Συμβουλεύοντας έναν κεντρικό τραπεζίτη…
25/09/2025
Η πρόσφατη συνέντευξη (22 Σεπτεμβρίου) του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα σε ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό ήταν μία δυσάρεστη έκπληξη. Και αυτό όχι μόνο για το μέσο στο οποίο δόθηκε, το οποίο δεν θεωρούμε ότι είναι το πλέον κατάλληλο για να χρησιμοποιεί ως βήμα ένας Διοικητής της ΤτΕ –και, μάλιστα, επιλέγοντας μία εκπομπή την οποία σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί κομματικά στρατευμένη, ακραία και τοξική.
Ούτε μόνο για τον σχετικά ανάλαφρο χαρακτήρα του ύφους του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας που, κατά την ταπεινή μας γνώμη, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν αντιστοιχούσε στην σοβαρότητα με την οποία πρέπει να προσεγγίζονται τα θέματα της οικονομίας και της κοινωνίας. Αλλά, κυρίως, γιατί έστειλε λανθασμένα μηνύματα δημιουργώντας ανακριβείς εντυπώσεις στην κοινή γνώμη.
Το πόσο άστοχη και αποπροσανατολιστική ήταν η συνέντευξή του Διοικητή της Τράπεζας αποδεικνύεται κατ’ αρχήν από τους συνειρμούς που, με την βοήθεια “προθύμων” σχολιαστών δημιουργήθηκαν και προβλήθηκαν ως “είδηση” στον τύπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήταν η –μεστή σοφίας – απόφανσή του ότι επειδή δεν υπάρχουν “λεφτόδεντρα” δεν είναι δυνατόν να δώσουμε αύξηση 30% στους μισθούς χωρίς να βλάψουμε την οικονομία. Κάτι, φυσικά, που αποτελεί μία αδιαπραγμάτευτη και διαχρονική αλήθεια.
Μόνο που, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι μία παντελώς ανεπίκαιρη επισήμανση, καθώς κανείς σήμερα δεν προτείνει να δοθούν αυξήσεις 30% στους μισθούς και στα ημερομίσθια και κανείς πλέον, εκτός από μία ελάχιστη μειοψηφία αφελών, δεν πιστεύει, έστω και εμμέσως, στα περίφημα “λεφτόδεντρα”, δηλαδή στην απεριόριστη αύξηση των δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών ως εργαλείου για την ανάπτυξη της οικονομίας και την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κάτι τέτοια μπορεί να λέγονταν 50 χρόνια πριν, αλλά έχουν πλέον απαντηθεί από την ίδια τη ζωή και το έχουν όλοι αντιληφθεί.
Αυτή η φαινομενικά, όμως, άστοχη επισήμανση του κυρίου Διοικητή και ο χρόνος που επέλεξε να την κάνει (λίγο μετά τη ΔΕΘ), θα φαινόταν πολύ επίκαιρη αν συνειρμικά τη συνέδεε κανείς με τις ανάλογες δηλώσεις του πρωθυπουργού για τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για την οικονομία. Εξ αντικειμένου, πρόκειται για εξόφθαλμη “επικύρωση” της θέσης του πρωθυπουργού περί “λεφτόδεντρων” στο οικονομικό πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πόσο, όμως, θεσμικά ορθή είναι αυτή η συμπεριφορά του κεντρικού τραπεζίτη, να γίνεται μέρος μίας κομματικής αντιπαράθεσης διαλέγοντας εμφανώς “πλευρά”; (Με δεδομένο, μάλιστα, ότι κανένας δεν πρότεινε αύξηση 30% στους μισθούς. Ούτε και πολιτικές που παραπέμπουν σε “λεφτόδεντρα”).
Βεβαίως ο κύριος Διοικητής, όπως επιβάλλει και το καθήκον του, τόνισε στη συνέντευξη το προφανές ότι, δηλαδή, η αύξηση μισθών προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας που με τη σειρά της προϋποθέτει επενδύσεις. Στο σημείο αυτό εξέφρασε και την ικανοποίησή του διότι, όπως είπε, το 80% των επενδύσεων είναι, πλέον, παραγωγικές. Πρόκειται, όμως, για μία δήλωση που δημιουργεί ερωτηματικά, διότι κάτι παρόμοιο δεν ήταν γνωστό έως τώρα. Και για του λόγου το αληθές, θα μπορούσε κάποιος να συγκρίνει τον ισχυρισμό του με άλλες δηλώσεις που έγιναν από τον Υποδιοικητή της ΤτΕ κ. Πελαγίδη, την ίδια ημέρα, σύμφωνα με τις οποίες το 40% των ξένων επενδύσεων (των επενδύσεων, δηλαδή, από τις οποίες κατά κύριο λόγο προσδοκούμε τεχνολογική ενίσχυση), καταλήγουν στο real estate –έναν πολύ χρήσιμο, βεβαίως, κλάδο αλλά εξ ορισμού μη περιλαμβανόμενο σε αυτό που λέγεται παραγωγικός τομέας.
