“Μια μάχη μετά την άλλη”: Ο Ντι Κάπριο σε ταινία μεταξύ θρίλερ και μαύρης κωμωδίας
01/10/2025
Μία ακόμα πλουραλιστική σε θέαμα, χολιγουντιανού ύφους, ταινία του εξαιρετικά ταλαντούχου και ευρηματικού Πολ Τόμας Άντερσον (Paul Thomas Anderson), το “Μια Μάχη μετά την Άλλη” (One Battle After Another) κινείται στα όρια μιας μαύρης κωμωδίας κι ενός, πολιτικής υφής, αγωνιώδους θρίλερ.
Η ταινία “Μια Μάχη μετά την Άλλη” αφηγείται την ιστορία ενός πυροτεχνουργού μίας επαναστατικής ομάδας (French 75), του Μπομπ (Leonardo DiCaprio), ο οποίος καταφεύγει με τη νεογέννητη κόρη του σε μία επαρχιακή πόλη και ζει απομονωμένος για 16 χρόνια, ώσπου εμφανίζεται ο Συνταγματάρχης Στίβεν Λόκτζο (Sean Penn), ο άνθρωπος που διέλυσε εν πολλοίς τον πυρήνα της επαναστατικής ομάδας, αναζητώντας κυρίως την έφηβη (πλέον) κόρη του Μπομπ, Γουίλα (Chase Infiniti). Η επαναστατική ομάδα French 75 ενεργοποιείται να σώσει την κόρη.
Κριτική στη σύγχρονη Αμερική
Στο σενάριο της ταινίας με τις πάμπολλες ευφάνταστες ανατροπές που κρατούν τον θεατή σε μία αμείωτη αγωνία, συμμετείχε και ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή αμερικανούς λογοτέχνες, ο εκκεντρικός Τόμας Πίντσον (Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας, κ.ά.) με το ανατρεπτικό μεταμοντέρνο στιλ του, την παράνοια, το χιούμορ, δράση και συνομωσία, στοιχεία που εντοπίζονται άφθονα στην ταινία.
Το παράδοξο και οι ανατροπές επικρατούν στο φιλμ, ενώ η αλληγορία για το τι συμβαίνει στις σύγχρονες ΗΠΑ είναι περίτεχνα στοιχειοθετημένες. Ο Άντερσον φιλμογραφώντας το “Μια Μάχη μετά την Άλλη” σε μορφή VistaVision (όπως το είχαν επιχειρήσει οι Χίτσκοκ και Τζον Φορντ), με φωτογραφικό ύφος έξοχο μιας άλλης εποχής, δείχνει προς μια κατεύθυνση, κρατώντας όμως έντεχνα τις ισορροπίες σε μία Αμερική με εμφυλιακές τάσεις.
Η ταινία κινείται σε διάφορα είδη, με έναν σουρεαλισμό, σκηνές καταδίωξης, μαύρης κωμωδίας, παρωδίας, παράνοιας, αρκετό χιούμορ, αιχμές για την εκπαίδευση στις ΗΠΑ, τις αξίες της, τα κρυφά της κλαμπ για φυλετική καθαρότητα, τις επιθετικές τάσεις πολλών ακτιβιστών, το θέμα της μετανάστευσης, και γενικότερα την πολιτισμική σύγχρονη αμερικανική ταυτότητα. Η ομάδα French75 επιχειρεί τη δική της επανάσταση εκτινάσσοντας τράπεζες, ελευθερώνοντας μετανάστες από στρατόπεδα συγκέντρωσής τους, δημιουργώντας ένοπλες ληστείες για τη χρηματοδότησή τους.
Μία από αυτές τις ληστείες θα γίνει η αιτία να συλληφθεί η Περφίντια (Teyana Taylor), μία μαύρη σεξομανής ηγετική μορφή των French75, η οποία θα γεννήσει την κόρη του πυροτεχνουργού Μπομπ, που ερμηνεύει με υποκριτική μαεστρία και εξαίρετο χιούμορ ο Ντι Κάπριο. Η κόρη θα γίνει το μήλον της έριδος για την εξέλιξη της αφήγησης στα 16 της χρόνια, αφού η πατρότητα αμφισβητείται από τον κυνηγό της ομάδας, έναν ρατσιστή συνταγματάρχη με ναζιστικού τύπου χτένισμα, τον Λόκτζο. Η ερμηνεία του Σων Πεν για τον συνταγματάρχη είναι απολαυστική, μνημειώδης, οσκαρική. Γενικότερα οι ερμηνείες ξεχωρίζουν, μία συνήθης επιτυχία στις ταινίες του Άντερσον.
