Γιατί η Ελλάδα γιορτάζει την αρχή κι όχι το τέλος του πολέμου
01/11/2025
Ένα αντικειμενικό ζήτημα προς εξέταση και ένα ερώτημα που τίθεται εξ αυτού είναι, για ποιον λόγο η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που εορτάζει μόνο την έναρξη του πολέμου και όχι και την απελευθέρωση της από το ναζιστικό ζυγό στις 12 Οκτωβρίου 1944, όταν οι Ναζί κατέβασαν τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως και άρχισαν την αποχώρηση τους από την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως Παρίσι, Βρυξέλλες κλπ., εορτάζουν με μεγάλη λαμπρότητα την ημέρα της απελευθέρωσής τους, σε αντίθεση με την Αθήνα, που ενώ είχε τεράστιο ανθρώπινο κόστος κατά τη ναζιστική κατοχή, η ημέρα της Απελευθέρωσης περνάει απαρατήρητη. Για λόγους ιστορικούς, θα πρέπει να αναφερθεί, ότι το 1944 υπήρξε η μοναδική χρονιά, που συνέπεσε ο πρώτος επίσημος εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου με την απελευθέρωση της Αθήνας, που είχε γίνει λίγο νωρίτερα στις 12 Οκτωβρίου. Οι δύο επέτειοι της έναρξης και του τέλους του πολέμου ήταν ενοποιημένες (αναφέρονταν τόσο στην αντίσταση του λαού στο αλβανικό μέτωπο, όσο και στη μεγαλειώδη αντίσταση αυτού κατά των Ναζί).
Η απάντηση στο θέμα αυτό δεν έχει μόνο φιλολογικό χαρακτήρα, αλλά υποκρύπτει βαθύτερες αιτίες, που έχουν αιτιώδη συνάφεια με την ιστορική διαδρομή της χώρας, αλλά και τις αιτίες που την κρατούν εμμονικά καθηλωμένη. Κατ’ αρχήν είναι αναμφισβήτητο και από παντού αναγνωρισμένο ότι ο Λαός μας στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ήρθη στο ύψος μεγάλων ιστορικών διαστάσεων, ξεπερνώντας κάθε ιδεολογικό και πολιτικό φανατισμό, εμφύλιο διχασμό, προσωπικές φοβίες και ατομικά συμφέροντα, προτάσσοντας αποκλειστικά και μόνο την προστασία της ελευθερίας και αξιοπρέπειάς του ως έθνος ενάντια στο φασισμό.
Πρόκειται για ιστορική καταγραφή γιγαντιαίων διαστάσεων, αφού το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου απέναντι στον ισχυρότατο φασιστικό και ναζιστικό άξονα αποτελούσε την εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα της τότε περιόδου, καθώς ελάχιστες ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιστάθηκαν και πολέμησαν, ενώ οι περισσότερες πολέμησαν, είτε τυπικά είτε συνθηκολόγησαν. Γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός είχε βαρύτατο τίμημα για την αντίστασή του αυτή, αφού κατά την περίοδο της Κατοχής, οι ναζί προχώρησαν σε τοπικές γενοκτονίες και σε διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Ορθώς συνεπώς, εορτάζεται αυτή η γιγαντιαία πράξη αντίστασης απέναντι στον πανίσχυρο τότε άξονα, κάτι που θα πρέπει να έχει αναλογικά γεωπολιτικά διδάγματα και στη σημερινή εποχή.
Είναι όμως αλήθεια, που δεν φωτίζεται επαρκώς, ότι αυτό το τεράστιο έπος του ελληνικού λαού υπονομεύτηκε και αμαυρώθηκε από τις τρεις κατοχικές, προδοτικές κυβερνήσεις Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη που λειτούργησαν ως μηχανισμός νομιμοποίησης των εγκλημάτων των Ναζί στη χώρα μας. Ιδιαίτερα η τελευταία κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, αφενός ανέλαβε για λογαριασμό των Ναζί να αντιμετωπίσει το ανερχόμενο αντιστασιακό κίνημα (ΕΑΜ) και αφετέρου δημιούργησε τους μηχανισμούς και τις συνθήκες προπαρασκευής της εμφύλιας σύρραξης που ακολούθησε με τις φασιστικές, τρομοκρατικές οργανώσεις που δημιούργησε σε βάρος του αντιστασιακού κινήματος, επί του οποίου επιδόθηκαν σε πρωτοφανή άσκηση τρομοκρατίας υπό τη σημαία δήθεν “αντιμετώπισης του αντικομουνιστικού κινδύνου”, που οι Ναζί υποτίθεται θα ξερίζωναν για λογαριασμό της Ευρώπης!
Οι οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου
Στη παγίδα αυτής της “λευκής” τρομοκρατίας διολίσθησε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, με συνέπεια την επέλευση του καταστρεπτικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949), οι συνέπειες του οποίου υπήρξαν οδυνηρότατες και πολύπλευρες για τη χώρα μας. Πέραν της απώλειας μεγάλου τμήματος του ανθού της τότε ελληνικής νεολαίας, σε συνδυασμό και με την έξοδο χιλιάδων στις ανατολικές χώρες, υπήρξε η εφιαλτική κοινωνική διαίρεση των νικητών και ηττημένων από το μεταπολεμικό κράτος της Δεξιάς, που οδήγησε στη άφρονα Δικτατορία των Συνταγματαρχών, με επιστέγασμα την προδοσία της Κύπρου. Μεταπολεμική διαίρεση, που ήρθη με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου μόλις το 1982.
