Πολλαπλασιάζονται οι δικαστικές αποφάσεις χωρίς αιτιολόγηση!
24/11/2025
Με απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ) αναιρέθηκε εν μέρει η αθωωτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, γιατί στερείται της κατά το Σύνταγμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την οποία είχαν κηρυχθεί κατά πλειοψηφία (3-2) λόγω αμφιβολιών αθώοι οι κατηγορούμενοι στο παραδικαστικό κύκλωμα Νο “2” ο πρώην Πρόεδρος Εφετών ΙΓ, ο πρώην δικηγόρος και βουλευτής ΠΜ, ο πολιτικός μηχανικός ΣΓ και ο Αρχιμανδρίτης ΙΓ, και θα δικαστούν εκ νέου οι δύο πρώτοι για το κακούργημα της δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικού λειτουργού και οι δύο δεύτεροι ως συνεργοί στη συγκεκριμένη πράξη.
Η δικαστική απόφαση είναι ένας συλλογισμός με μείζονα πρόταση τη νομική διάταξη, που εφαρμόζεται, την αιτιολογία, δηλαδή τη δικανική κρίση που σχηματίστηκε από την εκτίμηση των αποδείξεων και συμπέρασμα το διατακτικό της απόφασης. Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων (ποινικών-πολιτικών-διοικητικών) είναι η εξήγηση των πραγματικών και νομικών επιχειρημάτων που οδήγησαν το δικαστήριο στην απόφασή του.
Αποτελεί θεσμική αρχή της δικαιοσύνης, που διασφαλίζει την διαφάνεια, την μη αυθαιρεσία και την λογοδοσία των δικαστών, επιτρέπει τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης και ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη σαν ιδέα και σαν εφαρμοσμένο σύστημα.
Το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος επιτάσσει «Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη» και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξασφάλιση της δικαίας δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Η δικανική κρίση ελέγχεται πειθαρχικά όταν υπερβαίνει τα ακραία όρια της (αρθ. 177ΚΠΔ) και οι δικαστικές αποφάσεις ελέγχονται αναιρετικά για μη ή ελλιπή αιτιολόγηση. Η διεξαγωγή της ποινικής δίκης και το αποτέλεσμά της καταχωρούνται στα πρακτικά του δικαστηρίου, που καθαρογράφονται από τον γραμματέα του δικαστηρίου και υπογράφονται από τον δικαστή.
Πως δικαιολογείται μία δικαστική απόφαση;
Σήμερα οι παραπάνω ενισχυμένου κύρους διατάξεις, που σημαίνει ότι, δεν μπορούν να τροποποιηθούν με κοινό νόμο, παραβιάζονται συστηματικά από τα ποινικά δικαστήρια με την εφαρμογή του άρθρου 142 παρ 4 ΚΠΔ, της 22730/2020 ΥΑ Δικαιοσύνης και της 3/2020 γνωμοδότησης της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών με το να μην καθαρογράφονται οι ομόφωνες αθωωτικές αποφάσεις (το ομόφωνα αποτελεί πλεονασμό γιατί πλέον το σύνολο σχεδόν των υποθέσεων εκδικάζονται από μονομελή δικαστήρια α΄ και β βαθμού) ακόμα, παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή της απαλλαγής του κατηγορούμενου για έλλειψη δόλου ή λόγω αμφιβολιών.
Ο δικαστής απαγγέλει την απόφαση “αθώος” και δεν αναφέρεται στους λόγους που οδήγησαν στην αθώωση του κατηγορουμένου, που παλαιότερα προέκυπταν από την αιτιολογία της απόφασης, ενώ τώρα συνάγονται μόνο από τη παραδοχή της εισαγγελικής πρότασης, αλλά ούτε κανείς μπορεί επίσημα να πληροφορηθεί την αιτία της αθώωσης, γιατί δεν καθαρογράφονται τα πρακτικά της δίκης με αποτέλεσμα να υποκρύπτεται αυθαίρετη κρίση, που δεν μπορεί να ελεγχθεί ούτε να αξιολογηθεί υπηρεσιακά και σε κάθε περίπτωση να γίνει χρήση της. Δεν γνωρίζω αν καθαρογράφονται υπηρεσιακά ή κατόπιν αίτησης τα πρακτικά αθωωτικών αποφάσεων στις οποίες η δίωξη ασκήθηκε αυτεπάγγελτα ή υπάρχει δήλωση δικαστικής συμπαράστασης.
