Οι παλιές διαμάχες για το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη
03/11/2025
Η πρόσφατη αντιπαράθεση, που προκλήθηκε από την κυβερνητική παρέμβαση για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, δεν είναι η πρώτη. Διαμάχες και διαφωνίες γύρω από το μνημείο υπήρξαν πριν ακόμα ανεγερθεί!
Οι πρώτες διαμάχες χαρακτηρίστηκαν από την ένταση των συγκρούσεων, που γίνονταν στην κοινωνία της εποχής, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, για σειρά ζητημάτων. Σε ό,τι αφορά το μνημείο αυτές οι διαμάχες αναπτύχθηκαν σε δύο κυρίως άξονες:
- Tη χωροθέτηση του μνημείου και
- Tην ανάγλυφη παράσταση, που θα κοσμήσει το μνημείο.
Το πρώτο θέμα ανέκυψε αμέσως μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού για την ανέγερση του μνημείου, που έγινε στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου, τον Μάρτιο του 1926. Ο διαγωνισμός “μεταξύ Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, Γλυπτών και Ζωγράφων δια την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως του τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν καταλλήλως προς τούτο διαρρυθμιζομένην” είχε προκηρυχθεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών (σήμερα Υπουργείο Εθνικής Άμυνας). Ο σχεδιασμός είχε δύο βασικά στοιχεία: την εγκατάσταση του Υπουργείου στο κτήριο των παλαιών ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή και την κατασκευή του μνημείου στην πλατεία Συντάγματος, που τότε ονομαζόταν πλατεία Παλαιών Ανακτόρων.
«Είναι προφανές ότι αυταί αι δύο αποφάσεις ένα είχον σκοπόν: όχι να απονείμουν μεγαλητέραν τιμήν εις τον Άγνωστον Στρατιώτην, αλλά πως [να] εξάρουν το σώμα (σ.σ. εννοεί το στρατό) εκείνο επί του οποίου εστηρίζετο το αυθαίρετον καθεστώς» είχε πει μεταγενέστερα στη Βουλή (12.7.1929) ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ένας δημοκρατικός πολιτικός, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός.
Η αντίθετη άποψη υποστήριζε ότι το μνημείο έπρεπε να ανεγερθεί σε τόπο με συνθήκες “ιερότητας και σιωπής” και προέκριναν μέρη με σημαντικά για την ιστορία του έθνους μνημεία και τοποθεσίες της πόλης, όπως το Πεδίο του Άρεως, το Στάδιο, η Ακρόπολη, ο λόφος του Φιλοπάππου, ο Κεραμικός, ο χώρος δίπλα από τη Μητρόπολη και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ελευθερίου κ.ά.
Μετά τον Πάγκαλο
Μετά την πτώση της δικτατορίας, επί Οικουμενικής κυβέρνησης, συγκροτήθηκε μια νέα επιτροπή, αποτελούμενη από αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφους και μερικούς στρατιωτικούς, για να γνωμοδοτήσει και να λύσει την διαφωνία για το ποιο μέρος είναι κατάλληλο, ώστε να ανεγερθεί το μνημείο. Όπως είχε πει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, η επιτροπή αυτή απέρριψε, με μεγάλη πλειοψηφία, τεκμηριωμένα, την πλατεία των Ανακτόρων, προτείνοντας «το Πεδίο του Άρεως, τον Αρδητό και τους άλλους λόφους παρά τον Άγιο Δημήτριο τον Λομπαρδιάρην (…) [αλλά] λόγω της δαπάνης (…) επροτίμησε να γίνη εις το Πεδίον του Άρεως, το οποίον θα ηδύνατο να χρησιμεύση και ως ηρώον του αγώνος». «Και για αυτό παμψηφεί σχεδόν η επιτροπή απέκρουσε να γίνει στην πλατεία των παλαιών ανακτόρων», ανέφερε.
Ένας από τους λόγους, που απορριπτόταν αυτή η πλατεία ήταν ότι για την ανέγερση του μνημείου έπρεπε να γίνουν μεγάλες χωματουργικές εργασίες, που θα απέκρυπταν την πρόσοψη του πρώην ανακτόρου. Το Υπουργείο Στρατιωτικών διαφωνώντας με την απόφαση, «συνέστησεν άλλη επιτροπήν ολιγομελή η οποία κατά πλειοψηφίαν αποτελείτο από στρατιωτικούς και η οποία εγνωμοδότησε, επανελθούσα εις την παλαιάν απόφασιν, να γίνη εις τα Παλαιά Ανάκτορα, χωρίς να ληφθή υπόψιν η γνώμη των καλλιτεχνών», περιέγραψε ο Παπαναστασίου. Το θέμα της χωροθέτησης έκλεισε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χωρίς να σταματήσουν οι αντιδράσεις, με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 112/30.6.1928) Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία καθοριζόταν ότι το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη θα γινόταν στην πλατεία παλαιών ανακτόρων.
Μεταγενέστερα (δεκαετία του 1990), κάποιοι υποστήριξαν ότι η επιλογή αυτή έγινε από τον Βενιζέλο, ώστε να σηματοδοτείται η θυσία του στρατιώτη για τη Δημοκρατία, αφού στα παλαιά ανάκτορα στεγάστηκε, τελικά, η Βουλή. Όμως, κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει, για δύο λόγους: Πρώτον, στην παραπάνω Πράξη, που δρομολόγησε την έναρξη των εργασιών, αναφέρεται ότι τα παλαιά ανάκτορα θα χρησιμοποιηθούν ως Μουσείο ή Πινακοθήκη.
