Γιατί απέτυχε ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη
28/09/2025
Σε έναν κόσμο κυριευμένο από το υποκειμενικό συμφέρον, όπως το έχει παγιώσει ο καταναλωτισμός της μαζικής κοινωνίας, υπάρχουν ακόμη συνειδήσεις που αγωνίζονται για τα κοινά, για κάποιες αξίες που υπερβαίνουν τον ορίζοντα της υποκειμενικότητας και απευθύνονται σ’ αυτόν της συλλογικότητας. Δεν έχει σημασία αν η εκ μέρους τους αντιμετώπιση του συλλογικού οφέλους είναι ορθή ή λάθος. Άλλωστε, σε μια εποχή όχι μόνο γνωστικής, αλλά και ηθικής σχετικότητας και σκεπτικισμού, κάθε άποψη μπορεί να αναζητήσει τη δικαίωσή της στα τρέχοντα πολιτικο-κοινωνικά συμβάντα, που διαψεύδουν καθημερινώς την ισχύ οποιουδήποτε ηθικού ιδεώδους και τρόπου ζωής, που η ανθρωπότητα οικοδόμησε με μόχθο και θυσίες.
Γι’ αυτό και όταν συναντώ κείμενα και συγγραφείς που πάσχουν για την ελληνική συλλογικότητα, ενώ αντιστέκονται σε πολιτικές που οδηγούν σε εθνικό μαρασμό και εκπεσμό κάθε ιστορικής αλήθειας, διακατέχομαι από την επιθυμία να μοιραστώ τις σκέψεις τους και με άλλους. Ένα τέτοιο κείμενο είναι το πρόσφατο του Γιώργου Καραμπελιά, “Ατελέσφορος Εκσυγχρονισμός: ο Κώστας Σημίτης και η εποχή του“, δημοσιευμένο το 2025, από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Ακόμη περισσότερο, όταν ο συγγραφέας του αποτελεί ζωντανή μαρτυρία ανθρώπου, ο οποίος μέσα από πολιτικές και ιδεολογικές διακυμάνσεις, πάντα σε αναζήτηση μιας λυτρωτικής αλήθειας, επιχειρεί να φέρει στο φως ιδεολογικές προκαταλήψεις και πολιτικές αποφάσεις, που καθόρισαν και εξακολουθούν να καθορίζουν τις τύχες του έθνους μας. Ένα τέτοιο εγχείρημα χαρακτηρίζει τη συγγραφή του “Ατελέσφορου Εκσυγχρονισμού”.
Έχει δε ιδιαίτερη σημασία, γιατί η ανάλυση αφορά την πολιτική ενός πολιτικού, του Κώστα Σημίτη, ο οποίος χαίρει της εκτιμήσεως μεγάλου μέρους της ελληνικής διανόησης, όπως και των πολιτικών του αντιπάλων, για την εντιμότητά του, τους αγώνες του εναντίον της χούντας και την αντίθεσή του στον λαϊκισμό, που καλλιεργούσε το ίδιο του το κόμμα.
Ενώ, όμως, οι υπερασπιστές της σημιτικής διακυβέρνησης στέκονται επιλεκτικά σε κάποια γεγονότα που σφράγισαν την πολιτική του θητεία, ο Καραμπελιάς προβαίνει σε παρουσίαση και αναλυτικό σχολιασμό σε ορισμένα σημαντικά, σχετιζόμενα με την εξωτερική πολιτική ─ ενδεικτικά τα Ίμια και το γκριζάρισμα του Αιγαίου, τη συμφωνία της Μαδρίτης στο πλαίσιο συνόδου του ΝΑΤΟ το 1997, όπου η Ελλάδα αναγνώρισε στην Τουρκία “ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο”, τη σύνοδο της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, όπου ήρθη το ελληνικό veto για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ά.─, αλλά και σε συμβάντα, που διαδραματίστηκαν στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όπως η υπόθεση του Χρηματιστηρίου, η διαφθορά και κατάχρηση δημοσίων πόρων από στελέχη του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, κλπ., τα οποία συνέτειναν στην επικράτηση ενός κλίματος αμοραλισμού.
Εκσυγχρονισμός: Τι βρίσκεται από πίσω
Το ενδιαφέρον της ανάλυσης έγκειται στο γεγονός πως ο Καραμπελιάς δεν αντιπαρατίθεται στο έργο ενός πολιτικού, αλλά αποκαλύπτει το ιδεολογικό βάθρο επί του οποίου στηρίχθηκαν όλα αυτά τα “κακώς γενόμενα”. Κι αυτό το βάθρο είναι η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού, που άνθισε καθ’ όλον τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα σε ορισμένα στρώματα ακαδημαϊκών και πολιτικών. Τη θεωρία της ελληνικής καθυστέρησης την αποδέχτηκαν από τη δεκαετία και έπειτα και τα δύο ιδεολογικά ρεύματα, το μαρξιστικό και το φιλελεύθερο, που επικράτησαν στη διανόηση της ελληνικής κοινωνίας.
