“Ράν”: Το κλασικό αριστούργημα του Κουροσάβα
12/09/2025
Ένα εκπληκτικό σαιξπηρικό ύφους έπος, το “Ραν” (Ran), που σημαίνει χάος, του Ακίρα Κουροσάβα, εντυπωσιάζει με τη δομή και το βάθος της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης για το πάθος της εξουσίας και ματαιοδοξίας. Ο Κουροσάβα, σε μεγάλη ηλικία εδώ, παραδίδει ακόμα ένα συγκλονιστικό επικό δράμα βασισμένο σε δυτικές αφηγήσεις, τον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ, το οποίο και το προσαρμόζει στην φεουδαρχική περίοδο της Ιαπωνίας, την περίοδο των σαμουράι, που συχνά επανερχόταν. Συνδυάζει τη δυτική ματιά με εκείνη της Άπω Ανατολής με έξοχο κινηματογραφικό και θεατρικό τρόπο. Μεγάλο του προτέρημα οι εκπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, κυρίως του Μεγάλου Άρχοντα Χιντετόρα (Tatsuya Nakadai).
Το ιαπωνικό σινεμά έρχεται στο προσκήνιο στη Δύση όταν ο Κουροσάβα κερδίζει το Χρυσό Λέωντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 με το “Ρασομόν”. Με αυτή την ταινία η Δύση αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός δυναμικού και πρωτοποριακού σινεμά που έρχεται από την Άπω Ανατολή, από μία χώρα που πολύ πρόσφατα είχε δεχθεί τα πιο σκληρά χτυπήματα του Β’ παγκοσμίου πολέμου και έμοιαζε παντελώς κατεστραμμένη, ταυτόχρονα κλειστή σε κάθε τι δυτικό.
Η Ιαπωνία μεταπολεμικά θα πετύχει ένα οικονομικό θαύμα ανάπτυξης και θα δεχθεί και έντονες δυτικές επιδράσεις και στον πολιτισμό της. Το σινεμά καθορίζεται από το πλαίσιο αυτής της συμπόρευσης ανάπτυξης και δυτικής επίδρασης, με μεγάλα στούντιο να δημιουργούντα και την τεχνολογική τους ανάπτυξη να καλπάζει (ευρείας οθόνης τεχνολογία και fujicolor από το 1951), αλλά κρατώντας ταυτόχρονα το χρώμα της ιαπωνικής κουλτούρας που γοητεύει.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της ιαπωνικής κουλτούρας είναι η θεατρική της παράδοση (θέατρο Νο και Καμπούκι), που η σύνδεσή της με τον κινηματογράφο είναι εμφανής, όπως το βλέπουμε έντονα και στον Κουροσάβα. Άλλωστε οι πρώτες ταινίες στην Ιαπωνία είναι η φιλμογράφηση θεατρικών παραστάσεων.
Οι Ιάπωνες θα πρωτοτυπήσουν την περίοδο του Βωβού κινηματογράφου, όπου στην αίθουσα προβολών βρίσκεται αφηγητής που σχολιάζει τα τεκταινόμενα. Στα χρόνια του πολέμου ενισχύονται οι πολεμικές αφηγήσεις για τόνωση του ηθικού του λαού. Μεταπολεμικά, ισχυρές θα είναι πέντε εταιρίες που ελέγχουν την παραγωγή και τη διανομή στη χώρα, χρηματοδοτώντας ταινίες, ως επί το πλείστον, ευρείας κατανάλωσης. Δημιουργείται σταδιακά μία ισχυρή κινηματογραφική βιομηχανία.
Το αριστούργημα του Κουροσάβα
Ο Κουροσάβα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ιάπωνες κινηματογραφικούς δημιουργούς που αρχικά σπούδασε ζωγραφική, ώστε να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα ζωντανά κοστούμια και την εικαστικά προσεγμένη ή λιτή σκηνογραφία. Συνήθως στις αφηγήσεις του ενσωματώνει συμβολισμούς και ψυχολογικές εκφάνσεις, με δυτικότροπες επιλογές, όπως η κλασική μουσική, ή αφηγήσεις που στηρίχθηκαν σε δυτικούς μύθους (Ντοστογιέφσκι, Γκόργκι, Σαίξπηρ), τοποθετώντας, όμως, συχνά τη δράση στη φεουδαρχική ιαπωνική περίοδο.
Ο Κουροσάβα θα είναι ένας από τους λίγους δημιουργούς που αποκτούν διεθνή αναγνώριση ως καινοτόμος καλλιτέχνης, καθώς η μεταπολεμική κινηματογραφική κουλτούρα επέκτεινε τη διεθνή αγορά ταινιών. Η διεθνής επιτυχία του “Ρασομόν” μία ταινία εξωτική και μοντερνιστική, τον έκανε για δεκαετίες τον πιο γνωστό Ιάπωνα σκηνοθέτη εκτός της χώρας του, κάτι που θα του αποφέρει και χρηματικά κεφάλαια από τη Δύση (το ‘Καγκιμούσι, ο ίσκιος του πολεμιστή’, 1980, το χρηματοδότησαν οι θαυμαστές του Τζώρτζ Λούκας και Φράνσις Φορντ Κόπολα). Γενικότερα, ο Κουροσάβα καταφέρνει να ανοίξει με τις ταινίες του και την είσοδο ξένων αγορών στο ιαπωνικό σινεμά.
