του Σούντρε στη νήσο Γκότλαντ. Η βυζαντινή αισθητική έγινε, τρόπος του λέγειν, ο “καταλύτης”, που επιτάχυνε τη ρωμανική τέχνη και καθόρισε την φαντασία της Δύσης, με πρώτη την Ιταλία.
«Να ορθοστατήσουμε μπροστά στη “Δέηση” της Μεγάλης Εκκλησίας» ομνύει σε ένα εξαίρετο κείμενο ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος Γαλάνης. Ψάλλοντας μάλιστα τον “Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα”, που «παρακάπτοντας τα επίπλαστα των καιρών μας, ξεπερνάει τα φθαρτά και φευγαλέα, μνημειώνοντας το άδυτο και το αληθινό». Δεν ξέρω, όμως, πόσοι από τα εκατομμύρια των επισκεπτών της Αγίας Σοφίας μπορούν να αντιλαμβάνονται τέτοια λόγια.
Πενήντα μέτρα απέναντι από τη “Δέηση”, σε μια γωνιά στο μέσον περίπου του υπερώου, βρίσκεται θαμμένος, από το 1205, ο Βενετσιάνος Δόγης Ερρίκος Δάνδολος. Όλοι σχεδόν οι περιηγητές προσπερνούσαν από το σημείο αδιάφοροι, καθώς δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό να τραβήξει την προσοχή τους.
Και όμως, αυτός ο υπέργηρος Δόγης ήταν ο πρωτεργάτης της συμφοράς του 1204, όταν, στη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας, οι Φράγκοι λεηλάτησαν την Πόλη, με μια πρωτόγνωρη μέχρι τότε στην παγκόσμια ιστορία, καταστροφική μανία και λαφυραγωγία, μεγάλο μέρος της οποίας βρίσκεται σήμερα στη Δύση, σε μουσεία, βιβλιοθήκες, εκκλησίες και ιδιωτικές συλλογές. Άλλωστε, η άκρως δραματική περιγραφή των γεγονότων του αυτόπτη μάρτυρα, Νικήτα Χωνιάτη, δεν χωρά παρερμηνείες και αποκρύψεις για το τι έγινε, όταν οι ορδές των Σταυροφόρων μπήκαν στην Αγία Σοφία.
Κατέστρεψαν την Αγία Τράπεζα και το αργυρό εικονοστάσι και πήραν μαζί τους, φορτωμένα σε υποζύγια που έβαλαν μέσα στο ναό, όσο χρυσάφι και ασήμι μπορούσαν να κλέψουν. Και όμως, οι Παλαιολόγοι, όταν ανάλαβαν και πάλι τον θρόνο της Βασιλεύουσας μετά την απελευθέρωση το 1261, άφησαν εκεί τα λείψανα ενός από τους μεγαλύτερους εχθρούς των Βυζαντινών, του ανθρώπου που έβλαψε την αυτοκρατορία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, πλην ίσως του “Πορθητή” Μωάμεθ.
Αγία Τράπεζα
Έριξα ακόμα μια τελευταία γρήγορη ματιά από ψηλά στο απογυμνωμένο Ιερό Βήμα, μέσα σε μια κόγχη του ναού, όπως και στα τοξοειδή παράθυρα με τα όμορφα ελαιογραφήματα, που θύμιζαν δυτικές εκκλησίες. Χωρίς την Αγία Τράπεζα το Ιερό Βήμα έμοιαζε κενός τόπος, σχεδόν αδιάφορος και ανίερος. Στο μυαλό μου ήρθε, εν τούτοις, ο θρύλος για την Αγία Τράπεζα, διά στόματος Δωροθέου Μονεμβασίας: Την ημέρα της Αλώσεως οι Ενετοί «… την υπερθαύμαστον και εξάκουστον αγίαν Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιοτάτην, έβγαλαν από τον ναόν και την έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαμαν άρμενα και επήγαιναν εις την Βενετίαν, ω του θαύματος!
»Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί έως την σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, θάλασσα όλη κάμνει κύμματα φοβερά, εις δε τον τόπον όπου είναι η αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από τη θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώτατα μυρωδίαν, από άγιον μύρον, όπου έχει και των άλλων αρωμάτων».
Δεν θα είχαν περάσει ούτε δύο ώρες, όταν φτάσαμε, χωρίς καλά-καλά να το αντιληφθώ, στην έξοδο του ναού. Το τελευταίο ψηφιδωτό αριστούργημα που ξεχώριζε ήταν τοποθετημένο στην κόγχη, πάνω από τη μεγαλοπρεπή “Ωραία Πύλη” του Εσωνάρθηκα. Επρόκειτο για την ψηφιδωτή εικόνα της Ένθρονης Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της και από δίπλα δύο σπουδαίους αυτοκράτορες. Στα αριστερά τον Άγιο Μέγα Κωνσταντίνο να της προσφέρει την Πόλη και στα δεξιά τον Ιουστινιανό να της προσφέρει τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Βλέποντας την πύλη αναρωτιόμουν πόσοι καταδιωκόμενοι Βυζαντινοί να πέρασαν από αυτήν την πύλη αναζητώντας άσυλο στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της Αγίας Σοφίας, το λεγόμενο “άσυλον” ή “προσφύγιον”. «Πας ο επ’ εγκλήματι αλούς» έγραφε στην “Αλεξιάδα” για τους “ικέτες” η Άννα Κομνηνή. Ένα δικαίωμα, που χορηγήθηκε στην Μεγάλη Εκκλησία από τους πρώτους κιόλας χριστιανούς αυτοκράτορες. Στα γνωστά ονόματα, που σώθηκαν, φτάνοντας στο “προσφύγειον” του ναού, περιλαμβάνονται ο Ευτρόπιος, ο Βάρδας, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωσήφ Βρίγκαν, ο Λέοντας Φωκάς, ο Ισαάκιος Άγγελος.
Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες “τα άσυλα ταύτα απηνώς αθετήθησαν”, όπως υπήρξαν επίσης και περιπτώσεις εκείνων που, αν και κινδύνευε η ζωή τους, δεν αναζήτησαν τη σωτηρία τους στο άσυλο της Αγίας Σοφίας. Όπως ο “πολύμορφος Πρωτέας”, ο χαρισματικός, αλλά και αδίστακτος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος, μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να φύγει από την Πόλη, κατακρεουργήθηκε φρικτά από έναν μαινόμενο όχλο.
Όταν, μόλις τρία χρόνια πριν, «η πάσα πόλις προς Ανδρόνικον έβλεπε και η εκείνου άφιξις ως εν σκοτομήνη λαμπτήρ και αστήρ αρίζηλος εδοξάζετο». Αυτόν, που σύμφωνα με τον ποιητικό οίστρο της Ελένης Γλύκαντζη – Αρβελέρ, «που είχε “εύγε” κι επαίνους μύριους πάρει / όταν τα χρέη του λαού του κατάφερε να άρει…», επιβάλλοντας ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών στρωμάτων και κατά των “δυνατών” αριστοκρατών.
Φωτογραφίες της Αγίας Σοφίας
Ξαναβλέποντας από έξω τη Μεγάλη Εκκλησία για μια στιγμή νόμισα πως η άλλοτε “πάλλουσα καρδία της Ρωμιοσύνης” σαν να έπαψε πλέον να χτυπά. Και ότι το γνωστό ποντιακό μοιρολόι “Αλί εμάς και βάι εμάς πάρθεν η Ρωμανία” έχει σκεπάσει μια για πάντα τις ελπίδες, όπως εκφράζονταν κάποτε από την δημοτική μας παράδοση: “Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα΄ ναι.” Και όμως, κάποιοι συνταξιδιώτες έλεγαν, με φόντο τον αφιερωμένο εις την “των πάντων τεχνίτην” Μεγάλη Εκκλησία, ότι η Αγία Σοφία θα παραμένει ακατάλυτη και αείζωη στην ψυχή μας και κανένας όψιμος “σουλτάνος” δεν μπορεί να την κηλιδώσει.
Φρόντισα για φωτογράφιση του ναού, χωρίς τους μιναρέδες και την τουρκική σημαία, σαν ελάχιστο σεβασμό στην ρωμαίικη ιστορία του ιερού ναού, όπου μέσα στο φαινομενικό υπάρχει και το μεταφυσικό και η χριστιανική πίστη, που όντως εκφράζει και συμβαδίζει με το αρχαιοελληνικό πνεύμα.
Παραδίπλα μας εκατοντάδες πιστοί μουσουλμάνοι περίμεναν υπομονετικά να μπουν στο τζαμί “Ajasofia” για την απογευματινή προσευχή τους. Η μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε μουσουλμανικό τέμενος είναι προφανώς ζήτημα ένδειξης κυριαρχίας, αλλά και φθόνου, με καθοριστικά σημειολογικά χαρακτηριστικά και όχι τόσο ζήτημα πίστης στον Αλλάχ, όπως ισχυρίζεται ο ισλαμιστής κι εθνικιστής Ερντογάν.
Η σιωπή, όμως, όλου του χριστιανικού κόσμου και πολύ περισσότερο η αδιαφορία της Ελληνικής Πολιτείας είναι άλλο ένα δείγμα αποχριστιανοποίησης του μεταμοντέρνου δυτικού κόσμου μας. Βιώνουμε πλέον συλλογικά την εγκατάλειψη και αυτής ακόμα της χριστιανικής καρτερίας. Και αυτοί που τουλάχιστον δεν λησμονούν, οι φύλακες, είναι πια λίγοι και ανίσχυροι.Αποχωρήσαμε από τον περίβολο της Αγιά Σοφιάς με μια αίσθηση χαρμολύπης, μαζί με κάποια αμηχανία, γεμάτοι όμως με μνήμες και μαρτυρίες ομορφιάς και κάλλους. Τα προσπέρασα γρήγορα, αναθυμούμενος μια επισήμανση από τον ιστορικό της Άλωσης, Γεώργιο Φραντζή, για το πώς έβλεπαν οι Βυζαντινοί τον “παμμέγιστο και θειότατο” ναό της του Θεού Σοφίας: «ο ουρανός ο επίγειος, ο θρόνος της δόξης του Θεού, το Χειρουβικόν όχημα και στερέωμα δεύτερον, η του Θεού χειρών ποίησις, το πάσης της γης αγαλλίασμα, ο ωραίος και ωραίαν ωραιότερος.»
Υ. Γ. Οι φαντασμαγορικές εικόνες του απόβραδου κατά μήκος της ακτογραμμής του Βοσπόρου ήταν συνυφασμένες με τις προφανείς σημειολογίες του φωτισμού των μνημείων της Πόλης. Εύκολα διαπιστώνει κανείς με πόση μεγαλοπρέπεια φωτίζουν οι Τούρκοι τα τζαμιά τους και οτιδήποτε οθωμανικό στην Πόλη.
Και πως “κρύβουν” αφώτιστο τον “παμμέγιστο και θεότατο”, το “πάσης της γης αγαλλίασμα”, Ναό της Σοφίας του Θεού. Πρέπει να γνωρίζει κανείς σε ποιο σημείο της Πόλης βρίσκεται για να τον διακρίνει από το λιγοστό φως στους μιναρέδες και από μια φωτεινή επιγραφή “με νόημα” στα τουρκικά.