ΣΙΝΕΜΑ

“ΛΟ”: Τί έκανες στην επταετία μπαμπά;

"ΛΟ": Τί έκανες στην επταετία μπαμπά; Χρήστος Ξένος

Ένα ντοκιμαντέρ έκπληξη, αρκετά ευρηματικό, συγκινητικό, το “ΛΟ” του Θανάση Βασιλείου μας ταξιδεύει ανάμεσα στην προσωπική ζωή του δημιουργού και τη συλλογική ευθύνη ή τη σιωπή για την πολιτική ιστορία του τόπου. Η συνθήκη του είναι αρκετά απλή: Ένας καθηγητής από τη Γαλλία (καθηγητής Κινηματογραφικών Σπουδών στο Université de Poitiers) επιστρέφει στο πατρικό του στην Αθήνα, στο Γαλάτσι, μετά το θάνατο της μητέρας του για θέματα κληρονομικά.

Ανακαλύπτει σιγά – σιγά μία σχέση, μία κρυμμένη μνήμη του απόντος πατέρα από τη ζωή του, με την ΕΑΤ-ΕΣΑ, την στρατιωτική αστυνομία, και τον συνδέει με την επταετία. Επιπλέον, ανακαλύπτει στη βιβλιοθήκη της μητέρας του το βιβλίο της Iταλίδας δημοσιογράφου Οριάνα Φαλάτσι “Ένας Άντρας” για τον σύντροφό της Αλέξανδρο Παναγούλη, σημαντική προσωπικότητα της επταετίας, ο άνθρωπος που δοκιμάστηκε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για την απόπειρα δολοφονίας προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, δικτάτορα και πρωθυπουργό της επταετίας. Ο συνδυασμός των παραπάνω δημιουργεί ένα συγκινητικό μείγμα, ένα ιδιαίτερο βλέμμα στη σχέση ατομικής και συλλογικής ευθύνης.

Ο Βασιλείου υποδύεται τον εαυτό του, παραθέτει την προσωπική του ιστορία, ηχογραφεί αμήχανους διαλόγους με τον πατέρα του, μαθαίνει γι’ αυτόν, χτίζει μία σχέση μαζί του, ενώ παραθέτει φωτογραφίες οικογενειακές, άλλης εποχής, με έναν τρόπο ήρεμο και ταυτόχρονα συγκινητικό.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος (με συν-σεναριογράφο τον Χρήστο Χρυσόπουλο) κοιτάζει τους τοίχους, τα έπιπλα, τους λογαριασμούς, τα μικρά ή μεγάλα στενά της πόλης που λειτούργησαν ως ιστορική μνήμη άλλων εποχών και συγκεκριμένα με την εποχή που ο δημιουργός διακρίνει μία συλλογική σιωπή, που ξεδιπλώνεται και ατομικά, ακόμα και από την οικογένεια. Αυτή η σιωπή (το “ΛΟ” σημαίνει “σώπα” στην ηπειρώτικη διάλεκτο όπου κατάγεται ο σκηνοθέτης) είναι διαχρονική και υπόρρητη. Διαχέεται παντού και τότε, γι’ αυτά που οι πατεράδες μας δεν έκαναν ή αυτά που έκαναν.

Με την οπτική αυτή, ο χρόνος αποκτά μία άλλη διάσταση, συνδέεται το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον, κανείς δεν είναι αμέτοχος, ή χωρίς (προφανή) ευθύνη. Η μνήμη εδώ λειτουργεί έτσι: Ας ξαναδούμε τι έγινε, τι κάναμε, τι θα κάνουμε και γιατί σε ένα μεγάλο κοινωνικο-πολιτικό θέμα, όπως μία δικτατορία, που φυλακίζει, που λειτουργεί ανελεύθερα, αλλά ταυτόχρονα βολεύει και ευνοεί κάποιες ομάδες ή οδηγεί τους πολλούς σε αποστασιοποίηση.

Το αποκαλυπτικό “ΛΟ”

Ο σκηνοθέτης στην ουσία περνάει στο συλλογικό τονίζοντας πως η ατομική του ιστορία, η σχέση του με το παρελθόν, η φυγή του στο εξωτερικό, δεν τον σταματά να αφηγείται τη διαδρομή, τις ρίζες, την ιστορία ενός λαού που περνάει ασταμάτητα από μία καθημερινότητα, έναν συνεχή έντονο ρυθμό σε μία πόλη που δείχνει να ξεχνάει ή να προσπερνάει τόσες και τόσες πληγωμένες ατομικές ιστορίες. Μέσα από εικόνες και βίντεο αρχείου μας εντάσσει αρμονικά στο κλίμα της επταετίας, ένα κοντράστ του χτεσινού, κοντινού κατά τα άλλα, παρελθόντος, με το σήμερα, που φαίνεται να ξεχνάει και να μην ενδιαφέρεται για τις έντονες και ασφυκτικές καταστάσεις του χτες.