Το “Ραν”, όπως αναφέραμε είναι διασκευή του σαιξπηρικού “Βασιλιά Ληρ”, τοποθετημένο στην φεουδαρχική περίοδο των ιαπωνικών εμφυλίων του 16ου αιώνα. Αποτελεί στη βάση του ένα οικογενειακό δράμα. Ο Μεγάλος Άρχοντας Χιντετόρα αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στους τρεις γιους του χωρίς φυσικά να περιμένει αυτό που επακολούθησε. Η δραματική εξέλιξη, όπου οι μεγαλύτεροι γιοι του κινούνται κατά του πατέρα και ο ένας εναντίον του άλλου για τη νομή και την απόλυτη εξουσία αποδίδει και τη βαθύτερη υπαρξιακή δραματική ανθρώπινη διάσταση. Παράλληλα, με έντονες τονικές αποχρώσεις μελοδράματος ο σκηνοθέτης αναπτύσσει μία εξαιρετικά σφιχτή αφηγηματική δομή, όπου φλερτάρει με έννοιες μεταξύ ζωής και θανάτου, των οικογενειακών δεσμών, τον ρόλο των γυναικών, του πολέμου και τον ηρωισμό του. Ένα έπος που θα σκιαγραφήσει με ακρίβεια τα ανθρώπινα πάθη για την εξουσία.
Ο Κουροσάβα ξεπερνά με το επικό του δράμα τα στενά όρια της ιαπωνικής κουλτούρας και γίνεται πανανθρώπινος, εμπλέκοντας έξοχα τα σαιξπηρικά στοιχεία που δανείζεται, με την ιαπωνική κουλτούρα. Ο ρυθμός της ταινίας εξαιρετικός και παρόλη τη μεγάλη διάρκεια, η αγωνία και ο τρόπος που η κάμερα κινείται στους χώρους, πολλές φορές με ένα θεατρικό τρόπο στημένες σκηνές και ερμηνείες – κυρίως αυτές –κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον στο κοινό. Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό συνεχώς επανέρχεται, με μία υπαρξιακή αγωνία μεταφυσικού τύπου που απασχολεί έντονα το δημιουργό (το προτελευταίο πλάνο της ταινίας είναι μία έντονα φωτισμένη εικόνα του Βούδα).
Επιπλέον, οι σκηνές των πεδίων που εξελίσσονται οι μάχες έχουν επίσης αυτόν τον επικό χαρακτήρα και μία βαθιά και εκφραστική δραματικότητα, μίας ματαίωσης και απογοήτευσης που φέρνει ο πόλεμος στο πεδίο. Οι σχετικές σεκάνς είναι επιβλητικές, ενώ ο Κουροσάβα θα χτίσει ένα ολόκληρο κάστρο για τις ανάγκες της ταινίας, που θα τον δούμε να καίγεται στις οθόνες μας. Επιστράτευσε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό κομπάρσων, και τα κουστούμια τους θα τιμηθούν με σχετικό Όσκαρ.
Οικογενειακή τραγωδία
Ο Μεγάλος Άρχοντας Χιντετόρα εξόρισε τον μικρό του γιο Σαμπούρο (Daisuke Ryû) από το βασίλειό του και έδωσε δύο κομμάτια από τη γη του στους δύο μεγαλύτερους γιους του, Ταρό (Akira Terao) και Τζίρο (Jinpachi Nezu). Σύντομα θα δει τους δύο του γιους να τον κυνηγούν, να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον και το μικρότερο αδελφό τους, ενώ ο ίδιος θα καταλήξει ημίτρελος και άπορος να βοηθιέται, σαν από φάρσα, από ανθρώπους που στον παρελθόν είχε αδικήσει, όπως ο μικρότερος γιος του Σαμπούρο.
Η σταδιακή συνειδητοποίηση του πρώην Μεγάλου Άρχοντα για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει ή των ανθρώπων που είχε αδικήσει, ο συνεχής του εξευτελισμός και ταπείνωση, και η πτώση του στα τελευταία σκαλοπάτια της κοινωνίας, αναδεικνύει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, υιοθετώντας μία πεσιμιστική προσέγγιση, με διειλημμένες κοινωνικές τάξεις και τη ματαιότητα της διαμάχης για τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας.
Στα έργα του ο Κουροσάβα χρησιμοποιεί μία πολυποίκιλη προσέγγιση της κινηματογραφικής τεχνικής με αποπροσανατολιστικές γωνίες λήψης, ενεργητικό και τολμηρό μοντάζ, εστίαση σε βάθος, φυσικές επιλογές απεικόνισης των χώρων, ιδιαίτερες χρωματικές αποκλίσεις, συχνές πανοραμικές λήψεις, ειδικά στο “Ραν”, που η σκηνοθεσία του είναι αρκετά πιο στιλιζαρισμένη, συχνά με θεατρικό τρόπο σύνθεσης, όπως και ερμηνειών, με πιο χαρακτηριστική του πρωταγωνιστή Χιντετόρα, αλλά και της δόλιας νύφης του Καεντέ (Mieko Harada). Ο Κουροσάβα παραδίδει ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, ένα έπος ωριμότητας για τον ίδιο, που αγγίζει κάθε σύγχρονο άνθρωπο και διεισδύει στα σκοτεινότερα σημεία που έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ύπαρξη. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να ειδωθεί στη μεγάλη οθόνη.