Είναι, λοιπόν, ένα ερώτημα πώς ενώ κατά τον κ. Πελαγίδη το 40% των ξένων επενδύσεων, τουλάχιστον, είναι μη παραγωγικές, ο αριθμός αυτός, κατά τον κ. Στουρνάρα, που συνομιλεί με τον κ. Πορτοσάλτε, μειώνεται στο 20%, όταν συσσωματωθεί με τις εγχώριες επενδύσεις. Θα πρέπει εδώ, λοιπόν, ο κ. Διοικητής να επανέλθει και να μας δώσει τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχει στην διάθεσή του, με βάση τα οποία θεωρεί πως οι “παραγωγικές” επενδύσεις είναι το 80% του συνόλου.
Η αδικαιολόγητη αισιοδοξία του κυρίου Διοικητή
Και βέβαια, η ευφρόσυνη διάθεση του κυρίου Διοικητή και η αισιοδοξία του για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας θα έπρεπε να μετριασθούν εν τινί μέτρω, συνδυαζόμενα με τον ρεαλισμό και τον σκεπτικισμό με τον οποίον ο υφιστάμενος του αναφέρθηκε στα θέματα του Ταμείου Ανάκαμψης, τονίζοντας ότι από τα εν συνόλω 36 δισ. ευρώ, στους τελικούς δικαιούχους μέχρι στιγμής έχουν φθάσει μόνο 10 δισ. (5,7 δισ. ευρώ από επιχορηγήσεις και 4,3 δισ. ευρώ από δάνεια), και θα πρέπει να τρέξουμε με φρενήρη ρυθμό στους 12 μήνες που απομένουν για να μπορέσουμε να απορροφήσουμε τα υπόλοιπα. (Και, έστω και αν τα απορροφήσουμε, δικαιούμαστε να αισθανόμαστε αμφιβολία κατά πόσο θα τα χρησιμοποιήσουμε παραγωγικά ή θα τα χρησιμοποιήσουμε ως απλή κατανάλωση).
Το κυριότερο, όμως, το οποίο θα πρέπει να ενοχλήσει και να ανησυχήσει κάθε πολίτη, είναι το εξής: η παντελώς αβάσιμη αλλά κατηγορηματικά υπογραμμιζόμενη “αισιόδοξη” πεποίθηση του κ. Διοικητή – πλήρως ταυτιζόμενη με ανάλογους κυβερνητικούς ισχυρισμούς – πως ο ρυθμός με τον οποίον αυξάνονται η οικονομία (ότι … αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη Ευρωζώνη) και η παραγωγικότητα, είναι τέτοιοι που σύντομα θα πάψουμε να είμαστε τελευταίοι –προτελευταίοι για την ακρίβεια– σε όλους τους κρίσιμους δείκτες στην ΕΕ.
Η αλήθεια, όμως, δυστυχώς είναι τελείως διαφορετική και ο Διοικητής της ΤτΕ θα έπρεπε να το γνωρίζει –και να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αν μη τι άλλο. Η σχέση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας μας με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ΕΕ ή της ευρωζώνης, είναι κάτι που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ο μέσος όρος ανάπτυξης αυτών των χωρών τις οποίες “κυνηγάμε” για να φθάσουμε και να ξεπεράσουμε (γιατί πρέπει να τις ξεπεράσουμε), τόσο αν πρόκειται για μέλη της ΕΕ, όσο κι αν πρόκειται για χώρες της ευρύτερης περιοχής μας εκτός ΕΕ. Οι χώρες της ΕΕ, εν πρώτοις, ως επί το πλείστον (Κροατία, Λιθουανία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ρουμανία, Πολωνία, Μάλτα, Κύπρος) αναπτύσσονται είτε εξ ίσου γρήγορα με εμάς, είτε και γρηγορότερα από εμάς.
