Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα γίνεται πια υπαρξιακή…
06/11/2025
Δεν αξίζει σε καμία κυβέρνηση, όποιο κι αν είναι το πολιτικό της χρώμα, που έλαβε την ψήφο του λαού, να διασύρεται, να προκαλεί την οργή και τη χλεύη ακόμη και των πολιτών που την εμπιστεύτηκαν. Το τραγικότερο όμως είναι ότι η απαξίωση δεν περιορίζεται στην κυβερνητική εξουσία. Αγγίζει εξίσου και την αντιπολίτευση, η οποία, αν και εκτός κυβερνητικών ευθυνών, παραμένει πολιτικά ανήμπορη, κατακερματισμένη και χωρίς εναλλακτικό λόγο.
Τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα στην Ελλάδα, από τη συγκάλυψη της τραγωδίας των Τεμπών έως τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τα ΕΛΤΑ, αποτελούν μόνο την κορυφή ενός βαθύτερου παγόβουνου σήψης. Από τη μία, μια κυβέρνηση που ευαγγελίζεται την “Αριστεία” αλλά αναδίδει οσμή ρεμούλας και ιδιοτέλειας. Από την άλλη, μια αντιπολίτευση εγκλωβισμένη στη ρηχότητα και την αδράνεια. Το αποτέλεσμα είναι προφανές: η Ελλάδα διολισθαίνει σε συνθήκες πολιτικής ακυβερνησίας, όχι λόγω αριθμητικών συσχετισμών, αλλά λόγω απουσίας ηγεσίας, οράματος και ήθους.
Η δημοσκοπική δήλωση προτίμησης προς το “Χάος” έναντι της Κυβερνητικής συνέχειας, δεν είναι απλώς ψυχολογικό σύμπτωμα. Είναι κοινωνιολογικό φαινόμενο, ενδεικτικό μιας κοινωνίας που αισθάνεται προδομένη από τις ελίτ πολιτικές, οικονομικές και επικοινωνιακές. Οι πολίτες δεν απορρίπτουν την κυβέρνηση επειδή “κουράστηκαν”, αλλά επειδή αισθάνονται ότι κυβερνώνται χωρίς να εκπροσωπούνται. Δεν αποστρέφονται απλώς την αντιπολίτευση, αλλά το ίδιο το μοντέλο πολιτικής διαμεσολάβησης, το οποίο έχει καταστεί πελατειακό, ανίκανο και ηθικά έκπτωτο.
Το “ΧΑΌΣ” ως πολιτική επιλογή είναι κραυγή αγωνίας των πολιτών, που αποτελεί εν δυνάμει πολιτικό – κοινωνικό κίνημα. Στην εγχώρια πολιτική σκηνή παίζεται καθημερινά το “θέατρο του παραλόγου”. Ένα κακοσκηνοθετημένο έργο, όπου η ασυναρτησία βαφτίζεται ρεαλισμός και η παρωδία των αξιών παρουσιάζεται ως “μεταρρύθμιση”. Οι ρόλοι αλλάζουν, οι θεατές κουράστηκαν, αλλά η παράσταση συνεχίζεται με απελπιστική συνέπεια έστω και χωρίς θεατές, με εξαίρεση τους αργόσχολους κομματικούς με τις παχυλές αμοιβές από τον δημόσιο κορβανά.
Νέα κόμματα…
Μέσα σε αυτό το “χαοτικό” κενό ηγεσίας, εκκολάπτονται νέα πολιτικά σχήματα που επιχειρούν να εκφράσουν τη συσσωρευμένη απογοήτευση. Ο Αλέξης Τσίπρας αναζητά τη “δεύτερη ευκαιρία” του, επενδύοντας στο συναίσθημα και την πολιτική ανάμνηση. Ο Αντώνης Σαμαράς προβάλλει το δικό του σχέδιο “πατριωτικού ρεαλισμού”, ελπίζοντας να συσπειρώσει τις συντηρητικές δυνάμεις. Και το κίνημα των Τεμπών, με τη Μαρία Καρυστιανού στην πρωτοπορία, ίσως επιχειρήσει να μετατρέψει την οργή της τραγωδίας των Τεμπών, σε πολιτικό ρεύμα αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης, ένα δύσκολο εγχείρημα αφού θα αντιμετωπίσει τη σκληρή και απαξιωτική κριτική του πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου.
