Πως η βία έγινε κανονικότητα στη ζωή μας
20/10/2025
Όταν η σκέψη θέλει να στηριχτεί κάπου για να μη χάσει τον προσανατολισμό της, τότε ακριβώς οι αμφιβολίες μας γίνονται κύματα ανασχετικά που φτάνουν στην ακτή της σύγχυσης, για ό,τι μέχρι χθες πιστεύαμε ότι ήταν απόλυτα καθαρό. Όσο και αν προσπαθούμε να συγκρατήσουμε τον εαυτό μας, από τον αέναο χείμαρρο της ιστορίας μέσα στον οποίο ζούμε, όσο και αν προσπαθούμε για ένα απειροελάχιστο στιγμιαίο κοίταγμα της ύπαρξης μας απ’ έξω, οι σοφοί του κόσμου μας πείθουν ότι η συνείδησή μας είναι μια κοινωνική κατασκευή ή ακόμα χειρότερα, αυτό που θεωρούμε εαυτός μας είναι ένα όν άγνωστο σε εμάς, που μόνο ένας τρίτος μπορεί να εικάσει, χωρίς καμιά βεβαιότητα και αυτός, μέσα από τα όνειρα και μόνο όταν αυτά γίνουν αφήγηση, μύθος, ιστορία.
Μόνο τότε έχουμε μια ελπίδα να σταθούμε κόντρα στο ρεύμα του χρόνου και να βρούμε ψήγματα συγκράτησης ενός εγώ, που μπορούμε με κάποια ασφάλεια να θεωρήσουμε δικό μας. Είναι γοητευτικές οι προσεγγίσεις που θεοποιούν τη γλώσσα, η οποία ως φορέας συμβόλων και ως αντανάκλαση και αποτύπωση των δομών του πνεύματος ή έστω του ανθρώπινου εγκεφάλου, στην καλύτερη περίπτωση, συγκροτεί τα έλλογα όντα δια μέσω των εικόνων του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπινων δημιουργημάτων σε αυτό τον κόσμο που όλοι γνωρίζουμε. Είναι, όμως, έτσι; Ή είναι μια ρομαντική πρόσληψη που περισσότερο αντανακλά την εμπειρία ανθρώπων που καμία «βία», σε καμία από τις εκφάνσεις της, δεν σκίασε ποτέ την πορεία τους.
Στην εποχή μας έχουμε κατακτήσει καταπληκτικά πεδία γνώσης και τεχνικής και η γνωστή μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα κοινωνική διαστρωμάτωση σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ανατραπεί. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στο νέο τεχνολογικό θαύμα και όλο και λιγότερες κοινωνικές ομάδες, που σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν συντεχνιακά αυτοαναπαραγόμενες, έχουν τη δυνατότητα να αποκόπτονται από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και να λειτουργούν ως ιδεολογικοί μηχανισμοί συγκρότησης ψευδών συνειδήσεων για τους υπόλοιπους από το κοινωνικό σύνολο. Όλοι οι μηχανισμοί ανάσχεσης της προαναφερόμενης τάσης που είχαν δημιουργηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιου Πόλεμο ή έχουν αποδυναμωθεί, όπως, επί παραδείγματι, το κράτος πρόνοιας ή έχει συσκοτιστεί και αλλοιωθεί ο ρόλος τους.
Είναι δε εντελώς βέβαιο ότι η αποκάλυψη των εγκλημάτων του παρελθόντος, η γνώση μας γι’ αυτά, η ιστορική γνώση εννοώ, δεν είναι αρκετή για να μεταφέρει το βίωμα ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη στους ανθρώπους του σήμερα, είτε γιατί η ευζωία κάνει τους ανθρώπους εγωιστές που πάση θυσία θέλουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους χρησιμοποιώντας θεμιτά και αθέμιτα μέσα, είτε γιατί η επιβίωση για τους περισσότερους αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα της ύπαρξής τους.
Η διαφοροποίηση αυτή της κοινωνικής θέσης των ανθρώπων και η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς τους αντίστοιχα γεννά προβληματισμούς σχετικά με την οργάνωση των ανθρώπινων υπάρξεων μέσω της αντανάκλασης, δια του λόγου, του κόσμου και του πολιτισμού στη συνείδησή τους και πολύ περισσότερο δεν μας αφήνει έκπληκτους μπροστά στις περιπτώσεις που το ανθρώπινο ον, ξεπερνώντας την κοινωνική αιδώ, οδηγείται σε ακραίες συμπεριφορές και, γιατί όχι, στο έγκλημα, ειδικά, όταν όλοι οι δείκτες της ζωής του δεν παρουσιάζουν καμία διαφοροποίηση από αυτές των γύρων του και δεν προμηνύουν ανάλογη εξέλιξη.
Έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε τις παντός είδους θηριωδίες με τον πόλεμο, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ζωή είναι αναλώσιμη. Έχουμε δε εξαιρέσει τον πόλεμο από την ανθρώπινη κατάσταση, σαν αυτοί που διαπράττουν αυτά τα εγκλήματα σε καιρό πολέμου να μην μπορούν να επαναλάβουν αντίστοιχες ή και χειρότερες πράξεις σε καιρό ειρήνης, ακόμη – ακόμη και νομιμοφανώς. Έχοντας σπάσει το ταμπού της ανθρωποκτονίας και έχοντας αναθέσει στο κάθε ξεχωριστό άτομο το καθήκον της αυτοπραγμάτωσης του, έχουμε ανοίξει το δρόμο για τη φτώχεια, το έγκλημα και ακόμα χειρότερα και όλο και περισσότερο τον πόλεμο, σαν κάτι εντελώς αναγκαίο για την αυτοπροστασία μας.