Το “Μια Μάχη μετά την Άλλη”, και ένα από τα μειονεκτήματά του, είναι η ορισμένη αφηγηματική ευκολία σε κάποια σημεία και η χολιγουντιανή εν γένει λογική, μίας κλασικής αφήγησης, παρά τις ανατροπές. Η ακραία μορφή καταδίωξης, το (αναμενόμενο) ευτυχισμένο τέλος (happy end), η ασάφεια του θεσμικού τρόπου που ένας συνταγματάρχης κινητοποιεί ολόκληρες στρατιωτικές ομάδες κρούσης σε μία πόλη για προσωπικά του οφέλη, ή η ασάφεια για την εξέλιξη ή τον τρόπο που η Περφίντια, μητέρα της έφηβης κόρης του Μπομπ, κατάφερε να βρει τη διεύθυνσή της, ώστε να της στείλει ένα συγκινητικό γράμμα, που δεν ταίριαζε καθόλου με το χαρακτήρα και το παρελθόν της, είναι χαρακτηριστικά της αδυναμίας να ξεφύγει από κάποιες τετριμμένες αφηγηματικές ευκολίες ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Άντερσον.
Στην ουσία δε στέκεται σε τέτοιες λεπτομέρειες, αλλά στη μεγάλη εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας, σκιαγραφώντας περισσότερο το πρόβλημα. Και το πετυχαίνει αυτό, να σε εισάγει σε έναν προβληματικό κόσμο, που η σύγκρουση είτε συμβαίνει είτε μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Η βία μοιάζει διάχυτη, ο κυνισμός για την ανθρώπινη ζωή επίσης.
“Μια Μάχη μετά την Άλλη”: Μια απολαυστική περιπέτεια
Το “Μια Μάχη μετά την Άλλη” έχει ένα καταιγιστικό ρυθμό και μοντάζ, και στις πρώτες σεκάνς, πολλές μαζεμένες πληροφορίες, βάζει το θεατή σε μία συνθήκη άμεσης αγωνίας και χαώδους κόσμου. Γρήγορα αυτή η εξέλιξη αποκτά νόημα όταν συλλαμβάνεται η Περφίντια, η οποία, παραδόξως, για να γλιτώσει η ίδια τη φυλάκιση και με τη βοήθεια του παρανοϊκού Λόκτζο, που διατηρούσε παράλληλα σεξουαλικές σχέσεις, μάλλον ακραίου χαρακτήρα, καταδίδει τους συντρόφους της επαναστάτες και μπαίνει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, όπου και από εκεί δραπετεύει.
Η αφήγηση έκτοτε δεν την επαναφέρει στο προσκήνιο. Η δράση μετά την εξαφάνιση της Περφίντια μεταφέρεται 16 χρόνια μετά. Εκεί ο Ντι Κάπριο εκφράζει τη δική του μνημειώδη ερμηνεία για τον Μπομπ που μοιάζει παρατημένος, χαμένος στα ναρκωτικά, μία καρικατούρα επαναστάτη με άφθονο χιούμορ, αλλά και μία ευαισθησία και ειλικρίνεια για την κόρη του, που κάνει το παν για να σώσει.
Αξιοσημείωτη και η παρουσία του Ντελ Τόρο (Benicio Del Toro), που ερμηνεύει τον μεξικανό δάσκαλο Κουνγκ-Φου της Γουίλα, ο οποίος και θα διασώσει εν τέλει τον Μπομπ, μέσω του δικτύου μεταναστών που διαχειρίζεται, αναδεικνύοντας και τη βιτρίνα-μαγαζί που διαθέτει και το ρόλο μιας κοινότητας σε απόλυτη αλληλεγγύη και διάχυση στην Αμερική. Τα επίπεδα κοινωνικής πραγματικότητας που αναπτύσσει και καταδεικνύει ο Άντερσον είναι πολλαπλά και ευφάνταστα, οι σκηνές του, άλλοτε ταραντινικές ή κοενικές, αποκτούν αλληγορικό νόημα και ένα εκρηκτικό μίγμα αξιών στη σύγχρονη Αμερική.
Ο Άντερσον παρασύρει το θεατή σε αυτό τον κόσμο, μια άλλη Αμερική, έξω από το ιδεώδες του αμερικανικού ονείρου, αλλά σε μία πραγματικότητα που εμπλέκεται η σύγκρουση πολιτισμών, αντιλήψεων, ιδεολογικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων, σε ένα αχανές πεδίο, σε συνδυασμό με μια ειρωνική διάθεση, παρανοϊκή ένταση και ρυθμό. Αυτός ο πλούσιος συνδυασμός καταλήγει σε ένα απολαυστικό οπτικό θέαμα, με εξαιρετικές ερμηνείες και ρεαλιστικές όψεις ενός παλίμψηστου κόσμου, που μάλλον οδηγείται σε αδιέξοδο, σε βία και σύγκρουση, χωρίς όμως να χάνει το χιούμορ του, ίσως η μόνη διέξοδος για να διατηρήσει κάποιος τη ψυχραιμία του σε αυτόν τον κόσμο που αλλάζει και δοκιμάζεται έντονα.