Είναι ασφαλή τα ελληνικά μουσεία;
26/10/2025
Η θρασεία κινηματογραφική κλοπή των ιστορικών βασιλικών κοσμημάτων, αξίας 88 εκατομμυρίων ευρώ, από το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι στις 19 Οκτωβρίου, θορύβησε τους υπευθύνους όλων των Μουσείων στον κόσμο.
Το ερώτημα «πόσο ασφαλή είναι τα μουσεία μας» ξανάρθε στην επιφάνεια μετά την θεαματική κλοπή που θύμισε κινηματογραφικές ταινίες τύπου «Αρσέν Λουπέν»: Τέσσερις άνδρες ντυμένοι εργάτες, με εργαλεία κι ένα μικρό αναβατόριο, άρπαξαν μέσα σε 7 λεπτά την πολύτιμη λεία τους κι εξαφανίστηκαν με ένα σκούτερ! Αναπόφευκτα, πέρα από την εμβρόντητη κοινή γνώμη, το θέμα απασχολεί με ιδιαίτερη ένταση και τους ειδικούς σε όλον τον κόσμο και, φυσικά,και στην Ελλάδα.
Αυτά ακριβώς τα ερωτήματα, για το «πόσο ασφαλή είναι τα δικά μας μουσεία;» και εάν «υπάρχουν τρόποι να θωρακιστούν καλύτερα οι μηχανισμοί προστασίας της κληρονομιάς μας;» απηύθυνε το ΑΠΕ-ΜΠΕ στους επικεφαλής τριών από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία της Αθήνας. Οι διευθυντές από το Μουσείο Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο, αλλά και ο πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) ανταποκρίθηκαν και κατέθεσαν την άποψή τους.
Τα μουσεία να σέβοντται τον εαυτό τους
Ν. Σταμπολίδης: Το Λούβρο να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αποκατάστασης των Παρθενώνειων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης
«Όσο τα μουσεία δεν σέβονται τον εαυτό τους, φοβούμαι ότι τέτοιου είδους φαινόμενα θα υπάρχουν, όπως αυτά που προηγήθηκαν στο Λούβρο και στο Βρετανικό Μουσείο. Εύχομαι το Λούβρο να βρει σύντομα τα κλεμμένα σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας της Γαλλίας, συγχρόνως όμως να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αποκατάστασης των Παρθενώνειων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης που εκλάπησαν από τον Fauvel και τα οποία αποτελούν μέλη του σώματος του Παρθενώνα και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης.
«Η ενδελεχής καταγραφή και τεκμηρίωση όλων των τεχνέργων που βρίσκονται στα μουσεία της χώρας μας και στο εξωτερικό, αποτελούν πέραν της εγρήγορσης του φυλακτικού προσωπικού, τα πρώτα βήματα προστασίας των πολιτιστικών μας αγαθών», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Αυστηροποιήθηκαν οι κανόνες
«Στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 210 δημόσια/ κρατικά αρχαιολογικά μουσεία και δεκάδες οργανωμένοι επισκέψιμοι αρχαιολογικοί χώροι. Βάσει της Στατιστικής Αρχής, 6.651.911 ήταν οι επισκέπτες των μουσείων μας και 14.000.000 των αρχαιολογικών μας χώρων το 2024. Παρά τους μεγάλους αυτούς αριθμούς, όπως γνωρίζετε καλύτερα ημών, έχουν σημειωθεί ελάχιστα και μεμονωμένα κρούσματα κλοπών ή βανδαλισμών, η πλειονότητα των οποίων εξιχνιάστηκε ή διαλευκάνθηκε σχεδόν άμεσα», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Νικολέντζος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
«Με αφορμή περιστατικά βίας ή κλοπών πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικά σεμινάρια στο φυλακτικό προσωπικό, εκπονήθηκαν κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τα καθήκοντα και το modus operandi των φυλάκων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, ενώ αυστηροποιήθηκαν οι κανόνες εισόδου σε αρχαιολογικές αποθήκες κλπ. Επιπλέον έχει δημιουργηθεί και διαρκώς εμπλουτίζεται το Εθνικό Αρχείο Μνημείων, καθιστώντας άσκοπη όποια προσπάθεια κλοπής/ υπεξαίρεσης αρχαιοτήτων», είπε ο ίδιος και συμπλήρωσε:
«Τα μεμονωμένα και άκρως συγκεκριμένα περιστατικά δείχνουν ότι τα συστήματα ασφαλείας και το φυλακτικό προσωπικό των Μουσείων λειτουργούν ικανοποιητικά και σίγουρα αποτρεπτικά. Έχει γίνει κατανοητό ότι τα εκθεσιακά αντικείμενα έχουν απολέσει το εμπορικό ενδιαφέρον, καθώς ουσιαστικά έχουν τεθεί εκτός εμπορίου και συναλλαγών. Το κοινό έχει ευαισθητοποιηθεί σε πράξεις βανδαλισμού/ κλοπής αρχαίων. Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομοθεσία, τα μνημόνια συνεργασίας που έχουν υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος με τις χώρες “υποδοχής” αρχαίων, η αυστηροποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων έχουν περιορίσει σημαντικά και καθοριστικά τις δυνατότητες παράνομης διακίνησης αρχαίων».