Η εξέλιξη, όμως, αυτή (εμφύλιος πόλεμος) είχε ως αποτέλεσμα καταρχήν τη λήθη και την αθώωση πληθώρας μαυραγοριτών, που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή σε βάρος των συμπατριωτών τους, με στόχο τον προσωπικό πλουτισμό τους, εξ ού και είχαμε τη μεγαλύτερη ανακατανομή περιουσιών το έτος 1941, κατά τη διάρκεια του χειρότερου λιμού της Αθήνα, με 80.000 περίπου νεκρούς, όπου υπολογίζεται ότι μεταβιβάστηκαν πάνω από 350.000 ακίνητα σε αξία που άγγιζε μόλις το 7% της πραγματική τους αξίας. Αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο, αφού είχαμε τη μετατροπή αυτού του εσμού των δωσίλογων, που εμφανίστηκαν ως “νικητές” μετά τον Εμφύλιο, ως η νέα ιθύνουσα οικονομική ολιγαρχία της χώρας με τον πλούτο που είχαν υποκλέψει με τη βοήθεια των Γερμανών.
Αυτό το στρώμα των δωσίλογων και μαυραγοριτών είναι, που στη συνέχεια μόλυνε τους θεσμούς και τη διαχρονική νοοτροπία της χώρας μας. Έκτοτε, ως κυρίαρχη βάση, υφίσταται ο αέναος παρασιτισμός, που μαστίζει την Ελλάδα, το φαινόμενο δηλαδή των πλούσιων βιομηχάνων με φτωχές βιομηχανίες κλπ., που διατρέχει όλη τη σύγχρονη φάση της νεοελληνικής ιστορίας και που αποτελεί για τον γράφοντα εκ των βασικών αιτιών της υστέρησης και των διαχρονικών στρεβλώσεων της Ελλάδας, αφού αυτό έχει αντανάκλαση σε κάθε λειτουργία.
Αυτός ο εσμός των δωσίλογων, ως ιθύνουσα πλέον οικονομική ολιγαρχία μετά τον εμφύλιο πόλεμο, είχε κάθε λόγο και το πέτυχε να επιβάλλει τη λήθη της ημέρας απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον ναζιστικό άξονα και τη διάσπαση του κοινού εορτασμού του Μεγάλου ΟΧΙ με την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας και όλης της χώρας από το ναζιστικό κατοχικό άξονα, αφού κάτι τέτοιο θα επέβαλε την ουσιαστική συζήτηση για τον σκοτεινό ρόλο τους στην Κατοχή.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την υποδόρια κάμψη του αντιστασιακού φρονήματος του λαού μας, εξαιτίας της κάλπικης “ψευδοευημερίας” κατά την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης και της επικράτησης του άκρατου παρασιτισμού στον παραγωγικό τομέα, με τον αντίστοιχο “υπερκαταναλωτισμό” ως κυρίαρχο αφήγημα των Νεοελλήνων. Η κάμψη αυτών των “αντιστασιακών αντανακλαστικών”, που χαρακτηρίζει την ιστορική μας διαδρομή ως μικρού ιστορικού λαού, σύμφωνα με τον Νίκο Σβορώνο, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού.
Η Ελλάδα μπροστά σε μεγάλα προβλήματα
Έτσι, η συμπλήρωση των ογδόντα πέντε ετών από το μεγαλειώδες Έπος του ’40 βρίσκει την Ελλάδα μπροστά σε μεγάλα προβλήματα και κινδύνους, ενόψει της τεράστιας γεωπολιτικής ρευστότητας σε όλο τον πλανήτη. Τα σοβαρά προβλήματα της οικονομίας, με τη γιγάντωση του παρασιτισμού και την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, που υπονομεύουν την κοινωνική ισορροπία, συνέχονται με τα μείζονα εθνικά θέματα, που οξύνονται λόγω του αναθεωρητισμού της νεο-οθωμανικής Τουρκίας.
Η νεο-οθωμανική Τουρκία βρίσκει έδαφος στις σημερινές ρευστές συνθήκες του υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου να προωθήσει τα επεκτατικά σχέδιά της. Η δομική τουρκική απειλή σε συνδυασμό με τα διογκούμενα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και τη βαθιά κρίση των θεσμών, εξαιτίας του στρεβλού συστήματος παρακμής και της νοσηρής κομματοκρατίας, που λυμαίνεται τη χώρα, αλλά και το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα σκοτεινό ψηφιδωτό για το μέλλον του Ελληνισμού.
Είναι επομένως ύψιστη ανάγκη οι αξίες του έπους του ‘40 να αποτελέσουν την βασική παράμετρο για την επανανοηματοδότηση του αντιστασιακού ήθους και τη διαφύλαξη και ενδυνάμωση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του λαού, σε συνδυασμό με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Λεκάνης της Μεσογείου, εν μέσω της παγκόσμιας ρευστότητας και του πολυπολικού και ασταθούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος.