Έτσι όμως εμφανίζονται οι άνευ αιτιολογίας δικαστικές αποφάσεις αυθαίρετες με αποτέλεσμα να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ορθότητα της δικανικής κρίσης, ιδίως με την αφειδή αθώωση των επωνύμων πρωτόδικα ή με ανατροπή με ένδικο μέσο της καταδικαστικής απόφασης. Θεωρώ ότι είναι ανεπίτρεπτα ως αντισυνταγματικό, νομοθετικά ή ως υπηρεσιακή πρακτική να μη καθαρογράφονται τα πρακτικά των αθωωτικών αποφάσεων, γιατί έτσι παραβιάζονται τα άρθρο 93 παρ.3 Σ και 6 ΕΣΔΑ από αυτούς, που έχουν ταχθεί να διαφυλάττουν το Σύνταγμα.
Για το σοβαρό αυτό θέμα, δεν υπόπεσε στην αντίληψη μου οποιαδήποτε θέση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, την ηγεσία του Αρείου Πάγου και τις δικαστικές ενώσεις ούτε κάποια προσπάθεια για την έξοδο από την εσωστρέφεια και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών με έργα και όχι με λόγια, αφού τηρούν αιδήμονα σιωπή, ακόμα και για την περίπτωση, που στα Χανιά ανώτατη δικαστική λειτουργός συζητούσε με τον αρχηγό της τοπικής Μαφίας την ρύθμιση ευνοϊκής συνθέσεως δικαστηρίου!
Η κοινωνία δεν εμπιστεύεται πια την δικαιοσύνη
Για λόγους αρχής δεν σχολιάζω επί της ουσίας εκκρεμείς υποθέσεις, με αφορμή όμως την απόφαση του Αρείου Πάγου διατυπώνω κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τις παθογένειες κατά την απονομή της ελληνικής δικαιοσύνης και των συνεπειών της, με κυριότερο χαρακτηριστικό τη σταδιακή μείωση των ποσοστών εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτήν, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, που ενώ το 2008 με τη δημοσκόπηση του καθηγητή Πανά ανέρχονταν σε 64%, το 2022 της KR σε 15%, πρόσφατα της Public issue 25% και με την τελευταία της ALCO σε 20%. Φοβάμαι ότι σε μια δημοσκόπηση με ερώτηση μόνο “εάν οι πολίτες έχουν ή είχαν εμπλοκή με την δικαιοσύνη” τα ποσοστά θα ήταν πολύ μικρότερα.
Για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαιοσύνη απαιτείται διαφάνεια στην απονομή της, που απαιτεί πλήρη αιτιολογία για την εκτίμηση των αποδείξεων, μη προνομιακή μεταχείριση των επωνύμων και κυρίως έλεγχο. Απεναντίας, η αυθαίρετη δικανική κρίση καταβαραθρώνει την εκτίμηση των πολιτών προς τη δικαιοσύνη. Εξάλλου, με τις ίδιες δημοσκοπήσεις η καταγραφή της εμπιστοσύνης των πολιτών σε άλλους θεσμούς στα ίδια ή μικρότερα ποσοστά σημαίνει γενικευμένη απογοήτευση των πολιτών για τη λειτουργία του πολιτεύματος , που όταν εκφράζεται με την ψήφο μπορεί να δημιουργήσει απρόβλεπτες πολιτικές καταστάσεις..
Υ.Γ. Το 2012 εξεταζόμενος σαν ΓΕΔΔ ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής απάντησα σε ερώτηση βουλευτή με ερώτημα «Έχετε δει κανένα επώνυμο να δικάζεται;», την οποία επαναλαμβάνω σε κάθε ευκαιρία, αλλά προκύπτει και από σωρεία δικαστικών αποφάσεων ακόμα εφετείων, που ανατρέπουν πρωτόδικες αποφάσεις με βαρύτατες καταδίκες επωνύμων και από τις οποίες κάποιες στη συνέχεια ανατρέπονται από τον Άρειο Πάγο κατόπιν αναιρέσεως, που ασκεί ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. Κατά κανόνα οι καταγγελίες κατά επωνύμων σταματούν στην προδικασία με την έκδοση απαλλακτικών βουλευμάτων ή την αρχειοθέτησή τους με διάταξη Εισαγγελέως, τακτική που έχει προκαλέσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι στη δικαστική μεταχείριση “μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους”, Orwell, Φάρμα των ζώων..





