“Αχινός”: Μια ταινία για την αυτοκαταστροφικότητα
28/10/2025
Ο ανερχόμενος Bρετανός σταρ ηθοποιός, Χάρις Ντίκινσον (Harris Dickinson – “Τρίγωνο της Θλίψης’”, “Babygirl”, κ.ά.) παρουσιάζεται εδώ ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος με τον “Αχινό” (Urchin), ένα δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, που σκιαγραφεί τον εξόχως προβληματικό ψυχισμό ενός παραβατικού ναρκομανή.
Η κάμερα στέκεται σε όλη την ταινία πάνω του, αναπτύσσοντας έναν κόσμο κρυμμένο και διάφανο σε μία κοινωνική πραγματικότητα χωρίς πολλές ευκαιρίες. Η ταινία είναι ερμηνευτικο-κεντρική, πράγμα όχι παράξενο, αν αναλογιστούμε ότι ο δημιουργός είναι ένας εξαιρετικός πρωταγωνιστής με σημαντική ήδη παρουσία στην παγκόσμια σκηνή του σινεμά.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος θα αναλάβει και τον ρόλο ενός ακόμα κατεστραμμένου τύπου από τα ναρκωτικά, του Νέιθαν, που θα καταφέρει στο τέλος να βγει από τον λαβύρινθο της πρέζας και των ουσιών. Σαν άλλος Γουίλιαμ Μπάροουζ (William S. Burroughs) ο “Αχινός” περιγράφει όχι μόνο έναν κόσμο ουσιών και παράβασης, αλλά κυρίως έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον κόσμο, που ο ίδιος έχει παράλογα κατασκευάσει.
Ο Μάικ (Frank Dillane) δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Μία περσόνα ασθενική για να ξεφεύγει από την κοινωνική πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Αλλά αυτό που μας παραδίδει η αφήγηση είναι μία ευκαιρία για τον πρωταγωνιστή, που φαίνεται σαν να μη θέλει να ξεφύγει από τους εθισμούς ή να μη μπορεί. Μία ψυχολογία αυτοκαταστροφής, όπου εκεί που ανεβαίνει προς μία θετική κατεύθυνση, εκεί και καταβυθίζεται, μοιάζει ένα αδιέξοδο ενός ανθρώπου που δε φαίνεται να έχει ιδανικά ή ενδιαφέροντα, πρότυπα, με αξίες δυσδιάκριτες, εσωτερικό πόνο, χωρίς να εκτιμά μάλλον κανέναν, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Χαμένος, αγχώδης, και μόνος φαίνεται η πορεία του προδιαγεγραμμένη. Είναι πολύ εύκολο γι’ αυτόν να ξαναπέσει στα ναρκωτικά και στην παραβατικότητα, παρά να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο δημιουργικό ενδιαφέρον και ένα στόχο.
Φαύλος κύκλος μιας προσωπικότητας, που στροβιλίζεται περισσότερο από τον χαρακτήρα του παρά τις κοινωνικές δομές. Με έναν ιδιόρρυθμο κοινωνικό ρεαλισμό ο Ντίκινσον δε στοιχειοθετεί γιατί ο ήρωας του έφτασε εκεί που έφτασε, παρά μένει στο χαρακτήρα του, ως τον αποκλειστικά υπεύθυνο της κοινωνικής, ψυχικής και σωματικής του κατρακύλας. Χωρίς να έχει υπερβολές, δεν δικαιολογεί την κοινωνία, αλλά ούτε και την στήνει απέναντι ως τη δακτυλοδεικτούμενη υπεύθυνη.
Παραμένει στον αδιέξοδο εγωκεντρισμό του ήρωα για να μας πει ότι αυτός ο παραβατικός και αψυχολόγητος κόσμος των ναρκωτικών και των ουσιών έχει μία αμετροέπεια, που βαθύτερα αφορά χαρακτήρες. Για αυτό το λόγο ήταν σημαντικό η ερμηνεία να έχει τον πρώτο λόγο και τον έχει. Η ερμηνεία του Φρανκ Ντιλέιν κλέβει την παράσταση, και όχι άδικα, θα φύγει με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο “Ένα κάποιο βλέμμα” του φεστιβάλ Καννών.
