Προλαβαίνει η Αμερική να σοβαρευτεί;
29/10/2025
Η Αμερική, υπήρξε ανέκαθεν ένα μοναδικό και συνάμα παράδοξο φαινόμενο στα χρονικά: ένα έθνος χτισμένο πάνω στις αξίες της ελευθερίας, της οικουμενικότητας και των ίσων ευκαιριών, χωρίς όμως να διαθέτει ενιαία εθνική ταυτότητα.
Και αυτό, διότι, αν και η Αμερικανική Επανάσταση πραγματοποιήθηκε κυρίως από τους Άγγλους κατοίκους της “νέας γης”, εκδιώχνοντας τη βρετανική μοναρχία, εν συνεχεία δημιούργησαν το Αμερικανικό Έθνος, κατά το γνωστό “Birth of a Nation” και πολύ σύντομα, το έθνος αυτό κατέστη το πρώτο στην ιστορία με κύριο χαρακτηριστικό την πολυεθνική του φύση. Άλλωστε, έκτασή του, που ένωνε τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό και τον Βόρειο Πόλο με τη Νότια Αμερική, δεν θα μπορούσε να κατοικηθεί μόνο από Αγγλοσάξονες.
Κατά την περίοδο εδραίωσης των εθνών-κρατών, από την Αμερικανική Επανάσταση και ύστερα, αλλά και μέσα από τις εξελίξεις που ακολούθησαν έως τις αρχές του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι μεγάλες αυτοκρατορικές δυνάμεις από τον χάρτη, η Αμερική, ως η ηγετική δύναμη που άνοιξε τον δρόμο της επανάστασης, αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα για τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Ένα κράτος – έθνος βασισμένο στις αξίες της συνταγματικά κατοχυρωμένης δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας, της ισότητας και της ελευθερίας.
Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής, η Αμερική αναδύθηκε ως πρωταγωνιστική πλουτοπαραγωγική δύναμη, εκμεταλλευόμενη την καταστροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας και την αδυναμία των παραδοσιακών δυνάμεων να ανασυγκροτηθούν σε μια εποχή ταχύτατων εξελίξεων. Η βιομηχανική της ισχύς, σε συνδυασμό με την απουσία πολεμικών καταστροφών στο έδαφός της, την τεράστια παραγωγική της ικανότητα και την εισροή κεφαλαίων από την Ευρώπη, μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε οικονομικό κολοσσό. Η μαζική παραγωγή, η καινοτομία και η εδραίωση του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος έθεσαν τα θεμέλια για την παγκόσμια ηγεμονία της, ενώ ο πλουτισμός αναδείχθηκε σε κεντρική αξία, διαμορφώνοντας το αμερικανικό όνειρο ως συνώνυμο της υλικής επιτυχίας.
Στο χωνευτήρι των λαών, όπου ετερόκλητοι πληθυσμοί ενίοτε συγκρούονταν, αλλά επί της αρχής συνυπήρχαν, ο πλουτισμός αναδείχθηκε σε κοινό τόπο, μια αξία που υπερέβαινε εθνικές, θρησκευτικές ή κοινωνικοπολιτικές διαφορές. Η επιδίωξη του πλούτου δεν ήταν απλώς προσωπικός στόχος, αλλά κοινωνικός ιμάντας που ένωνε Ιρλανδούς, Ιταλούς, Εβραίους, Ασιάτες και άλλους λαούς σε ένα κοινό όραμα: την ανάδυση από τη φτώχεια μέσω της εργασίας και της επιχειρηματικότητας.
Ωστόσο, αυτή η αξία, αν και αρχικά συνδεόταν με την αρετή της σκληρής δουλειάς, σταδιακά απογυμνώθηκε από το ηθικό της υπόβαθρο. Η μετάβαση από την προτεσταντική ηθική στον αχαλίνωτο καπιταλισμό του 20ού αιώνα σηματοδότησε την αποθέωση του κέρδους ως αυτοσκοπού. Η Wall Street, από σύμβολο οικονομικής καινοτομίας, μετατράπηκε σε ναό της απληστίας, όπου η αξία ενός ανθρώπου μετριόταν αποκλειστικά σε δολάρια.
Η Απαξίωση της Εθνικής Συνείδησης
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τομή στην αμερικανική ταυτότητα. Η νίκη των Συμμάχων και η ανάδειξη των ΗΠΑ σε υπερδύναμη καλλιέργησαν μια αίσθηση ανυπέρβλητης υπεροχής. Ωστόσο, η ίδια αυτή υπεροχή, έως τη δεκαετία του ‘60, μετατράπηκε σταδιακά σε υπεροψία. Οι δάφνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ήδη θαφτεί κάτω από τη σκιά της δολοφονίας του Κένεντυ, του αιματοβαμμένου πολέμου του Βιετνάμ και του σκανδάλου του Watergate. Έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, η απαξίωση της εθνικής συνείδησης ως συνεκτικού ιστού ήταν ευρέως αντιληπτή.