Η “ταχύτερη από τον μέσο όρο της ΕΕ” ανάπτυξή μας, οφείλεται στο γεγονός πως οι πιο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία ή η Αυστρία βρίσκονται σε φάση στασιμότητας. Οι πλείστες, λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, αντιθέτως, (μεταξύ των οποίων εμείς κατατασσόμαστε –με βάση τους περισσότερους δείκτες– προτελευταίοι), αναπτύσσονται με την ίδια ή και μεγαλύτερη ταχύτητα από εμάς, καθιστώντας μάλλον ανέφικτο να τους “φθάσουμε” και να τους “ξεπεράσουμε”. Ακόμη και η Βουλγαρία, η οποία είναι η μόνη που μονίμως υπολείπεται της Ελλάδας στους βασικούς δείκτες, έχει την τελευταία πενταετία μέσο όρο ανάπτυξης ανώτερο από τον δικό μας, πράγμα που σημαίνει πως είναι πολύ πιθανόν ότι εντός ολίγων ετών θα μας ξεπεράσει και αυτή.
Η αλήθεια για τον ρυθμό ανάπτυξης
Παρεμφερές, επίσης, είναι αυτό που συμβαίνει και με τις άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής μας, στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που δεν είναι μέλη της ΕΕ: οι εν λόγω χώρες, (Τουρκία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη), έστω και αν σήμερα, για ιστορικούς λόγους, μας “ακολουθούν” ως φτωχότερες, με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και μέση παραγωγικότητα, αναπτύσσονται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από εμάς. Έχουν δηλαδή ταχύτερους –ενίοτε υπερδιπλάσιους– ρυθμούς ανάπτυξης και αν αυτό συνεχισθεί, κάποια στιγμή, όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, θα μας ξεπεράσουν και αυτές.
Για να ήταν αλήθεια ο ισχυρισμός πως οσονούπω προσεγγίζουμε και ξεπερνάμε τους εταίρους μας στην ΕΕ, σε κατά κεφαλή ΑΕΠ και παραγωγικότητα, η χώρα θα έπρεπε να αναπτύσσεται με ρυθμούς ανάλογους εκείνων της Τουρκίας, δηλαδή με τουλάχιστον 5% ετησίως. Επειδή όμως αυτό δεν συμβαίνει, και με τις εφαρμοζόμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές δεν πρόκειται να συμβεί ούτε και στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, προτιμούμε να βαυκαλιζόμαστε, ή να εξαπατώμεθα, με την ιδέα πως συγκλίνουμε κάπου γιατί «…αναπτυσσόμαστε με διπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη ευρωζώνη»!
Στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι η ομάδα των “φτωχών” χωρών της ΕΕ που αναπτύσσεται ταχύτερα από την ομάδα των “πλουσίων” χωρών και συγκλίνει προς αυτήν, πλην όμως, στο εσωτερικό αυτής της ομάδας των “φτωχών” εμείς όχι μόνο είμαστε ουραγοί, αλλά κινδυνεύουμε να δούμε την απόστασή μας από τα άλλα μέλη της ομάδας να αυξάνεται αντί να μειώνεται!
Έχει αυτό κάποια σημασία ή είναι απλά θέμα γοήτρου; Έχει ζωτική σημασία για την χώρα μας, για δύο λόγους. Πρώτον γιατί, όπως είναι εμφανές, η υπάρχουσα ανάπτυξη δεν επαρκεί για να ικανοποιήσει τις κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες, τόσο εκείνες που είναι διαχρονικές, όσο και αυτές που αναδεικνύονται από την εξέλιξη της ζωής και την πρόοδο της κοινωνίας. Δεύτερον γιατί αυτό, η συγκριτική ισχύς, τόσο στην οικονομία όσο και παντού αλλού, είναι ένας όρος επιβίωσης και ασφάλειας για μία χώρα. Εάν η χώρα βρεθεί να είναι η πλέον αδύναμη οικονομικά στη γεωγραφική της περιοχή, περικυκλωμένη από πολύ ισχυρότερες, τότε το μέλλον της είναι υποθηκευμένο και η επιβίωσή της επισφαλής.
Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας υποχρεούται να μιλάει την γλώσσα της αλήθειας. Αυτή είναι η αποστολή του και αυτό οφείλει να πράττει.