Μπορούσε η Ελλάδα να αποτρέψει την αγορά των Εurofighter από την Τουρκία;
12/11/2025
Η ελληνική κυβέρνηση, ασφαλώς, δεν έχει (και δεν είχε ποτέ) τη δυνατότητα να αποτρέψει την πώληση αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, αν και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επανειλημμένα τόνιζε (π.χ. μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2020) πως “έθετε μετ’ επιτάσεως” ως και ζήτημα επιβολής συνολικού εμπάργκο όπλων από την ΕΕ.
Δυστυχώς, η διπλωματική ισχύς της χώρας και η όποια επιρροή του πρωθυπουργού υστερούν μπροστά στα υψηλής αξίας συμβόλαια κατασκευής των μαχητικών και των πρόσθετων – επί 20 ή και 25 έτη – πωλήσεων οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων των Εurofighter. Γιατί συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία), των βιομηχανικών κολοσσών Airbus, BAE Systems και Leonardo και των δεκάδων υπεργολάβων τους.
Όμως, προκαλεί εντύπωση ότι, παρά τις άλλοτε διακηρύξεις μαχητικότητας, ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται σήμερα στο άλλο άκρο. Αδρανεί πλήρως και δεν ασχολείται με την -έστω- επιβράδυνση του τουρκικού προγράμματος Εurofighter ενώ ακόμα και λίγοι ή περισσότεροι μήνες (πόσο μάλλον ένα ή δύο χρόνια) θα έχουν μέγιστη σημασία για την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο περί το 2030.
Τα εμπόδια για τα Εurofighter
Έγκυρες πληροφορίες, που είναι σε απόλυτη γνώση της κυβέρνησης, αναφέρουν ότι, σε αντίθεση με τις ως τώρα εκτιμήσεις και ενδείξεις, η Άγκυρα αντιμετωπίζει τρία σημαντικά προβλήματα ως προς την ταχεία ολοκλήρωση του πλήρους “πακέτου” απόκτησης των Εurofighter: Πρώτον, δεν υφίσταται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την εξασφάλιση των επιμέρους συστημάτων και εξαρτημάτων του Eurofighter που είναι αμερικανικής κατασκευής.
Κάθε συναλλαγή σχετικά με την επίδειξη, εξαγωγή, πώληση και χρήση τους απαιτεί την προηγούμενη έγκριση από περισσότερα από 20 συναρμόδια γραφεία και επιτροπές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου, του υπουργείου Οικονομικών και του Κογκρέσου των ΗΠΑ.
Είναι λογική η πρόβλεψη ότι τελικά, χάρη κυρίως στις παρεμβάσεις του Λονδίνου προς την Ουάσιγκτον, θα εκδοθούν όλες οι αναγκαίες άδειες, αλλά μπορεί να απαιτηθεί μακρύ χρονικό διάστημα. Αν το Μέγαρο Μαξίμου έχει πραγματική βούληση αντίδρασης στον υπερεξοπλισμό της Άγκυρας, τότε χρειάζεται να θέσει το ζήτημα κατά προτεραιότητα στις ελληνοαμερικανικές διαβουλεύσεις.
Παράλληλα, θα ήταν θεμιτό οι φίλοι της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, αυτόνομα ή υπό την έννοια του λόμπι, να προσπαθήσουν να μπλοκάρουν την έκδοση των αδειών για τα αμερικανικά μέρη των Eurofighter στο πρότυπο (μέχρι τώρα τουλάχιστον) της αποβολής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
Δεύτερον, δεν υπάρχει οδικός χάρτης για το χρόνο υπογραφής και τη χρηματοδότηση της πρώτης παραγγελίας πυραύλων Meteor και για τον ακριβή αριθμό τους. Μέχρι πρότινος, η Άγκυρα έθετε ως αδιαπραγμάτευτο όρο την υπογραφή ενιαίας συμφωνίας ταυτόχρονης πώλησης των αεροσκαφών και των Meteor. Φαινόταν σίγουρο ότι θα επέβαλε την απαίτησή της, επειδή και η αξία του ενιαίου συμβολαίου θα ήταν μεγαλύτερη και διέθετε την υποστήριξη περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών που συμμετέχουν στην κοινοπραξία κατασκευής του πυραύλου, την MBDA.
Και πάλι, στο τέλος, η Άγκυρα πιθανότατα θα προμηθευτεί τους Meteor, αλλά ο ακριβής χρόνος παράδοσής τους έχει τεράστια σημασία. Σήμερα, μόνον η Ελλάδα διαθέτει Meteor και η Πολεμική Αεροπορία χρειάζεται να διατηρήσει το ίδιο προβάδισμα έως την έναρξη παραλαβής των πρώτων F-35 περί τα τέλη του 2030-αρχές του 2031.
Τι μπορούσε να κάνει η Ελλάδα;
Οι ελληνικές ευκαιρίες επιβράδυνσης των τουρκικών επιδιώξεων θα είναι λίγες. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει να χάσει κάτι, υπογραμμίζοντας ότι, αντί της Τουρκίας, υπερισχύει η προτεραιότητα έγκαιρου και επαρκούς εξοπλισμού των ευρωπαϊκών αεροποριών με Meteor για την αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου.
Τρίτον, η Τουρκία θα χρειαστεί να ξεπεράσει και το εμπόδιο του Ισραήλ. Η παγιωμένη αντίληψη είναι ότι η κυβέρνηση του Νετανιάχου ενδιαφέρεται μόνο για την αποτροπή πώλησης F-35 από τις ΗΠΑ στην Άγκυρα, αλλά την ίδια ώρα ανησυχεί βαθύτατα και για το συμβόλαιο των Eurofighter.
Είναι οφθαλμοφανές ότι ο Πρωθυπουργός οφείλει να συνεργαστεί με την ισραηλινή πλευρά και σε αυτό το θέμα, καθώς ο κ. Νετανιάχου έχει μεγάλες δυνατότητες ταυτόχρονων παρεμβάσεων στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο που έκλεισε τη συμφωνία με την Άγκυρα.
Βέβαια, οι πραγματικές δυνατότητες πρωτοβουλιών του κ. Μητσοτάκη στο εξωτερικό έχουν πια μειωθεί στο ελάχιστο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την ευκαιρία της αναβάθμισης της ενεργειακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, για να εντάξει στο κοινό ανακοινωθέν μία ευθεία ή έμμεση αναφορά υπέρ της προώθησης της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, του γνωστού “καλωδίου” GSI. Άλλωστε δεν έκανε ούτε μια απλή επισήμανση στις δικές του δηλώσεις ενώπιον των Αμερικανών αξιωματούχων.