Δεδομένου ότι, μετά την εθνική απελευθέρωση, η ελληνική οικονομία στηριζόταν στη γεωργία και σε μια κοινωνία μικροϊδιοκτητών, άρα χωρίς τις καπιταλιστικές συγκρούσεις κεφαλαίου – εργασίας, είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη θέση των μαρξιστών. Ο δε φιλελεύθεροι, οπαδοί της “πολιτικής” κουλτούρας και του θεσμικού εκσυγχρονισμού, έβλεπαν ως αιτία της ελληνικής καθυστέρησης τον διχασμό μεταξύ ορθολογικών ιδεωδών και παραδοσιακών, κοινοτιστικών συνηθειών και αντιλήψεων.
Επέμεναν πως η ελληνική κοινωνία εξακολουθούσε να κινείται επί τη βάσει ενός παραδοσιακού, προνεωτερικού προτύπου, όπου κυριαρχούσε η επιθυμία του προστατευτισμού και των συγγενικών σχέσεων, η ξενοφοβία και η ανασφάλεια, οι συγκινήσεις και τα εθνικιστικά συναισθήματα και όχι πάνω σε ένα εκσυγχρονιστικό πρότυπο, βασισμένο στις δημοκρατικές αρχές, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ορθολογική λειτουργία των θεσμών και ιδίως του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, δεν διέκριναν τη διαφορά που επεσήμανε ο Βέμπερ, ανάμεσα σε μιαν ορθολογικότητα ως προς την αξία, με κυρίαρχη την έννοια του καθήκοντος, και σε μιαν εργαλειακή ορθολογικότητα, όπου το βάρος της απόφασης πέφτει στην αποτελεσματικότητα των μέσων και όχι στην εκτίμηση του σκοπού. Κι όμως, αυτή η δεύτερη είναι που υιοθετήθηκε από τους ταγούς του ελληνικού εκσυγχρονισμού.
Είναι αλήθεια πως ένας θεσμός δεν λειτουργεί παραγωγικά, αν δεν έχει εσωτερικεύσει την εργαλειακή ορθολογικότητα. Δεν λειτουργεί, όμως, και δημοκρατικά, αν ο σκοπός του είναι υποταγμένος στις αρχές της εργαλειακής λογικής. Οι προτάσεις για τον ελληνικό θεσμικό εκσυγχρονισμό δεν εξέτασαν τις προϋποθέσεις για την επιβολή μιας κανονιστικής ηθικής του νόμου, ούτε κατανόησαν πως στην ελληνική κοινωνία το υποκείμενο του εκσυγχρονισμού δεν μπορεί να είναι το άτομο, παρά το ιδιαίτερο ελληνικό πρόσωπο. Από το ένα μέρος, οι Έλληνες εκσυγχρονιστές έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες των δυτικών δημοκρατικών θεσμών, από το άλλο, όμως, αρνήθηκαν να εγκύψουν στην επιστημονική-τεχνολογική ορθολογικότητα, που υπέβοσκε πίσω από όλα αυτά.
Εντρυφώντας ο Καραμπελιάς στα γεγονότα και στις ιδεολογικές διαμάχες της μεταπολίτευσης, δίνει μια πολύ αδρή εικόνα των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων, των μεταξύ τους συγκρούσεων και της διαδρομής τους σε μια κοινωνία που άλλαζε πρόσωπο, καθώς σταδιακά εντασσόταν στο πολιτισμικό στρατόπεδο της μαζικής κατανάλωσης και ευωχίας.
Συγκρίσεις διόλου ευνοϊκές
Η μεταπολιτευτική παρασιτική ανάπτυξη υπό την ψευδεπίγραφη ονομασία της προόδου προσέλκυε μεγάλο μέρος των οπαδών του εκσυγχρονισμού, ενώ διαφοροποιείτο έντονα από αυτόν του παρελθόντος. Οι προπολεμικοί εκσυγχρονιστές πίστευαν στην πνευματική αναγέννηση της χώρας, γι’ αυτό, παρόλο που προσεταιρίστηκαν τις διαφωτιστικές αξίες, τις ανέμιξαν με εθνικά προτάγματα, προσκείμενα σε ρομαντικά ιδεώδη, αλλά και σε οργανικές (λόγω ταυτίσεως του έθνους με το λαό) συλλήψεις του έθνους.
Προκειμένου, μάλιστα, να αναδείξουν το πολιτισμικό νήμα που ένωνε παρελθόν με παρόν, συνδύασαν, ιδίως στην τέχνη, τον αρχαίο και βυζαντινό πολιτισμό με τη διατηρούμενη ακόμη επί των ημερών τους γνήσια λαϊκή τέχνη και παράδοση, επιβεβαιωτική της ελληνικής πολιτισμικής συνέχειας και μοναδικότητας. Αναφέρω, ενδεικτικά, τις διαμάχες για τον εκσυγχρονισμό της γλώσσας (το κίνημα του δημοτικισμού) όπου, πέραν των σοσιαλιστών, πρωτοστάτησαν άνθρωποι σαν τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη, των οποίων οι απόψεις ήταν μίγμα εκσυγχρονιστικών ιδεών και ενός βαθύτατου εθνικού συναισθήματος, κινητοποιημένου από τους μακροχρόνιους αγώνες του ελληνισμού. Επίσης, σημειώνω τις προσπάθειες που κατέβαλε η γενιά του τριάντα για την ανακάλυψη και εμπέδωση μιας νέας ελληνικότητας, στηριγμένης στις διαφωτιστικές ιδέες, αλλά στα υπνώττοντα ελληνικά ιδεώδη.