Θυμίζει μερικώς Λόουτς…
Η κινηματογράφηση ακολουθεί μοτίβα συνηθισμένα, παρόλα αυτά έχει ενδιαφέρον η ίδια η αφήγηση και όχι ο τρόπος που σκηνοθετικά επιλέγει να καταδείξει το πρόβλημα. Θυμίζει Κεν Λόουτς, αλλά με έναν, μάλλον, ανάποδο τρόπο, εδώ η κοινωνία φαίνεται να στέκεται δίπλα στον προβληματικό άνθρωπο, παρακολουθεί, προσπαθεί, αλλά το πρόσωπο, η ατομικότητα, δεν ακολουθεί, δε σχετίζεται, απομονώνεται, χάνεται. Ποιος φταίει; Ο ίδιος ή η κοινωνία; Χωρίς να απαντά ουσιαστικά (και αυτό ίσως είναι ένα μειονέκτημα) παίρνει έμμεση θέση, διότι υπάρχουν ευκαιρίες, που δίνονται στον ήρωα. Οι άνθρωποι αυτοί, όμως, παραμένουν προϊόν και μίας σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας. Είμαστε μόνοι οι ίδιοι υπεύθυνοι για ό,τι μας συμβαίνει;
Χωρίς να επιδιώκει να δώσει απαντήσεις, υπάρχει ένα σχετικό κενό, η αφήγηση στέκεται αυστηρά στις προσωπικές επιλογές, στις ανθρώπινες σχέσεις και τις ψυχολογικές εκφάνσεις του ήρωα, χωρίς να σχετίζεται με ένα ευρύτερο κοινωνικό μοτίβο. Υπό αυτή την έννοια, αυτό που μοιάζει μία κοινωνική έλλειψη κατά τον Κεν Λόουτς, φαίνεται να κερδίζεται εδώ με τα έμμεσα κοινωνικά σχόλια και τις προσπάθειες του συστήματος να εντάξει κοινωνικά και εργασιακά έναν παραβατικό άνθρωπο σαν τον ήρωα. Αλλά και ο ανθρώπινος περίγυρος που περιβάλλει τον ήρωα, μοιάζει συχνά υποστηρικτικός.
Κοινωνικά ζητήματα της σύγχρονης Αγγλίας στο επίκεντρο
Η ταινία, όμως, προβληματίζει, και καταφέρνει να αναδείξει αρκετά εύστοχα το πρόβλημα του χαρακτήρα, του προσωπικού αδιεξόδου ορισμένων ανθρώπων που γίνονται έρμαιο των παθών τους. Αλλά και η έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής: ο ήρωας παρατάει σχολείο σε ηλικία των 15 και αυτό είναι σημαντικό κοινωνικό θέμα στη σύγχρονη Αγγλία, ενώ θα ζει άστεγος για χρόνια, μακριά από την οικογένεια που τον έχει υιοθετήσει. Τίποτα δεν είναι εύκολο για έναν άνθρωπο που μεγαλώνει έτσι, και υπό αυτή την έννοια, η πρόνοια της σύγχρονης κοινωνίας είναι ανύπαρκτη. Ένας άνθρωπος που ζει άστεγος πέντε χρόνια παραμένει και κοινωνικό πρόβλημα, όχι μόνο ατομικό. Η γραμμή που διαχωρίζει την ατομικότητα με το κοινωνικό πεδίο μοιάζει δυσδιάκριτη.
Η πιο ωραία σκηνή της ταινίας είναι όταν χορεύουν ανέμελα το Voyage Voyage, ένα χιτ της δεκαετίας του 1980 (με ερμηνεύτρια τη γαλλίδα Desireless, το 1986), που θυμίζει μια εφηβική ανεμελιά και έναν κόσμο που μάλλον έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Εκεί, ο ήρωας επιστρέφει σε αυτό που είχε μάθει να κάνει αυτοματοποιημένα, να ξεκλειδώνεται όταν παίρνει ουσίες ή πίνει αλκοόλ. Χωρίς αυτά, είναι πιεσμένος, αγχωμένος, εσωστρεφής, εγωκεντρικός, απλησίαστος, ουσιαστικά ακοινώνητος.
Αυτή η έλλειψη, η αδυναμία να ξεφύγει από όλη αυτή την εσωτερική του πίεση, τον οδηγεί σε ακόμα πιο καταστρεπτικές διεξόδους. Αυτός ο φαύλος κύκλος όσων αισθάνεται, ένας απόβλητος της κοινωνίας, επανέρχεται και καταλήγει με αυτόν τον μαγικό ρεαλισμό που επιλέγει κινηματογραφικά να δείξει ο Ντίκινσον τον χαμένο κόσμο του ήρωα. Χωρίς, ίσως, να εξηγεί ποια είναι η ηλικιωμένη βιολίστρια, που τον ακολουθεί στα χασίματά του, η κάμερα χάνεται στην ψυχεδέλεια των νοητικών και συναισθηματικών του αδιεξόδων, ώστε να περιστρέφεται, εν τέλει και δυστυχώς, στην τελική του απώλεια. Το αίσιο τέλος δεν χωρά σε αυτές τις προσεγγίσεις.
Ο Ντίκινσον κάνει μία ενδιαφέρουσα ρεαλιστική προσέγγιση, μία πρώτη προσπάθεια, σαφώς ενός ταλαντούχου δημιουργού (και ηθοποιού), χωρίς ωστόσο, τόσο ιδιαίτερα πολυεπίπεδης ανάπτυξης, αλλά αρκετά εύστοχα να αναπτύξει την πολυσύνθετη ψυχοσύνθεση του ήρωα που περιγράφει, καταφέρνοντας να αποσπάσει και την εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή, που παραμένει το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας.