Η κανονικοποίηση της αλληλοσφαγής του ανθρώπου
Ο εθισμός της κοινωνίας στην κανονικότητα της αλληλοσφαγής έχει καταντήσει ήπιο αναισθητικό για τις συνειδήσεις από την καθημερινή υπερπροβολή αντίστοιχων γεγονότων από τα μέσα, για να μην πω ήπιο μέσο άμβλυνσης των συνειδήσεων, ειδικά των νεότερων, που μιμούνται όχι αυτό που λέγεται, αλλά αυτό που γίνεται συνολικά. Όσο και να ξορκίζουν οι άνθρωποι το κακό, η βία χτυπάει την πόρτα τους μέσα από τα βιντεάκια που ανεβάζουν παιδιά στο διαδίκτυο, όταν ξυλοκοπιούνται μεταξύ τους και ιδιαίτερα όταν ξυλοκοπούν. Η νεανική βία είναι η ενδεικτικότερη παθολογία μιας κοινωνίας που έκλεισε τα μάτια και απέστρεψε το πρόσωπό της από τα θύματα της ενήλικης, εκτός από τις περιπτώσεις που τις έκανε θέαμα.
Ο πόνος των θυμάτων προβάλλεται στο φόβο των ενόχων, αλλά και στην αποστροφή των υπολοίπων για τα θύματα, λες και ο θάνατος αφήνει και σε αυτούς το σημάδι του. Μια δολοφονία δεν αγγίζει μόνο το θύμα, μια δολοφονία αποτελεί εστία σύγκρουσης, πληγή ανοιχτή στο διηνεκές και ειδικά για αυτούς που επέζησαν, για τους άμεσους συγγενείς και την κοινωνική ομάδα που περιέβαλε το θύμα, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων στη συνέχεια απέρχεται ιδιοτελώς. Δημιουργεί μια κάθετη τομή στην έννοια άνθρωπος και διαχωρίζει τους θύτες από τα θύματα. Και το τελευταίο γλυκόπικρο βλέμμα αποχωρισμού γίνεται πόνος που δεν σβήνει, παραμένει άσβηστο καντήλι μνήμης που συντροφεύει αυτούς που τόσο βάρβαρα και άδικα χάθηκαν.
Μια εγκληματική ενέργεια, ένας θάνατος, δεν είναι επίσης ποτέ κάτι απλό και ούτε, δυστυχώς, μοναδικό. Αφήνει το σημάδι του πόνου όχι μόνο στο άμεσο περιβάλλον των θυμάτων, αλλά και στον τόπο, στον χώρο. Οι συνάνθρωποι αισθάνονται αποτροπιασμό και ενστικτωδώς απομακρύνονται από κοντά τους, ενώ, ταυτόχρονα προβάλλουν και συναρμόζουν πάνω τους την εικόνα της δυστυχίας, που οι ίδιοι φοβούνται για τους εαυτούς τους. Πολύ περισσότερο όταν μαφιόζικες πρακτικές που τα τελευταία χρόνια συναντώνται ακόμη και στο κοινό έγκλημα, εξοντώνουν όχι μόνο όσους υπήρξαν μάρτυρες των γεγονότων, αλλά ακόμη και ανυποψίαστους για τα όσα έχουν συμβεί.
Υπό αυτή την έννοια, οι εγκληματικές πράξεις αποτελούν μία σύνθετη διαδικασία που διασπά τον κοινωνικό ιστό και προσβάλλει ευρύτερα σύνολα, είτε αυτά σχετίζονται με τους θύτες, είτε με τα θύματα. Ο φόβος αποκάλυψης, όταν δεν έχουν εντοπιστεί, των θυτών, αλλά και ο φόβος των υπολοίπων μελών της οικογένειας των θυμάτων, μήπως ξαναβιώσουν αντίστοιχα απρόκλητα γεγονότα, απροσδιόριστα ως προς της προέλευση και την αιτία τους, παρατείνουν τη δυσλειτουργία που δημιουργήθηκε.
Πολύ περισσότερο δε, όταν επαναληφθούν ανάλογες ενέργειες στο μέλλον ή ασκηθεί εμμονικά και καθημερινά βία και εκφοβισμός με οποιοδήποτε τρόπο. Υπό αυτή την έννοια, μία εγκληματική ενέργεια αποτελεί μια χαίνουσα πληγή της κοινωνίας και αν ο θάνατος είναι ένα επώδυνο γεγονός, ο βίαιος θάνατος είναι μια διπλή απώλεια, απώλεια της ανθρωπιάς του θύτη και απώλεια φυσική και αισθητική του θύματος. Μαζί του χάνεται η ομορφιά που είχε μέσα του, η καλαισθησία του και περισσότερο η ζεστασιά του και η αντοχή του στον ανθρώπινο πόνο. Μαζί του χάνεται ένας κόσμος και ίσως και μία εποχή.