Αντίθετα, όσοι από τους διανοητές της μεταπολίτευσης εξυμνούσαν τον δυτικό εκσυγχρονισμό, ευθυγραμμισμένοι είτε με το πνεύμα της σοσιαλδημοκρατίας, είτε με το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού, αρνήθηκαν λίγο ή πολύ την ελληνική πολιτισμική συνέχεια, ενώ αντιμετώπισαν το έθνος ως φαντασιακή κοινότητα, ασκώντας δυστυχώς ισχυρή επιρροή στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και στις πολιτικές δυνάμεις εξουσίας, όπως επισημαίνει ο Καραμπελιάς. Δεν κατάλαβαν οι Έλληνες υποστηρικτές της εργαλειακής ορθολογικότητας, πως κι αυτή, όπως και ο “βιομηχανικός εκσυγχρονισμός” και το “αστικό κράτος”, αποτελούν συμβολικές μορφές, παράγωγα ενός άλλου πολιτισμού, του δυτικο-ευρωπαϊκού, εμπνευσμένα από το δικό του κοινωνικό φαντασιακό.
Συνεπώς, η μη προσαρμογή του Έλληνα στο δυτικό κανονιστικό πλαίσιο, δεν υποκρύπτει ελληνική καθυστέρηση, παρά υπαινίσσεται μιαν άλλη πορεία που ακολούθησε η ελληνική σκέψη και δράση. Μια πορεία που εγκατέστησε, συν τω χρόνω, τη δική της συμβολική τάξη, δηλαδή, τις δικές της συνδέσεις μεταξύ πραγματικότητας και συμβολικών αναπαραστάσεων, τις οποίες το εκσυγχρονιστικό μπλοκ αγνοεί, γι’ αυτό και τις υποτιμά. Σήμερα βέβαια, όπου το όνειρο του εκσυγχρονισμού χτύπησε στα βράχια του ψηφιακού κόσμου και ο εξασθενημένος δυτικός ορθολογισμός προσπαθεί να σώσει την αξιοπρέπειά τους εμπρός στα οδοφράγματα των καταφρονεμένων και εξαθλιωμένων, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του εκσυγχρονισμού στέκονται διστακτικοί και άβουλοι απέναντι στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα.
Ένας δύσκολος μα αναγκαίος συμβιβασμός
Ο συγγραφέας του “Ατελέσφορου Εκσυγχρονισμού” δεν υποτιμά την κατίσχυση του πολιτισμικού προτύπου του μαζικού καταναλωτισμού, ούτε βεβαίως τη δημογραφική μείωση και την απειλούμενη γεωπολιτική συρρίκνωση της κοινωνίας μας, αλλά ούτε τις μεγάλες παγκόσμιες ανακατατάξεις ισχύος, που οδηγούν πολλούς από μας σε απογοήτευση και παραίτηση από κάθε πνεύμα αντίστασης.
Η επίγνωση αυτής της κατάστασης και η αποτυχία σε κάθε θεσμικό πεδίο ενός άσαρκου, γι’ αυτό και αποτυχημένου εκσυγχρονισμού, κάνει τον Καραμπελιά να εξακολουθεί να μάχεται, θέτοντας υπό μορφή ερωτήματος ένα επίκαιρο και κρίσιμο ζήτημα: «Άραγε θα μπορέσουμε να επιτύχουμε μια σύνθεση ανάμεσα στο αναπτυξιακό και εθνοκεντρικό, αλλά κατασταλτικό πρότυπο της μετεμφυλιακής περιόδου, με το φιλελεύθερο και δημοκρατικό, αλλά παρασιτικό και μηδενιστικό της μεταπολιτευτικής;».
Απαντά υπό προϋποθέσεις θετικά, με ένα απόσπασμα του Ελύτη, για το άναμμα μιας καινούργιας φλόγας της νόησης, έως ότου «λάμψουν από παντού οι ευτυχισμένες δυνατότητες της δημιουργίας ενός καινούργιου και πραγματικά εθνικού πολιτισμού». Προσωπικά, θα απαντούσα επίσης θετικά, υπό την προϋπόθεση ότι: οι σημερινοί Έλληνες στοχαστές, καλλιτέχνες και πολιτικοί, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, θα εγκύψουν σε ό,τι στέρεο κρύβεται ακόμη στην ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού και το αναζωπυρώσουν, κάνοντας αυτόν τον λαό να πιστέψει στον εαυτό του.