«Περισσότερες πληροφορίες για θέματα παράνομης διακίνησης, κλοπών βανδαλισμών, λαθρανασκαφών μπορείτε να αναζητήσετε και από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών», συμπληρώνει ο ίδιος και καταλήγει ως προς τα επιπλέον μέτρα που θα πρότεινε για την καλύτερη θωράκιση των μηχανισμών προστασίας της κληρονομιάς μας: «Εντατικοποίηση, εμπλουτισμός και ολοκλήρωση του Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Εισαγωγή νέας τεχνολογίας στα συστήματα ασφαλείας/ διαρκής ανανέωση και επικαιροποίησή τους. Αύξηση του αριθμού του φυλακτικού προσωπικού και μάλιστα με φύλακες υπαίθρου (για τους μη οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους). Εξέταση της σκοπιμότητας σύστασης για τα μεγάλα αρχαιολογικά μουσεία και μουσεία τέχνης ειδικού αστυνομικού σώματος με κατάλληλη εκπαίδευση και εξειδικευμένες γνώσεις».
Κανένα σύστημα δεν είναι απόλυτα ασφαλές
Η γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Νομισματικού Μουσείου Αικατερίνη Δελλαπόρτα υπογράμμισε πως καίτοι τα ελληνικά μουσεία είναι κατά κανόνα ασφαλή κι ακολουθούν τα σχετικά πρωτόκολλα, πάντοτε χρειάζονται βελτιώσεις, όσον αφορά το προσωπικό για τη φύλαξη και τα προσήκοντα τεχνολογικά μέσα για την αποτελεσματική προστασία τους.
«Η ληστεία στο Λούβρο απέδειξε το “συμβαίνει και εις Παρισίους” και ότι κανένα σύστημα φύλαξης δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Μεγάλες ληστείες όπως αυτή του Λούβρου σχεδιάζονται προσεκτικά, βρίσκονται ένα βήμα εμπρός από τα συστήματα ασφαλείας, πιθανόν γιατί έχουν συνεργούς από μέσα. Αλλά ούτε και τα κοσμηματοπωλεία είναι ασφαλέστερα όπως ισχυρίζεται η βρετανική Guardian, αν σκεφθεί κανείς τις ληστείες στο Bulgari το 2023 και στο Chopard το 2016 στην πλατεία Vendome αλλά ακόμη και σ’ αυτήν την Lloyds Bank στο Λονδίνο παλιότερα», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Δελλαπόρτα, προσθέτοντας:
«Θεωρώ λοιπόν ότι αναλογικά τα ελληνικά Μουσεία είναι ασφαλή, εφαρμόζουν τα διεθνή πρωτόκολλα ασφαλείας και τις Οδηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού, χωρίς αυτό να τα καθιστά απόρθητα».
Όσον αφορά τους χρειώδεις μηχανισμούς, η κ. Δελλαπόρτα τόνισε πως «πάντα επιδέχονται βελτιώσεις, ανάλογα και με την ιδιαιτερότητα του κάθε μουσείου, ξεκινώντας από την αύξηση του αριθμού του φυλακτικού προσωπικού και καταλήγοντας στις τεχνολογικές υποδομές ασφαλείας, τους συναγερμούς και τα συστήματα παρακολούθησης. Η τοποθέτηση μηχανημάτων ελέγχου για τους επισκέπτες αλλά και η ειδική εκπαίδευση του φυλακτικού προσωπικού είναι πολύ σημαντική, όπως και η αυστηρή τήρηση των κανόνων φύλαξης, και γιατί όχι, η δημιουργία ενός ειδικού σώματος φυλάκων αρχαιοτήτων στους κόλπους της Ελληνικής Αστυνομίας, που να υπηρετεί στα μεγάλα Μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους», πρόσθεσε η γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου. Και κατέληξε: «Από την άλλη θέλω να τονίσω ότι το φυλακτικό προσωπικό στα ελληνικά Μουσεία, παρ’ όλες τις μικρές παρεκκλίσεις και τις κριτικές που δέχεται, ασκεί τα καθήκοντά του με μεγάλη ευσυνειδησία γιατί νοιώθει το Μουσείο που δουλεύει δικό του και το προστατεύει σαν το σπίτι του».
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εκτιμά ότι η αποτελεσματική φύλαξη δεν γίνεται με κάμερες: «Ως Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) έχουμε να πούμε πως η ανάγκη πρόσληψης φυλακτικού προσωπικού είναι επιτακτική και πως αποτελεσματική φύλαξη δεν γίνεται με κάμερες, αλλά με επαγγελματίες και με την παρουσία τους σε χώρους και Μουσεία», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΣΕΑ, Κώστας Πασχαλίδης.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ





