“Δίψα” για νέα κόμματα στο εκλογικό σώμα
22/11/2025
Εντυπωσιακές μετατοπίσεις στο πολιτικό σύστημα καταγράφει το δεύτερο μέρος της δημοσκόπησης της MRB για το OPEN, σκιαγραφώντας μια κοινωνία που φαίνεται ολοένα και πιο πρόθυμη να στραφεί προς νέα σχήματα. Τα αριθμητικά δεδομένα είναι αποκαλυπτικά.
Συγκεκριμένα, το 54,6% των πολιτών δηλώνει θετική άποψη για τη Μαρία Καρυστιανού και μόλις το 30,9% αρνητική. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι το 36,5% δηλώνει πως θα ψήφιζε ένα νέο κόμμα υπό την ίδια, ποσοστό υπερδιπλάσιο από αυτό που συγκεντρώνουν τα νέα κόμματα υπό τον Αλέξη Τσίπρα και τον Αντώνη Σαμαρά.
Για τον Τσίπρα, το 20,9% θα επέλεγε ένα νέο κόμμα με εκείνον επικεφαλής, ενώ 73,2% το απορρίπτει. Το βιβλίο του “Ιθάκη” φαίνεται να έχει επιρροή, αλλά όχι θετική στο σύνολο. Το 26,1% θεωρεί ότι βελτιώνει την εικόνα του, έναντι 44,2% που πιστεύει πως τη χειροτερεύει. Σε ό,τι αφορά την απήχηση του Σαμαρά, το 15,1% τάσσεται υπέρ ενός πιθανού νέου κόμματός του και το 63,3% το απορρίπτει.
Είναι χαρακτηριστικός ο κάτωθι πίνακας, όπου ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων της ΝΔ, ένα μεγαλύτερο του ΠΑΣΟΚ (ακόμα και του ΚΚΕ) αναφέρονται σε ανάγκη δημιουργίας νέων κομμάτων. Και αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό μοιάζει αυτονόητη για την συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, ή της αδιευκρίνιστης ψήφου, μάλλον εντυπωσιάζει το πολύ μεγάλο ποσοστό θετικής απόκρισης στις τάξεις των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναποφάσιστοι, οι οποίοι για μία ακόμη φορά αποτελούν το “κλειδί” κάθε μελλοντικής εκλογικής αναμέτρησης. Το 26,9% αυτών θεωρεί ότι, αν δεν προκύψει αυτοδυναμία, πρέπει να διεξαχθούν όσες εκλογές χρειαστούν, ενώ το 68,1% δηλώνει ξεκάθαρα πως υπάρχει ανάγκη για νέα κόμματα, καθώς τα υπάρχοντα δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ανησυχίες της κοινωνίας. Η τάση αυτή καταγράφεται οριζόντια σε όλους τους κομματικούς χώρους, επιβεβαιώνοντας ότι η αναζήτηση νέων πολιτικών εκφράσεων δεν είναι στενά κομματική, αλλά διακομματική και εκτεταμένη.
Η Καρυστιανού και το 2012
Πίσω όμως από τους αριθμούς διαμορφώνεται ένα πολύ πιο σύνθετο πολιτικό σκηνικό. Η πλειοψηφία των πολιτών (και ιδιαίτερα όσων δεν προσέρχονται στις κάλπες) δείχνει να διψά για κάτι νέο, κάτι διαφορετικό, από όσα έχουν δει να εναλλάσσονται στην εξουσία την τελευταία δεκαετία. Η κόπωση από το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, η αίσθηση ότι “τίποτα δεν αλλάζει”, αλλά και η αυξανόμενη καχυποψία απέναντι στους θεσμούς, ενισχύουν την ανάγκη για νέους παίκτες στη δημόσια σφαίρα.
Παράλληλα, η συσσωρευμένη δυσπιστία απέναντι στη Δικαιοσύνη, καθώς και η επίδραση των σκανδάλων που έχουν πλήξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, δημιουργούν ένα έντονο ρεύμα “ψήφου θυμού” που σε ορισμένα του χαρακτηριστικά θυμίζει το κλίμα των εκλογών του 2012, όταν η κοινωνία αναζητούσε εναγωνίως εναλλακτικές λύσεις έξω από το παραδοσιακό δίπολο.
Ωστόσο, σε αντίθεση με το 2012, σήμερα στο επίκεντρο αυτής της νέας αναζήτησης βρίσκεται ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, η Μαρία Καρυστιανού. Η μεγάλη συμπάθεια που καταγράφεται προς το πρόσωπό της είναι ένα δεδομένο που δεν μπορεί να αγνοηθεί, καθώς φαίνεται να εκφράζει μια αυθόρμητη ανάγκη του εκλογικού σώματος για ειλικρίνεια, αμεσότητα και ανθρώπινη επαφή. Παρόλα αυτά, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο αυτά τα πολύ υψηλά ποσοστά πρόθεσης ψήφου θα διατηρηθούν, εάν εκείνη αποφασίσει πράγματι να ιδρύσει κόμμα.
Σήμερα αντανακλούν κυρίως μια θετική διάθεση, ίσως και συμπόνοια, προς ένα πρόσωπο που δεν έχει ακόμη εκτεθεί στις απαιτήσεις του πραγματικού πολιτικού ανταγωνισμού. Στην κάλπη, η συμπάθεια δεν αρκεί, οι ψηφοφόροι ζητούν πρόγραμμα, συνοχή, στελέχωση, σαφή θέση σε κρίσιμα ζητήματα. Όλα αυτά, επί του παρόντος, δεν υπάρχουν και αυτό μπορεί να μεταβάλει σημαντικά τους συσχετισμούς όταν η πολιτική πραγματικότητα γίνει πιο συγκεκριμένη. Δίχως φυσικά κανείς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο εκείνο η Καρυστιανού να δημιουργήσει ένα φορέα που θα σχηματιστεί με τρόπο τέτοιο που “τικάρει” όλα τα κουτάκια του εκλογικού κοινού.
Το “χαρτί” του Μητσοτάκη
Κι ενώ η συζήτηση θυμίζει σε ορισμένα σημεία την περίοδο του 2012, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Το χαρτί της “σταθερότητας”, στο οποίο επενδύει συστηματικά η σημερινή κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κατορθώσει σε ένα τμήμα της κοινωνίας να οικοδομήσει την αντίληψη ότι η παρουσία του αποτελεί εγγύηση θεσμικής και οικονομικής ισορροπίας, ακόμη κι αν αυτή η εικόνα αμφισβητείται έντονα από την αντιπολίτευση και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Η επίκληση της σταθερότητας λειτουργεί ως αντίβαρο στη διάθεση για αλλαγή και θα αποτελέσει κεντρικό πυλώνα της πολιτικής στρατηγικής της κυβέρνησης μέχρι τις εκλογές του 2027. Σε αυτό το τοπίο, το ερώτημα δεν είναι μόνο αν το νέο μπορεί να γεννηθεί, αλλά και αν μπορεί να επικρατήσει απέναντι σε έναν ήδη εγκατεστημένο άξονα εξουσίας που επενδύει στον φόβο της αστάθειας.
Αυτό που σίγουρα έως και σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο του πλεονέκτημα είναι το γεγονός πως εξαιρώντας την Καρυστιανού που δεν είναι ακόμα εξ ολοκλήρου πολιτικό πρόσωπο, ανάμεσα στους υπόλοιπους “συνδαιτημόνες” του, κερδίζει με άνεση.