Επιλέγει προσεχτικά τις εικόνες και τα βίντεο από το χτες, μαρτυρίες ανθρώπων της ΕΑΤ-ΕΣΑ στις σχετικές δίκες, του αντιστασιακού Παναγούλη, τις εντυπωσιακές φιέστες του καθεστώτος. Αυτή η ένταση του χτες, έρχεται σε μία πεζή πραγματικότητα του σήμερα, μέσα από τις αλλοιωμένες οικοδομικές παρεμβάσεις της πόλης, παραβλέπει, αφήνει, με μία μελαγχολική και πικρή γεύση, χάνοντας κάθε πτυχή αυτής της ιστορικής και σκοτεινής περιόδου. Ο σκηνοθέτης αναδεικνύει ήρεμα και με απλότητα μία συλλογική σιωπή που απαντά και τότε και σήμερα. Αυτό το “ΛΟ” του καθενός ξεχωριστά, που έρχεται στο σήμερα παραφρασμένο από το “εσύ τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά”, στο “εσύ τι έκανες στην επταετία μπαμπά”.

Ο σκηνοθέτης παρά την απλή συνθήκη που θέτει από την αρχή, ξεδιπλώνει ρυθμικά και αρμονικά την αφήγηση, κρατώντας ιδανικά τον θεατή σε μία εγρήγορση και για να δει πως εξελίσσεται η προσωπική του ιστορία και για να δει πως εντάσσεται η περίοδος της επταετίας σε αυτή. Η σκηνοθεσία διατηρεί έναν χαρακτήρα παιχνιδιού μεταξύ σκιών και φωτός, της φιγούρας του πρωταγωνιστή σκηνοθέτη, στις συχνές του αντανακλάσεις μέσω τζαμαριών, καθρεφτών, κυρίως μέσω μίας μερικής του αποτύπωσης, ή της φευγαλέας εντύπωσης, επιλογή που μπορεί συμβολικά να ενταχθεί στη γενικότερη σύλληψη του ντοκιμαντέρ, ως οι αντανακλάσεις του εαυτού μας, που μας χαρακτηρίζουν, αλλά χωρίς να επιτρέπουμε κάτι περισσότερο. Οι σκιές και οι αντανακλάσεις φτάνουν.

Ο Βασιλείου δείχνει τις αντανακλάσεις και τις μικρολεπτομέρειες πολλών ζωών, της μητέρας του, του πατέρα του, της δικής του, των αντικειμένων ενός σπιτιού, που το εντάσσει ως μέρος της προσωπικής του ιστορίας. Τα αντικείμενα, τα βιβλία, η θέα από το μπαλκόνι, η βουή στο δρόμο, το σπίτια (που χαρακτηρίζει ως σώματα), οι πολυκατοικίες που κρύβουν τα μυστικά τους, έχουν τη δική τους ιστορία, κατά το Λοϊζικό άσμα, με τους στίχους της Μητροπούλου (ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία / κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά). Ο πολιτικός καμβάς επισκιάζει τους πάντες, ακόμα και αν όλοι επιλέξουν τη σιωπή.

Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης δε διστάζει να στήνει το τρίποδο με το κινητό του και να να μην αφήσει στιγμές της προσωπικής του ιστορίας να πάνε χαμένες, ένας συνειδητοποιημένος κινηματογραφιστής, που αντιλαμβάνεται τη σημαντικότητα του τώρα, που σύντομα γίνεται χτες και ιστορία, και που έχει ιδιαίτερη σημασία να αποτυπώνεται, να μην αφήνεται στη λήθη.

Ένας διάλογος που δεν γίνεται ποτέ… 

Όλη αυτή η προσπάθεια αποπνέει, σαφώς, μία συγκινητική ανθρώπινη διάσταση και μία μελαγχολία για ό,τι χάνεται. Ο Βασιλείου υπενθυμίζει ότι αυτή η ατομική μελαγχολική ενασχόληση με το παρελθόν με αγαπημένα πρόσωπα δεν είναι ξέχωρα από μία συλλογικότητα και μία κοινή ιστορία, μίας χώρας που παραμένει να θέλει να ξεχνάει εύκολα ή να σιωπά όταν δεν πρέπει.

Ο σκηνοθέτης οριακά θα μπορούσε να φλερτάρει, ακροθιγώς, μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ (αναρωτιέσαι συχνά για αυτή την ωμή αλήθεια που παρουσιάζεται), παρόλη την προφανή έκθεση των προσωπικών του πληροφοριών που έρχονται στην οθόνη σχεδόν αφιλτράριστα (καμία ωραιοποίηση), με έξυπνες τακτικές (η φωνή στο τηλέφωνο της συντρόφου του σκηνοθέτη, ένας διάλογος που ποτέ δεν γίνεται), ή την επιλογή να κλείσει η αφήγηση του ντοκιμαντέρ με διάλογο με τον πατέρα του, αμήχανες ευχές ονομαστικής εορτής, ενός πατέρα, που από την αρχή μας δηλώνεται ότι χώρισε πολύ νωρίς με τη μητέρα του, έφτιαξε καινούργια οικογένεια και παρέμεινε σχεδόν άφαντος από τη ζωή του δημιουργού.

Η τελευταία σκηνή φαίνεται να κλείνει προσωρινά μία προσωπική αναζήτηση του σκηνοθέτη, χωρίς να βάζει τελεία, μάλλον μας υπόσχεται μία ανάλογη συνέχεια. Την περιμένουμε.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx