Μήπως το Ισραήλ δεν επιθυμεί την ειρήνη στην περιοχή;
27/09/2025
Είναι διαπιστωμένο από την πολιτική επιστήμη ότι διχασμένες κοινωνίες μπορούν να συσπειρωθούν “γύρω από τη σημαία” για την αντιμετώπιση ενός εξωτερικού κινδύνου και ότι πολλοί ηγέτες και εθνικές ελίτ επένδυσαν πάνω στην ύπαρξη (πραγματική ή φαινομενική) ενός εξωτερικού εχθρού για τη διατήρηση ή ενίσχυση της εξουσίας τους.
Όσο και εάν φαίνεται απίστευτο και χωρίς να παραγνωρίζονται τα εγκλήματα της Χαμάς και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων εναντίον αθώων, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση του Ισραήλ. Δεν εννοείται σε καμία περίπτωση ότι οι πολίτες της χώρας δεν επιθυμούν την ειρήνη, αλλά ότι η δομή της κοινωνίας και του κράτους παρέχουν ισχυρά κίνητρα για τη δημιουργία και διατήρηση ενός μόνιμου πολεμικού κλίματος και απειλών που επιβουλεύονται την ίδια του την ύπαρξη. Αυτό συμβαίνει λόγω του πολυεπίπεδου κατακερματισμού της κοινωνίας αναφορικά με τη θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική, δημογραφική και εθνοτική σύνθεσή της και υπερβαίνει τα πρόσωπα που κατά καιρούς ασκούν την εξουσία στη χώρα.
Σε αυτό το πλαίσιο η αντιπαράθεση με τους Παλαιστίνιους και οι περιοδικές εξάρσεις των συγκρούσεων με τη Χεζμπολά, το Ιράν και άλλους λειτουργεί ως κεντρομόλος δύναμη η οποία προσωρινά καταστέλλει τις εσωτερικές ρωγμές, διευκολύνει την άσκηση εξουσίας από τις κυβερνήσεις συνεργασίας και δικαιολογεί τις ασυνήθιστα υψηλές αμυντικές δαπάνες. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο και ευρύτερο από το εάν την πρωθυπουργία ασκεί ο Νετανιάχου ή κάποιος άλλος.
Οι πολλαπλές ρηγματώσεις της κοινωνίας
Η πληθυσμιακή σύνθεση του Ισραήλ είναι διαφοροποιημένη δημογραφικά και χωρίζεται σε πολλαπλά επίπεδα. Σύμφωνα με στοιχεία του Ισραηλινού ΥΠΕΞ, το 2024 η χώρα είχε 9,9 εκατομμύρια κατοίκους. Από αυτούς οι Εβραίοι αποτελούσαν το 73,2%, το 21,1% οι Άραβες (Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Δρούζοι) και το υπόλοιπο 5,7% ανήκε στην κατηγορία “Άλλοι”. Μεταξύ των Εβραίων το κράτος δεν κατηγοριοποιεί επισήμως τους ανθρώπους ως “Ασκενάζι”, Σεφαρδείμ», “Μιζραχί” ή “Υεμενίτες”, αλλά μπορούν να υπάρξουν υποθέσεις από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο ερευνών Pew οι Ισραηλινοί Εβραίοι χωρίζονται σε επιμέρους ομάδες με βάση το θρήσκευμα οι οποίες είναι οι “Χαρεντίμ” (υπερ-Ορθόδοξοι), οι “Ντάτιμ” (θρησκευόμενοι), οι “Μαζορτίμ” (παραδοσιακοί) και οι “Χιλονίμ” (κοσμικοί). Οι κοσμικοί και οι παραδοσιακοί αποτελούν τις μεγαλύτερες ομάδες, αλλά οι Χαρεντίμ είναι η γρηγορότερα αναπτυσσόμενη θρησκευτική μειονότητα. Ένας επιπλέον διαχωρισμός που έχει μεγάλη σημασία είναι των Χαρεντίμ με τους μη-Χαρεντίμ Εβραίους.
Η δημογραφική δυναμική της υπο-ομάδας και τα διακριτά εκπαιδευτικά/στρατολογικά χαρακτηριστικά της πυροδοτούν έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό της Ισραηλινής κοινωνίας. Οι Άραβες πολίτες του Ισραήλ αποτελούν περίπου το 1/5 του πληθυσμού. Πριν τον πόλεμο με τη Χαμάς η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας υπολείπονταν των Εβραίων πολιτών. Το 2022 εργάζονταν το 60,6% των Αράβων ανδρών έναντι 67,7% των Εβραίων ανδρών, ενώ στις γυναίκες τα ποσοστά ήταν 37,7% έναντι 65,8% αντιστοίχως. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος δυσχέραινε περαιτέρω την συμμετοχή των Αράβων ανδρών στην αγορά εργασίας. Επιπρόσθετα πολλές έρευνες σε βάθος ετών αποτυπώνουν ανισότητες σε εθνοτικό και θρησκευτικό επίπεδο.