Η εστίαση στην οικονομική κυριαρχία υπονόμευσε τους θεσμούς που κάποτε ενίσχυαν την κοινωνική συνοχή: την οικογένεια, την κοινότητα, την παιδεία. Η Αμερική, αντί να επενδύσει στη διατήρηση μιας συλλογικής ταυτότητας, αφέθηκε στην ψευδαίσθηση ότι η οικονομική ευμάρεια θα μπορούσε να υποκαταστήσει θεσμούς όπως η δικαιοσύνη, η δημοκρατία και η αξιοκρατία. Η αποδόμηση της εθνικής συνείδησης κορυφώθηκε στη μετασοβιετική περίοδο, όταν η πολιτική ορθότητα και ο πολυπολιτισμικός λόγος αντικατέστησαν την έννοια του “Aμερικανού” με έναν αφηρημένο κοσμοπολιτισμό. Οι θεσμοί, από τα πανεπιστήμια μέχρι το Κογκρέσο, έγιναν πεδία μάχης ιδεολογικών συγκρούσεων, ενώ η εμπιστοσύνη του πολίτη προς αυτούς κατέρρευσε. Η Αμερική, ως ιδέα, έπαψε να είναι έθνος και μετατράπηκε σε αγορά.
Σε αυτό το κενό αξιών εισχώρησαν τα λόμπι, τα οποία αντικατέστησαν τους θεσμούς ως διαμορφωτές της δημόσιας πολιτικής και της κοινής γνώμης. Από τις φαρμακευτικές εταιρείες μέχρι τους τεχνολογικούς κολοσσούς, τα συμφέροντα των ολίγων υπερίσχυσαν του κοινού καλού. Η πολιτική διαδικασία μετατράπηκε σε δημοπρασία, όπου οι ψήφοι και οι αποφάσεις εξαγοράζονταν από τον υψηλότερο πλειοδότη. Η κουλτούρα της απληστίας, που κάποτε περιοριζόταν στους κύκλους της Wall Street, διαχύθηκε σε κάθε πτυχή της κοινωνίας: από την τηλεόραση που εξυμνούσε τον υπερκαταναλωτισμό μέχρι την εκπαίδευση που προωθούσε την καριέρα έναντι της γνώσης.
Η αισχροκέρδεια έγινε ο νέος εθνικός ύμνος, ενώ οι CEO αποθεώνονταν ως ήρωες, ακόμη κι όταν οι πρακτικές τους οδηγούσαν σε οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή του 2008. Η μεσαία τάξη, κάποτε ο στυλοβάτης του αμερικανικού ονείρου, συρρικνώθηκε, ενώ οι ανισότητες εκτοξεύτηκαν. Η Αμερική, αντί να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις, προτίμησε να εξάγει το μοντέλο της παγκοσμίως, πιστεύοντας ότι η συνταγή της παγκοσμιοποίησης ήταν αλάνθαστη.
Οι Κινέζοι και το Αμερικανάκι
Και ενώ η Αμερική κοιμόταν στον θρόνο της αυταρέσκειας, η Κίνα μεθοδικά οικοδομούσε μια οικονομία που εκμεταλλεύτηκε την αμερικανική απληστία. Οι ΗΠΑ μετέφεραν την παραγωγή τους στην Ασία, πιστεύοντας ότι θα διατηρούσαν την τεχνολογική και οικονομική υπεροχή. Οι Κινέζοι, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν στο να γίνουν το “εργοστάσιο του κόσμου”. Αντέγραψαν, βελτίωσαν και, τελικά, ξεπέρασαν την Αμερική σε νευραλγικά σημεία του σύγχρονου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, όπως η τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης.
Η Κίνα, παρά τις δικές της αντιφάσεις, διατήρησε μια αίσθηση συλλογικού σκοπού, ενώ η Αμερική αφέθηκε στην κατακερματισμένη της ατομικότητα, στο σαθρό θεμέλιο της παγκοσμιοποιημένης νοοτροπίας που επικεντρώθηκε στα αδιέξοδα μιας πρωτοφανούς παρακμής: της “woke” κουλτούρας.
Κατά συνέπεια, οι Κινέζοι δεν “έκλεψαν” την αμερικανική υπεροχή· οι Αμερικανοί την παρέδωσαν, τυφλωμένοι από την ψευδαίσθηση της αιώνιας κυριαρχίας. Σήμερα έχει έρθει η ώρα των πικρών διαπιστώσεων και των μεγάλων διαψεύσεων. Με καθυστέρηση τριών δεκαετιών οι Αμερικανοί συνειδητοποιούν ότι η Κίνα όχι μόνο προσπέρασε την Αμερική στην κούρσα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, αλλά την άφησε οικονομικά και κοινωνικά σακατεμένη. Το ερώτημα που μένει, είναι αν η Αμερική προλαβαίνει να σοβαρευτεί…