Η προκήρυξη διαγωνισμού για τη μετατροπή τους σε κτήριο της Βουλής έγινε, μερικούς μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1929. Δεύτερον, ο Βενιζέλος απαντώντας στη Βουλή, στον Αλεξ. Παπαναστασίου (Ιούλιος 1929) δεν ανέφερε τίποτα σχετικό, λέγοντας μόνο πως «έχω μελετήσει αυτό το ζήτημα και κατέληξα τέλος εις το συμπέρασμα να γίνει εκεί. (…) Πρέπει να γίνει εις κεντρικόν μέρος, διότι παντού (εν. στην Ευρώπη) είναι εις κεντρικόν μέρος».
Η διαμάχη για το έργο
Η δεύτερη μεγάλη διαμάχη αφορούσε το έργο, που θα κοσμούσε το μνημείο. Ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του διαγωνισμού, που είχε προκηρυχτεί τον Μάρτιο του 1926. Στον διαγωνισμό κατατέθηκαν 18 προτάσεις και επικράτησαν δύο, με τις ονομασίες “ΣΚΡΑ” και “Φοίνιξ”. Τελικά, το Υπουργείο Στρατιωτικών με την υπ’ αριθμ. 319168 διαταγή ενέκρινε την επιλεγμένη -κατά πλειοψηφία- μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος την υπέβαλε με το ψευδώνυμο “ΣΚΡΑ” Η πρόταση περιλάμβανε τη διαμόρφωση του χώρου και ανάγλυφο του γλύπτη και καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, Θωμά Θωμόπουλου, που είχε προτείνει μια παράσταση της μυθικής γιγαντομαχίας.
Ωστόσο, πριν την έναρξη της κατασκευής του μνημείου ο Λαζαρίδης αντικατέστησε τον Θωμόπουλο, κατά μια εκδοχή λόγω διαφωνιών για το γλυπτό ή κατά μια άλλη λόγω οικονομικής διαφωνίας. Ακολούθως, επέλεξε κατά σύσταση του διορισμένου από την κυβέρνηση Βενιζέλου διευθυντή της Σχολής, Δημητριάδη, τον Φωκίωνα Ρωκ. «(…) το ανάγλυφον που φέρει μεν την υπογραφήν του καλλιτέχνου Ρωκ, ως ιδέα όμως και σχέδιον ανήκει, όπως ισχυρίζονται πολλοί, στον διευθυντήν του σχολείου καλών τεχνών κ. Δημητριάδη. Παριστάνει ένα γυμνόν αρχαίον οπλίτης πεσμένον στο ένα πλευρόν και θνήσκοντα», έγραφε (22.3.1932) η εφημερίδα “Ακρόπολις”.
Το κόστος κατασκευής του μνημείου ανήλθε στα έξι εκατομμύρια δραχμές, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, σε μια περίοδο, μάλιστα, που η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν, με μεγαλοπρέπεια, στις 25 Μαρτίου 1932, από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, καθώς απουσίαζε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αλέξανδρος Ζαίμης, και ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Αντιπροσωπείες ξένων κρατών κατέθεσαν στεφάνια, αλλά ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε «η κατάθεση στεφάνου εξ ονόματος του τούρκικου στρατού, με ταινίες ερυθρόλευκες και κυανόλευκες, στις οποίες γραφόταν ελληνικά και τουρκικά: “Ο τούρκικος στρατός προς τον Αφανή Έλληνα Στρατιώτην”» (εφ. Ακρόπολις» φ.26.3.1932)
Τα αποκαλυπτήρια συνόδευσαν 21 κανονιοβολισμοί από τον Λυκαβηττό και πτήση 38 αεροπλάνων, ενώ ακολούθησε παρέλαση. Ο εορτασμός συνεχίστηκε το βράδυ, με στρατιωτική λαμπαδηφορία 3.000 οπλιτών και 500 ευζώνων μετά μουσικής και επιπλέον με τη φωταγώγηση, για πρώτη φορά, του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και του Ναού της Απτέρου Νίκης.
Μετά την τελετή, μεταφέρθηκε φως από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας για την αφή της ακοίμητης καντήλας, που βρίσκεται στο μέσο του κενοταφίου, ενώ την τιμητική φύλαξη του μνημείου ανέλαβε ειδικός στρατιωτικός λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος και μετονομάστηκε σε “Φρουρά του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη”. Το 1935, με την επάνοδο του Γεωργίου Β΄, ο λόχος ονομάστηκε “Βασιλική Φρουρά”, ενώ από το 1974 ονομάστηκε επίσημα “Προεδρική Φρουρά” και έχει την ευθύνη της εικοσιτετράωρης τιμητικής φύλαξης του Μνημείου.
Ο λαμπρός αυτός εορτασμός επιχειρούσε να βάλει τέλος στις διαμάχες που προηγήθηκαν. Ωστόσο, η κριτική συνεχίστηκε με δημοσιεύματα, που έγραφαν: «Το τελευταίον αισθητικόν έγκλημα έγινε δια της δημιουργίας του τερατώδους αρχιτεκτονικού κατασκευάσματος του Μνημείου του Αγνώστου στρατιώτου. Το όλον έργον αποτελεί εκπληκτικήν βαναυσότητα, πλήρη άγνοια του χώρου, των αναλογιών του, της τοποθεσίας, του κτιρίου των ανακτόρων και του περιβάλλοντος των. (…) Το παλάτι φαίνεται χωρίς βάσιν, σχεδόν εναέριον». Κάπου εκεί οι πρώτες διαμάχες για το μνημείο τελείωσαν. Η συνέχειά τους 93 χρόνια μετά…