Για παράδειγμα το Ισραηλινό Ινστιτούτο Εθνικής Ασφάλισης ανέφερε το 2022 ότι οι οικογένειες των Αράβων και των Χαρεντίμ που διαβιούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας αποτελούσαν περίπου το 64% των φτωχών στο Ισραήλ, ποσοστά σχεδόν διπλάσια από την πληθυσμιακή τους αναλογία. Στο μακροοικονομικό επίπεδο το Ισραήλ συνδυάζει την υψηλή καινοτομία με την υψηλή φτώχεια. Το ΝΙΙ ανέφερε ότι το 2023 το ποσοστό ανέρχονταν περίπου στο 20,7%, το οποίο είναι το δεύτερο υψηλότερο για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το ποσοστό παραμένει σταθερό και μεγεθύνει τις ταυτοτικές πολιτικές (identity politics) και επιδεινώνει τα προβλήματα ανισοκατανομής του πλούτου.
Ο πολιτικός κατακερματισμός του Ισραήλ
Το πολιτικό σύστημα θεσμοποιεί τον κατακερματισμό. Το Ισραήλ χρησιμοποιεί το αναλογικό σύστημα εκπροσώπησης με όριο εισόδου στην Κνεσέτ των 120 εδρών, το 3,25% εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο μια αντιπροσωπευτική αλλά πολυκομματική βουλή. Την περίοδο 2019 – 2022 διεξήχθησαν στη χώρα πέντε εκλογικές αναμετρήσεις, γεγονός που αποτυπώνει ανάγλυφα την χρόνια πολιτική αστάθεια. Στις εκλογές του 2022 πέρασαν το εκλογικό όριο δέκα κόμματα και η κυβέρνηση συνεργασίας προήλθε από έναν πολύπλοκο συμβιβασμό μεταξύ εθνικιστικών, θρησκευτικών και υπερ-Ορθόδοξων κομμάτων.
Ακόμα και την τελευταία διετία εν μέσω του πολέμου συνεχίζεται ο κατακερματισμός. Την περίοδο 2024 – 2025 υπήρξαν διαμάχες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, οι οποίες επικεντρώθηκαν στις εξαιρέσεις στράτευσης για τους Χαρεντίμ, το οποίο αποτελεί σημαντικό θέμα για τις σχέσεις κράτους – θρησκείας. Η απειλή αποχώρησης των υπερ-Ορθόδοξων κομμάτων απείλησε με οριακή πλειοψηφία ή απώλεια της δεδηλωμένης την κυβέρνηση συνεργασίας.
Σε ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα, οι επίκληση σε εξωτερικές απειλές και κινδύνους επιτελούν τρεις βολικές λειτουργίες. Πρώτον δρουν ως συγκολλητική ουσία για τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Όταν οι εταίροι διαφωνούν μεταξύ τους για τον προϋπολογισμό, τη Δικαιοσύνη, τη στράτευση, τους εποικισμούς στην Δυτική Όχθη, οι κρίσεις εθνικής ασφαλείας αλλάζουν την ατζέντα, αναβάλλουν τις διχαστικές νομολογίες και πειθαρχούν τους διαφωνούντες. Οι πολεμικές συγκρούσεις ή κρίσεις απορροφούν την προσοχή των ΜΜΕ και των κοινοβουλευτικών κομμάτων, εκτρέποντάς την από επίμαχα θέματα όπως είναι οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, οι μεταρρυθμίσεις στην Δικαιοσύνη, στην εκπαίδευση, κλπ.
Βασικός παράγοντας είναι ότι ο εξωτερικός εχθρός προσωρινά εξαλείφει τις εσωτερικές διαφορές μεταξύ Ασκενάζι, Σεφαρδείμ, Μιζραχί, κοσμικών, κλπ, δίνοντας έμφαση στην επίτευξη νίκης ή ασφάλειας, προβάλλοντας την εικόνα του “έθνους εν όπλοις”. Οι προτεραιότητες των προϋπολογισμών του Ισραήλ φαίνεται να επιβεβαιώνουν την ανωτέρω υπόθεση. Σύμφωνα με το ινστιτούτο SIPRI η χώρα δαπάνησε στον στρατιωτικό τομέα περίπου το 5,3% του ΑΕΠ το 2023, εκτοξευόμενο στο περίπου 8,8% το 2024 εν μέσω των πολέμων στη Γάζα και τον Λίβανο, οι οποίες ήταν οι δεύτερες μεγαλύτερες δαπάνες στον κόσμο την εν λόγω χρονιά. Αυτό δεν είναι διατηρήσιμο σε βάθος χρόνου. Όμως, οι αυξημένες και διαρκείς στρατιωτικές δαπάνες κανονικοποιούν ένα μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης και περιορίζουν τον διαθέσιμο χώρο για βαθιές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις.