Όμως, δεν φαίνεται να αποτελούν αξιόπιστες εναλλακτικές επιλογές κυβερνησιμότητας, αφού οι κ.κ. Σαμαράς και Τσίπρας έχουν αποδοκιμαστεί εκλογικά ως πρωθυπουργοί και είναι η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, οργανικά και αναπόσπαστα μέρη του πολιτικού συστήματος, που έχει απαξιώσει δημοσκοπικά ο ελληνικός λαός, επιλέγοντας το Χάος.
Το χειρότερο είναι πως ο φόβος και η ανασφάλεια έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των “υποψιασμένων” πολιτών, εκείνων που δεν παραπλανώνται από επικοινωνιακά τεχνάσματα και αντιλαμβάνονται ότι η κρίση δεν είναι συγκυριακή, αλλά υπαρξιακή: κρίση εμπιστοσύνης, κρίση θεσμική, προσανατολισμού και ταυτότητας του ίδιου του κράτους. Από αυτή τη σκοπιά, το αίτημα για μια Νέα Μεταπολίτευση δεν είναι συνθηματικό. Είναι ηθικό και εθνικό καθήκον. Απαιτείται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα αποκαθιστά την πίστη του πολίτη στην Πολιτεία και που θα επαναθεμελιώνει την οικονομία με βάση την ενδογενή παραγωγή, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοκρατία.
Ένα πολιτικο-ιδεολογικό κίνημα Εθνικής αξιοπρέπειας που θα υπερασπίζεται την εθνική κυριαρχία όχι ως ρητορική, αλλά ως βίωμα και πράξη αυτοσεβασμού. Η σύνδεση των εθνικών ζητημάτων με την ουσιαστική μέριμνα για τα ασφυκτικά προβλήματα του Λαού, αποτελεί αναγκαία συνθήκη επιβίωσης ως Έθνους. Ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια των πολιτών είναι “εκ των ων ουκ άνευ” υποχρέωση των πολιτικών.
Πλανητική αβεβαιότητα
Κι όλα αυτά τα δυστοπικά για την εγχώρια πολιτική σκηνή, ενώ ο πλανήτης εισέρχεται σε μια νέα φάση γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Δύο πόλεμοι, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, με αναθεωρητικές πολιτικές εν εξελίξει (Τουρκία, Ισραήλ, Τζιχαντιστές Συρία), αναδιαμορφώνουν τα όρια ισχύος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται στρατηγικά άφωνη και ηγετικά ανεπαρκής, ενώ η πυρηνική ρητορική επιστρέφει στα διεθνή φόρα ως απειλητική υπόμνηση μιας εποχής που θεωρούσαμε παρελθόν.
Από τη Βαλτική μέχρι την Υποσαχάρια Αφρική, ένα ενιαίο τόξο αποσταθεροποίησης εκτείνεται, και η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο βρίσκoνται στο γεωγραφικό επίκεντρο, δεχόμενες ισχυρούς γεωπολιτικούς κραδασμούς. Όμως, αντί η Ελλάδα, να λειτουργεί ως πυλώνας σταθερότητας και γεωστρατηγικός μεσολαβητής, παραμένει καθηλωμένη στις μικροπολιτικές της παθογένειες. Σε μια εποχή που τα κράτη επαναπροσδιορίζουν τη θέση τους στον νέο παγκόσμιο χάρτη ισχύος, η Ελλάδα κινδυνεύει να μετατραπεί από γεωπολιτικό υποκείμενο σε γεωπολιτικό αντικείμενο.
Η κρίση, συνεπώς, δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι υπαρξιακή. Και η αγωνιώδης προσπάθεια εθνικής επιβίωσης δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε σε επικοινωνιακά τεχνάσματα ούτε σε κομματικές αυταρέσκειες. Χρειάζεται εθνική ανασύνταξη ηθική, πολιτική και στρατηγική προτού η Ιστορία αποφασίσει χωρίς εμάς. Η απουσία εθνικής Πυξίδας και ικανής ηγεσίας, παύει να είναι αδράνεια, γίνεται επικίνδυνη αφασία.