Κατακερματισμός και λογική της μόνιμης εθνικής κρίσης
Η διαμάχη σχετικά με τη στράτευση ή όχι των Χαρεντίμ αποτυπώνει ξεκάθαρα τη δημιουργία συνοχής μέσω της ύπαρξης απειλών. Σε ειρηνικές περιόδους η κοσμική πλειοψηφία απαιτεί τον τερματισμό της εξαίρεσης στράτευσης των Χαρεντίμ, ενώ τα κόμματα των τελευταίων ανταπαντούν ότι αυτή πρέπει να συνεχιστεί προκειμένου να μπορούν απερίσπαστοι να μελετούν την Τορά. Όμως κατά τη διάρκεια των πολέμων οι πολιτικές ηγεσίες μπορούν να δικαιολογήσουν προσωρινές συμφωνίες, να αναβάλλουν σχετικές νομοθεσίες και να διατηρήσουν τους κυβερνητικούς συνασπισμούς ισχυριζόμενοι ότι προέχει η εθνική ενότητα έναντι όλων των άλλων θεμάτων.
Οι κοινωνικο-οικονομικές διαιρέσεις λόγω εθνικής προέλευσης και θρησκεύματος έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές στο χρόνο. Όμως εάν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές προτεραιοποιούν την επίτευξη ασφάλειας έναντι της κατανομής των διαθέσιμων πόρων, οι κυβερνητικοί συνασπισμοί αποφεύγουν τις έντονες συζητήσεις και διαμάχες σχετικά με θέματα μεταρρυθμίσεων στη φορολογία, εκπαίδευση, αγορά εργασίας, κλπ, τα οποία μπορούν να θέσουν τη μία ομάδα εναντίον της άλλης και την μία περιοχή απέναντι στην άλλη.
Οι έρευνες και τα στοιχεία του Taub και του ΝΙΙ δείχνουν ποιοι θα κέρδιζαν ή θα έχαναν από μια δικαιότερη και αναλογικότερη ανακατανομή πόρων. Η συζήτηση περί ασφάλειας καθιστά δυσδιάκριτα αυτά τα θέματα. Η κοινωνικο-οικονομική υστέρηση των Αράβων πολιτών και οι περιοδικές εξάρσεις των πολιτικών αποκλεισμού τους τροφοδοτούν ένα εύθραυστο αφήγημα ενσωμάτωσης. Κατά καιρούς παρατηρούνται πρόοδοι, όπως ήταν η συμμετοχή ενός Αραβικού κόμματος στην κυβέρνηση το 2021. Όσο οι εξωτερικές απειλές αυξάνονται οι κυβερνητικοί συνασπισμοί θεωρούν ευκολότερο να περιθωριοποιούν τα προβλήματα των Αράβων, υπό το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας
Η ανάγκη για έναν εχθρό: Από τη θεωρία στην πράξη
Οι ακαδημαϊκοί που μελετούν τον εθνικισμό και την ασφάλεια έχουν από καιρό αποφανθεί ότι οι συγκρούσεις με εξωτερικούς εχθρούς μπορούν να δημιουργήσουν εθνική συνείδηση ή να σταθεροποιήσουν διχασμένους κυβερνητικούς συνασπισμούς. Στην περίπτωση του Ισραήλ, ο Αριάν καταγράφει πώς οι πολιτικές ασφάλειας διαμορφώνουν την Ισραηλινή οπτική, αναβαθμίζοντας επανειλημμένα την ασφάλεια έναντι όλων των υπόλοιπων θεμάτων. Ο Σμούχα περιγράφει το Ισραήλ ως ένα καθεστώς με δημοκρατικούς μηχανισμούς για την πλειοψηφία, αλλά με δομική κυριαρχία μιας εθνοτικής ομάδας.
Σε μια τέτοια διαστρωμάτωση οι ελεγχόμενες συγκρούσεις νομιμοποιούν τις αυστηρές πολιτικές ασφάλειας και τα αφηγήματα περί προστασίας της πατρίδας. Ο Κίμερλινγκ αποτυπώνει τον κατακερματισμό της “ισραηλιτικότητας”. Εάν είναι εύθραυστη η κοινή ταυτότητα των μελών μιας κοινωνίας, τότε η ασφάλεια μπορεί να γίνει το de facto ενοποιητικό στοιχείο, η οποία γίνεται περισσότερο εμφανής κατά τη διάρκεια κρίσεων ή πολέμου.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τύπος Ισραηλινής κυβέρνησης ο οποίος δημιουργεί κρίσεις ή πολέμους. Το πρόβλημα είναι δομικό – συστημικό. Όταν η επιβίωση των κυβερνητικών σχημάτων, ο έλεγχος της ημερήσιας διάταξης και η διατήρηση της ταυτότητας είναι ευχερέστερες υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης, υπάρχουν ισχυρά κίνητρα να αποφεύγεται η σοβαρή αποκλιμάκωση των απειλών που θα επανέφερε την προσοχή της Ισραηλινής κοινωνίας στα διχαστικά εσωτερικά θέματα. Τα τελευταία χρόνια παρέχουν γλαφυρά παραδείγματα.
Το πρώτο είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις, οι οποίες από το 2019 έως το 2022 είχαν επανειλημμένα καταλήξει με βραχύβιες ή ασταθείς κυβερνήσεις συνεργασίας. Οι πόλεμοι βοήθησαν κάποιες από αυτές να αποφύγουν την αντιμετώπιση των διχαστικών θεμάτων, αλλά μόλις οι κρίσεις χαλάρωσαν οι διχόνοιες επανεμφανίστηκαν, προκαλώντας νέες εκλογές.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στις ογκώδεις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα το 2023, ενάντια στις σχεδιαζόμενες αλλαγές στη Δικαιοσύνη και υπέρ της διατήρησης του διαχωρισμού των εξουσιών. Οι κινητοποιήσεις έφεραν στο προσκήνιο τα βαθιά κοινωνικά και πολιτικά ρήγματα. Ο πόλεμος που ξεκίνησε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς άλλαξε τις προτεραιότητες και σιώπησε, αλλά δεν έσβησε την αντιπαράθεση. Η διαρκής επίκληση της εξωτερικής απειλής δεν επαρκεί πλέον για να συγκαλύπτεται η διχογνωμία, αποτυπώνοντας τα όρια της “συγκολλητικής ουσίας”.
Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι εξωτερικές απειλές αναδεικνύουν αντί να συγκαλύπτουν τα εσωτερικά ρήγματα. Υπάρχουν επίσης ενδοεβραϊκές ιδεολογικές διαφορές σχετικά με το θέμα των εποικισμών στη Δυτική Όχθη ή γύρω από τους σκοπούς διεξαγωγής των πολέμων και το θέμα των ομήρων. Είναι αξιοσημείωτο ότι τμήματα της Αραβικής μειονότητας επέδειξαν συμπαράσταση απέναντι στους Εβραίους γείτονές τους μετά από τις επιθέσεις, καθιστώντας ακόμη περιπλοκότερη την θεώρηση περί “Εβραίων εναντίον Αράβων”, υποδεικνύοντας ότι ίσως είναι εφικτή η οικοδόμηση μιας περισσότερο συμπεριληπτικής κοινωνίας.
Υπάρχει μέλλον για το Ισραήλ;
Η εσωτερική διαστρωμάτωση του Ισραήλ που περιλαμβάνει θρησκευτικό κατακερματισμό, διαφορετικές γεωγραφικές προελεύσεις, μόνιμη φτώχεια εντοπιζόμενη σε συγκεκριμένες ομάδες και ένα πολυκομματικό κοινοβούλιο, δημιουργεί μόνιμα προβλήματα στους κυβερνώντες. Υπό αυτά τα δεδομένα οι εξωτερικές απειλές λειτουργούν ως ένας μηχανισμός δημιουργίας συνοχής.
Η επίτευξη μακροχρόνιας ειρήνης αυξάνει το κόστος για την πολιτική ηγεσία διότι αναπόφευκτα θα αναθερμάνει τις διαμάχες γύρω από την δικαιότερη ανακατανομή των πόρων, τον διαχωρισμό των εξουσιών, την συμπερίληψη θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων και αναστοχασμό της έννοιας της εθνικής ταυτότητας. Φυσικά εννοείται ότι δεν είναι πάντα ελκυστική η μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση, αλλά όλα εξαρτώνται και από την ευρύτερη γεωπολιτική συγκυρία.
Όμως με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα και με βάση τη σημερινή κατάσταση και ηγεσία είναι βάσιμο να υποτεθεί ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας, περισσότερο από τους πολίτες της ωφελείται από το να διατηρείται η πολεμική κατάσταση. Η ειρήνευση, εάν τελικά έρθει, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι διατεθειμένες να πιέσουν τις αντιμαχόμενες πλευρές και τα κράτη στα οποία ακούν επιρροή να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και από το εάν οι Ισραηλινοί συνειδητοποιήσουν ότι ο δρόμος της διαρκούς αντιπαλότητας οδηγεί μακροπρόθεσμα στην καταστροφή.